Πηγή: Ημερησία
Πολλοί στη χώρα μας εύχονται να καταρρεύσει η τουρκική οικονομία. Ξεχνάμε ότι η Ελλάδα θα είναι πάντα γείτονας με την Τουρκία και θα υφίσταται τις συνέπειες από δυσμενείς εξελίξεις στη γειτονική χώρα. Από προσφυγικά και μεταναστευτικά ρεύματα μέχρι στρατιωτικές περιπέτειες. Το συμφέρον της ελληνικής κοινωνίας είναι να έχουμε δίπλα μας μια Τουρκία σταθερή, ειρηνική και δημοκρατική.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν προβλήματα στην οικονομία της Τουρκίας. Η υποτίμηση της τουρκικής λίρας έναντι του ευρώ και του δολαρίου δημιουργεί δυσχέρειες.
Επίσης τα συναλλαγματικά διαθέσιμα είναι όντως περιορισμένα. Η τουρκική οικονομία προφανώς δεν λειτουργεί υποδειγματικά. Αλλά αν προσέξει κανείς, θα δει ότι τα στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν επερχόμενο οικονομικό χάος.
Ύφεση, όχι καταστροφήΤο β? τρίμηνο του 2020, ο ρυθμός ύφεσης της τουρκικής οικονομίας ήταν 11%. Ήταν η μεγαλύτερη συρρίκνωση του ΑΕΠ από το 1998, αλλά ταυτοχρόνως ήταν και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ύφεσης μεταξύ των αναπτυσσόμενων οικονομιών, σε περίοδο πρωτοφανούς παγκόσμιας κρίσης. Και σίγουρα χαμηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό στην ευρωζώνη. Αυτή μάλιστα η υποχώρηση συνέβη μετά από εντυπωσιακό ρυθμό ανάπτυξης 4,5% το πρώτο τρίμηνο του 2020, πριν ξεσπάσει η πανδημία.
Η εντυπωσιακή ανάπτυξη της τελευταίας 15ετίας, που παρατηρήθηκε με τη διακυβέρνηση Ερντογάν, δεν χρηματοδοτήθηκε από υπέρμετρο δανεισμό. Το ακαθάριστο χρέος, στα τέλη του Ιουνίου 2020 ήταν 233 δισ. δολάρια. Μέσα σε αυτό συμπεριλαμβάνεται το χρέος της Κεντρικής Τράπεζας, το δημόσιο χρέος και το χρέος ιδιωτικών εταιρειών και νοικοκυριών.
Πολύ σημαντικό είναι ότι, μόνο τα 96 δισ. δολάρια είναι εξωτερικό χρέος προς διεθνείς πιστωτές και πρέπει να εξοφληθεί σε σκληρό νόμισμα, δολάρια ή ευρώ. Τα υπόλοιπα είναι εσωτερικό χρέος, και άρα πρέπει να εξοφληθεί σε τουρκικές λίρες.
Η υποτίμηση λοιπόν της λίρας είναι περισσότερο μια εσωτερική παράμετρος. Με ένα εξωτερικό χρέος χαμηλότερο από το 15% του ΑΕΠ, και μάλιστα σε περιβάλλον ποσοτικής χαλάρωσης, δύσκολα θα υπάρξει πιστωτής που θα αρνηθεί αναχρηματοδότηση του.
Μιλάμε για ύφεση, αλλά όχι για οικονομική καταστροφή σε ορατό χρονικό ορίζοντα. Μεγαλύτερος παράγοντας αστάθειας είναι οι πολιτικές ακροβασίες του προέδρου Ταγίπ Ερντογάν και η δυσφορία ενός τμήματος του πληθυσμού λόγω της απώλειας της αγοραστικής δύναμης του και του εντεινόμενου αυταρχισμού στο εσωτερικό της χώρας.
Θετικό ισοζύγιοΗ Ελλάδα έχει θετικό ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών με την Τουρκία. Είμαστε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη, σε ποσοστό επί του ΑΕΠ, σε εξαγωγές στην Τουρκία. Η Τουρκία είναι η τέταρτη εξαγωγική χώρα για τα ελληνικά προϊόντα.
Λιπάσματα, καλώδια, ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας, πλαστικά, αλουμίνιο, ακόμη και αμνοερίφια εξάγονται στη γειτονική χώρα σε μεγάλες ποσότητες, δίνοντας ανάσες στην αδύναμη βιομηχανία και στη γεωργία μας. Ολόκληρο σχεδόν το ελληνικό βαμβάκι εξάγεται εκκοκκισμένο στην Τουρκία, ανακουφίζοντας τους βαμβακοπαραγωγούς μας.
Οι Τούρκοι τουρίστες δίνουν ζωή στην οικονομία, κυρίως των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων, αλλά και της Δυτικής Θράκης.
Με την υποτίμηση της λίρας τα προϊόντα μας γίνονται ακριβότερα, λόγω ακριβού ευρώ, και χάνουμε από τους ανταγωνιστές μας. Το πλεονέκτημα του τουρισμού μας θα χαθεί. Ας σκεφτούμε τι θα μπορούσε να γίνει, εάν οι σχέσεις μας βελτιωθούν και αξιοποιήσουμε την τεράστια αγορά που βρίσκεται δίπλα μας.
Καλλιεργείται στην ελληνική κοινωνία η προσδοκία για επιβολή οικονομικών κυρώσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αν ακόμα επιβληθούν, κάτι που οι περισσότερες χώρες της ΕΕ δεν επιθυμούν, αυτό θα προκαλούσε αγανάκτηση στις πλατιές λαϊκές μάζες της Τουρκίας, και θα ανέβαζε το λαϊκό έρεισμα του κ. Ερντογάν, που «τα βάζει με τους κακούς Ευρωπαίους».
Στο πρόσφατο Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ αποφασίστηκε ορθώς η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης με την Τουρκία, ενίσχυση των εμπορικών σχέσεων, συνεργασία σε ενεργειακό τομέα και μεταφορές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να θέσουμε, ως κίνητρο για την άλλη πλευρά, την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών και του Κυπριακού.
Και να πρωτοστατήσουμε σε μια Διάσκεψη όλων των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, με την συμμετοχή και της Τουρκίας, για θέματα ενέργειας, ασφάλειας και οριοθέτησης των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών.