«Συμβόλαιο τιμής» με τον ορθολογισμό θα υπάρξει ποτέ;

Νίκος Μαραντζίδης 22 Φεβ 2015

Τις τελευταίες ημέρες, βλέπω την ανησυχία στα πρόσωπα πολλών οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ και πραγματικά τους κατανοώ. Η χώρα οδηγήθηκε, χωρίς λόγο, σε πρόωρες εκλογές επειδή η τότε αξιωματική αντιπολίτευση δήλωνε έτοιμη για την πραγματοποίηση του άλματος στον ουρανό. Η φαντασίωση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς που θα έσκιζε τα Μνημόνια και θα απελευθέρωνε τη χώρα από τα δεσμά του χρέους, υποχρεώνοντας τους εταίρους μας να αποδεχτούν ένα «κούρεμα» του μεγαλύτερου μέρους του, γοήτευσε όχι μόνο τα μέλη και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ένα σημαντικό τμήμα συντηρητικών ψηφοφόρων.

Υστερα από ένα μόλις μήνα διακυβέρνησης, η πτώση στη γη δείχνει να έχει έρθει νωρίτερα του αναμενομένου. Η κυβέρνηση της Αριστεράς μετατράπηκε σε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με τον πρόεδρο των τελευταίων και υπουργό Εθνικής Αμυνας να υποχρεώνει σε αμήχανες απολογίες τους φίλους της κυβέρνησης εξαιτίας των αλλεπάλληλων προβληματικών δηλώσεων και κινήσεών του. Η εκλογή στην Προεδρία της Δημοκρατίας του κ. Πρ. Παυλόπουλου βιώθηκε από πολλούς οπαδούς της Αριστεράς ως μια χαμένη ευκαιρία. Οσοι διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους εναντίον της εκλογής του κ. Στ. Δήμα, μάλλον τώρα θα πρέπει να αισθάνονται απογοητευμένοι από μια τόσο συστημική επιλογή, τόσο πολύ ταυτισμένη με τις παλιές κακές συνήθειες του πολιτικού συστήματος: τον πελατειασμό και την απραξία. Στα κρίσιμα θέματα του Μνημονίου και του χρέους, η αρχικά υπερήφανη, σχεδόν εξεγερσιακή, στάση εξελίσσεται σε άσκηση άγαρμπης προσαρμογής στον ρεαλισμό στον οποίο οδηγήθηκε η κυβέρνηση από τη στιγμή που ζήτησε την παράταση της δανειακής σύμβασης. Οποιες κι αν είναι οι επικοινωνιακές φανφάρες, όλοι αντιλαμβανόμαστε πως δανειακή σύμβαση και Μνημόνιο είναι ταυτόσημες έννοιες. Η κυβέρνηση ανακαλύπτει, δυστυχώς λίγο αργά, πως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι αρκετά περίπλοκοι και οι συσχετισμοί όχι ιδιαίτερα φιλικοί για την ανάπτυξη συμπεριφορών του τύπου «αν δεν πάρω αυτά που θέλω θα τα κάνω Κούγκι». Εστω κι αν χάθηκαν δυο-τρεις κρίσιμοι μήνες (και ενδεχομένως θα χαθεί κι άλλος χρόνος) η ολική επαναφορά στον δρόμο του ορθολογισμού είναι από μόνο του καλό πράγμα.

Δυστυχώς, όμως, όπου η πραγματικότητα δεν έχει ισχυρούς και άμεσους μηχανισμούς επιβολής της λογικής, τότε τα αποτελέσματα είναι θλιβερά. Στα θέματα της εκπαίδευσης, για παράδειγμα, δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να κλάψει ή να γελάσει. Το υπουργείο, μεταξύ άλλων, σκέφτηκε πως τα πανεπιστήμια πρέπει να εντοπίσουν μερικές δεκάδες χιλιάδες «αιωνίων» φοιτητών, τους οποίους θα καλέσουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους δεσμεύοντάς τους με ένα εξατομικευμένο «συμβόλαιο τιμής». Αρχικώς αναρωτήθηκα μήπως επρόκειτο για αστείο εις βάρος του υπουργού. Πού ακούστηκε το πανεπιστήμιο να παρακαλάει να ολοκληρώσουν οι φοιτητές τις σπουδές τους; Πού ακούστηκε να μην υπάρχουν κανόνες φοίτησης, αλλά να επαφιόμαστε στον προνεωτερικό «λόγο τιμής» προκειμένου να περατωθεί μια διαδικασία ιδιαίτερα ακριβή σε κόστος για τον Ελληνα φορολογούμενο. Τη στιγμή μάλιστα που η κατάσταση είναι ήδη εξωφρενική, καθώς στο πλαίσιο του «πάρε κόσμε πτυχία» μπας και μας δώσεις ψήφους, η προηγούμενη κυβέρνηση θέσπισε τη δυνατότητα να μπορεί κάποιος να εξετάζεται σε κάθε μάθημα τρεις φορές τον χρόνο (από δύο που ήταν). Και αντί αυτό να αλλάξει προς το σοβαρότερο (δηλαδή να περιοριστεί η δυνατότητα του αριθμού των εξετάσεων ανά μάθημα) επιστρέφουμε στην εκπαιδευτική αθλιότητα των σπουδών της δεκαετίας του ’80. Στην πραγματικότητα, τέτοιες αντιμεταρρυθμίσεις δεν είναι παρά η έκφραση ενός παρωχημένου ισοπεδωτισμού που αντιλαμβάνεται πως οι σπουδές αξίζουν μόνο για το πτυχίο και το πτυχίο μόνο για τον διορισμό στο Δημόσιο ή τις κρατικές ρυθμίσεις (επαγγελματικά δικαιώματα) που εξασφαλίζει.

Ενα μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, η κυβέρνηση προσεγγίζει μέσα από περιπέτειες τον δύσβατο στην Ελλάδα δρόμο της λογικής και του ρεαλισμού. Τα οικονομικά ζητήματα παύουν σιγά σιγά να αντιμετωπίζονται από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ με τους όρους του «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», καθώς γίνονται αντιληπτά η συνθετότητα και ο βαθμός δυσκολίας των υπό διαχείριση ζητημάτων σε ένα διεθνοποιημένο κόσμο. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, και εφόσον καταφέρει να συνάψει ένα πραγματικό συμβόλαιο τιμής με τη λογική, η κυβέρνηση έχει δυνατότητες να αφήσει κάποιο θετικό έργο. Διαφορετικά, το τι έχουμε να δούμε δεν περιγράφεται.

Σε αυτή τη χώρα το μεγαλύτερο κακό που έχει κάνει ο εθνολαϊκισμός είναι πως έχει καταστρέψει σε συλλογικό επίπεδο την κοινή λογική. Η κοινωνία, ωσάν να είναι μαγεμένη, επιλέγει κάθε φορά αυτό που της φαίνεται ελκυστικό και βολικό χωρίς να μπει στον κόπο ακόμη και της στοιχειωδέστερης κριτικής ανάλυσης. Οι πολιτικές ηγεσίες εκστασιάζονται από την ικανότητα του εθνολαϊκισμού να επηρεάζει τα πλήθη προς όφελός τους και τείνουν να πιστέψουν ότι έχουν τις μαγικές ικανότητες για να προσαρμόσουν τον κόσμο στις φαντασιώσεις τους. Στο τέλος, όμως, όλοι βγαίνουν χαμένοι: και οι πολίτες και οι πολιτικές ηγεσίες. Αυτή είναι η πραγματική «εθνική μας τύφλωσις».