Κι όμως αυτό είναι το παράθυρο ευκαιρίας ανάμεσα σε δύο εποχές
Την Παρασκευή επιτεύχθηκε στο Eurogroup ένας συμβιβασμός. Η ελληνική κυβέρνηση πήρε και έδωσε. Ο συμβιβασμός ήταν μια ουσιαστική επιτυχία. Ας μη χάνουμε καμιά στιγμή από τα μάτια μας ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι μια αριστερή κυβέρνηση την οποία και οι δύο μεγάλες οικογένειες της Ευρώπης, η κεντροδεξιά και η κεντροαριστερή, θα πολεμήσουν έως εσχάτων και με διάρκεια. Το γεγονός ότι στάθηκε, ότι ακύρωσε τις προεκλογικές δεσμεύσεις τής τότε συγκυβέρνησης (το ιμέιλ Χαρδούβελη), ότι πήρε μια τετράμηνη παράταση, είναι τα ουσιώδη, παρά το γεγονός ότι κάθε στιγμή και σε κάθε βήμα η σύγκρουση θα είναι εκεί. Η κυβέρνηση δεν πρέπει να χάσει τον προσανατολισμό της.
Βέβαια κάθε γεγονός περιγράφεται με πολλές εκδοχές. Ήδη το βράδυ της Παρασκευής, το γεγονός το περιέγραφαν διαφορετικά ο Ντάισελμπλουμ ο Σώυμπλε και ο Βαρουφάκης, και βέβαια ακολούθησαν διαφορετικές περιγραφές στον διεθνή τύπο και από τα ελληνικά κόμματα. Υπάρχει μια εκδοχή σωστή ή everything goes, «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε»; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Τα λόγια με τα γεγονότα δεν σχετίζονται όπως η ζάχαρη άχνη με τον κουραμπιέ. Οι λόγοι που περιγράφουν ένα γεγονός έχουν στόχο να ιδιοποιηθούν το γεγονός, να του αλλάξουν σημασία, και αλλάζοντάς τη να αλλάξουν το ίδιο το γεγονός, εκμηδενίζοντάς το ή διογκώνοντάς το ή εντάσσοντάς το ο καθένας στη φαρέτρα του ως όπλο. Για τον λόγο αυτό άλλωστε και η έρις για την ορολογία στην Ευρωομάδα.
Στις περιπτώσεις αυτές, εκείνο που χρειαζόμαστε είναι η σαφήνεια που έχει να κάνει με το να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε το περίγραμμα των γεγονότων πέραν και διαμέσου των σκιών και των εκλάμψεων, να το δούμε δηλαδή στην ιστορική του διάσταση. Δύσκολο βέβαια όταν έχεις να κάνεις με γεγονότα που δεν τα παρακολουθείς από απόσταση αλλά τρέχεις μαζί τους. Ενδεχομένως δεν θα καταλήξεις σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα. Ωστόσο ας προσπαθήσουμε:
Ο άξονας της σημερινής πολιτικής είναι η αναδιαπραγμάτευση των σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ε.Ε. Αυτές οι σχέσεις περνούν μέσα από μια δανειακή σύμβαση, η οποία συνοδεύεται από ένα μνημόνιο. Η ελληνική κυβέρνηση θέλει να διαχωρίσει τα δύο, η Γερμανία και οι εταίροι αντιδρούν. Το μνημόνιο ως πολιτική μεταρρυθμίσεων, για τους μεν, λιτότητας για τους δε, έχει περιγραφεί συχνά ως «αλλαγή υποδείγματος για την Ελλάδα» (λ.χ. από τον Γιάννη Στουρνάρα επανειλημμένα). Ο όρος (paradigm shift) προέρχεται από την επιστημολογία (T.S. Kuhn) και περιγράφει τις επαναστατικές μεταβολές στην ιστορία των επιστημών οι οποίες δεν είναι σωρευτικές και βαθμιαίες αλλά απότομες οδηγώντας από τη μία φάση σε μία άλλη εντελώς διαφορετική. Η εργαλειοθήκη των μεταρρυθμίσεων επομένως οδηγεί σε μια αλλαγή κοινωνικοοικονομικού υποδείγματος, άρα είναι αποτέλεσμα πυκνής επεξεργασίας μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου. Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, η Ελλάδα μπήκε στην κρίση επειδή δεν προσαρμόστηκε σε αυτή την αλλαγή υποδείγματος. Η θεωρία ότι η Ελλάδα είναι το τελευταίο «σοβιετικό καθεστώς» στην Ευρώπη ήθελε να τονίσει αυτή τη τη διαφορά. Η κρίση επομένως ήταν ένα παράθυρο ευκαιρίας για μεταρρυθμίσεις που θα μεταμόρφωναν την Ελλάδα, όπου η χώρα θα άλλαζε κοινωνικό υπόδειγμα.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, οι περισσότερες από τις οποίες προβάλλονταν και πριν από την κρίση, δημιουργήθηκαν για να αντιμετωπίσουν την οικονομική ύφεση που εμφανίστηκε στη δεκαετία του ’70. Τότε η μέση ανάπτυξη στην Ευρώπη, από 4,8% ετησίως στη δεκαετία του ’60, επιβραδύνθηκε στο 3,4%, και στα 1974-76 σχεδόν εκμηδενίστηκε. Το πρόβλημα περιγράφηκε ως συνδυασμός πληθωρισμού, που δεν μπορούσε να παίξει πλέον αναπτυξιακό ρόλο, και στασιμότητας, η οποία δημιουργούσε ανεργία (στασιμοπληθωρισμός), και οδήγησε στην αναθεώρηση των παλιών οικονομικών εργαλείων κεϊνσιανής έμπνευσης. Η αναθεώρηση αυτή σήμαινε μεγάλες μετατοπίσεις ιδεολογικές και πολιτικές γιατί αφορούσε την ανάγκη συνολικής αναδόμησης της οικονομίας και κατ’ επέκταση της ίδιας της κοινωνίας και του ρόλου του κράτους. Στην αρχή οι ιδέες αυτές εμφανίστηκαν ως ρηξικέλευθες (νεοφιλελευθερισμός, νεοκλασικό παράδειγμα), και με τη σταδιακή υιοθέτησή τους από την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά, έγιναν ορθοδοξία με αξιώσεις αυτονόητου τρόπου σκέψης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκαν οι «δομικές μεταρρυθμίσεις», άλλαξε η ορολογία της πολιτικής και της οικονομικής επιστήμης, δημιουργήθηκε ένα νέο εννοιολογικό σύμπαν. Π.χ. αντί «ανάπτυξη» (development) επικράτησε ο όρος «αύξηση» (growth), αντί «παραγωγικότητας», η «ανταγωνιστικότητα», τα «δημόσια αγαθά» όπως παιδεία και υγεία έγιναν «υπηρεσίες», οι σχέσεις κράτους-πολιτών, σχέσεις προσφοράς-ζήτησης κ.ο.κ. Το μνημόνιο που συνόδευσε τη δανειακή σύμβαση με την Ελλάδα, αυτές τις «δομικές μεταρρυθμίσεις» και αυτή τη φιλοσοφία ήλθε να επιβάλει. Τα αποτελέσματα, γνωστά. Αρνητική ανάπτυξη επί σειρά ετών, το χρέος τώρα μεγαλύτερο από το αρχικό, η χώρα έχασε το ένα τέταρτο του εθνικού της εισοδήματος και το ένα τρίτο της απασχόλησης. Σαν να εξέρχεται από έναν καταστροφικό πόλεμο. Το αμείλικτο ερώτημα είναι γιατί αυτά τα εργαλεία δεν λειτούργησαν; Φταίει η ξεροκεφαλιά των Ελλήνων και ο εθνολαϊκισμός τους;
Αν παρατηρήσουμε την ευρωπαϊκή οικονομική συγκυρία βλέπουμε ότι επί μία δεκαετία, ο μέσος ευρωπαϊκός όρος ανάπτυξης κυμάνθηκε πάνω από τη μονάδα έως το 2008, βουτιά υπό το μηδέν το 2008-09, και γύρω από τη μονάδα τα επόμενα χρόνια έως σήμερα. Δηλαδή ρυθμοί πολύ χαμηλότεροι από αυτούς της δεκαετίας του ’70. Η διαφορά είναι ότι τότε υπήρχε συνδυασμός πληθωρισμού και στασιμότητας, τώρα αποπληθωρισμού και στασιμότητας, με αποτέλεσμα μια ενδημική αλλά διογκωμένη μετά το 2008 ανεργία. Βρισκόμαστε δηλαδή σε μια διαμετρικώς αντίθετη κατάσταση κρίσης από εκείνη της δεκαετίας του ’70. Τότε στασιμοπληθωρισμός, τώρα στασιμοαποπληθωρισμός. Το ερώτημα είναι γιατί τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν τότε εναντίον του στασιμοπληθωρισμού, συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται στην εποχή του στασιμοαποπληθωρισμού;
Το πρόβλημα αυτό είναι το παράθυρο ευκαιρίας της νέας κυβέρνησης: οι μεταρρυθμίσεις σε σχέση με τη φάση της ευρωπαϊκής οικονομίας σήμερα. Το ερώτημα επομένως, πέρα από την άμεση αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, είναι τι είδους μεταρρυθμίσεις χρειάζονται σήμερα. Ποιες μεταρρυθμίσεις που δεν ενισχύουν την ύφεση, αλλά προωθούν την ανάπτυξη; Ο σχεδιασμός των μεταρρυθμίσεων δεν είναι κάτι απλό ή τεχνοκρατικό. Όπως συνέβη και στην προηγούμενη ιστορική φάση, η επινόηση των μεταρρυθμίσεων σημαίνει την επινόηση της κοινωνίας, δηλαδή το τι είδους οικονομία, τι είδους κοινωνία, τι είδους κράτος, ποιες δημόσιες πολιτικές επιδιώκουν τα υποκείμενα των μεταρρυθμίσεων. Οι σημερινές δυτικές κοινωνίες, άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο, διαμορφώθηκαν μέσα από αυτές τις πολιτικές. Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης των αγορών, η ψηφιακή επανάσταση, η αλλαγή των παραγωγικών προτύπων, οι δομικές αλλαγές της λειτουργίας των πολιτικών συστημάτων, τροφοδοτήθηκαν και τροφοδότησαν αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Οι κοινωνίες δεν εξελίχτηκαν αυθόρμητα, και οι μεταρρυθμίσεις ήρθαν απλώς να εκφράσουν τις αλλαγές. Αντιθέτως, έδωσαν σχήμα στις αλλαγές.
Επομένως, το καθαρό και σαφές ερώτημα είναι τι είδους μεταρρυθμίσεις χρειαζόμαστε για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ο σκοπός των καινούριων μεταρρυθμίσεων δεν πρέπει να περιορίζεται στην αναίρεση των συνεπειών των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων, αλλά να αφορά τον πυρήνα των διευθετήσεων, ούτε λίγο ούτε πολύ, την αλλαγή του οικονομικού και κοινωνικού υποδείγματος που επικράτησε στην προηγούμενη κρίση. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις που αφορούν την παραγωγική θέση της Ευρώπης στον κόσμο, την ψηφιακή επανάσταση και τις δυνατότητες αναδιάταξης που περικλείει σε πλήθος πεδίων, τη μεταβαλλόμενη σύνθεση των πληθυσμών και της ηλικιακής πυραμίδας σε σχέση με τις κοινωνικές ασφαλίσεις, τα μεταναστευτικά ρεύματα και τα περιβαλλοντικά προβλήματα, τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης ως μιας διαρκούς και διά βίου διαδικασίας. Σε όλα αυτά τα πεδία η επικρατούσα ορθοδοξία αποδείχτηκε εντελώς ανεπαρκής και κρισιογόνα, επιμένοντας σε μεταρρυθμίσεις που ανταποκρίνονται στο υπόδειγμα μιας προηγούμενης εποχής.
Βέβαια η αλλαγή υποδείγματος σημαίνει αναπόφευκτα μια σφοδρή πολιτική σύγκρουση. Όχι των Ελλήνων εναντίον των Γερμανών ούτε των Αριστερών εναντίον των Δεξιών. Άλλωστε οι πολιτικές ταυτότητες είναι ιστορικές ταυτότητες, και νέες ιστορικές φάσεις υπερβαίνουν και αναχωνεύουν τις ιστορικές ταυτότητες μιας προηγούμενης φάσης. Αυτό άλλωστε συντελείται κάτω από τα μάτια μας στην Ελλάδα, πριν και μετά τις εκλογές, συντελείται και στην Ισπανία με τους Ποδέμος. Σύγκρουση ως προς τις προοπτικές της κοινωνίας, μέσα στην Ελλάδα αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δια-εθνική.
Προς τις μεταρρυθμίσεις αυτές πρέπει να στραφεί η νέα κυβέρνηση. Άλλαξε η εποχή, οι παλιές ιδέες δεν δουλεύουν. Ακόμη κι αν δεν το έχουν καταλάβει όλοι οι σύμμαχοι και υποστηρικτές της κυβέρνησης οι οποίοι προσέρχονται βέβαια ο καθένας με τα προβλήματά και τις ιδέες του. Προφανώς τώρα, και προς την Ευρώπη, θα πρέπει να προβληθούν οι μεταρρυθμίσεις του middle ground, του ενδιάμεσου πεδίου ανάμεσα σε εκείνες που θέλουν οι δανειστές και σε εκείνες εναντίον της θέλησης των δανειστών, του ενδιάμεσου πεδίου ανάμεσα στο εν ενεργεία υπόδειγμα και το αναδυόμενο. Και δεν είναι λίγες. Αλλά η κυβέρνηση δεν πρέπει να χάσει τον στόχο της, εκείνο που πρέπει να αποφύγει είναι να υποκύψει στις καθημερινές δυσκολίες της διοίκησης, υπαρκτές μετά τη λαίλαπα των πολιτικών διάλυσης του κράτους, και να υποχωρήσει στις πιέσεις. Το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα απέκτησε σάρκα και οστά τη δεκαετία του ’70 χάρη στη λυσσαλέα επιμονή της Θάτσερ και στην ικανότητά της να συνδέει τις μικρές αλλαγές με το όραμά της. Από την άλλη, το αρνητικό παράδειγμα είναι ο Ολλάντ. Εγκατέλειψε το πρόγραμμα για το οποίο εκλέχτηκε, και με συνεχείς υπαναχωρήσεις και ενδοτικότητα η Γαλλία ετοιμάζεται να υποδεχτεί τη Λεπέν στο Ελιζέ. Αν αποτύχει αυτή η κυβέρνηση, η Χρυσή Αυγή θα προβάρει υπουργικά κουστούμια.