Οι υπηρεσίες όλων των θεσμών της ΕΕ κλείνουν κάθε Αύγουστο για τις παραδοσιακές διακοπές. Εφέτος όχι. Πολλές υπηρεσίες και στις Βρυξέλλες και στη Φρανκφούρτη (όπου και η ΕΚΤ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) εργάζονται εντατικά για την αντιμετώπιση της κρίσης με την εμβάθυνση της ενοποίησης, πάνω σε σχέδια που θα ξετυλιχθούν από τον Σεπτέμβριο.
Το φθινόπωρο προβλέπεται θερμό. Θα εκχωρηθεί άραγε (νέα) κυριαρχία στην ΕΕ; Αυτό θα είναι το θέμα που θα κυριαρχήσει. Τα σχέδια για την προώθηση της τραπεζικής αλλά κυρίως της δημοσιονομικής ένωσης, με εξουσίες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή οποιοδήποτε άλλο όργανο (με υπουργό Οικονομικών της Ενωσης υπεύθυνο, μεταξύ άλλων, να συν-καταρτίζει τους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών της ευρωζώνης), μπορούν να υλοποιηθούν μόνο με τη μεταφορά κυριαρχίας στις Βρυξέλλες. Το σχέδιο για την τραπεζική ένωση θα παρουσιασθεί από την Επιτροπή στις αρχές Σεπτεμβρίου ενώ τον Οκτώβριο ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θα παρουσιάσει την τελική έκθεση για την ανάπτυξη της δημοσιονομικής ένωσης, στη βάση της οποίας οι ηγέτες της Ευρώπης θα αποφασίσουν έναν «οδικό χάρτη» για τον σκοπό αυτόν.
Παράλληλα, θα επιδιωχθεί η εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης, κάτι που επίσης προϋποθέτει την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στο πολιτικό σύστημα της ΕΕ. Οσο κι αν ακούγεται περίεργο στην Ελλάδα, για την προώθηση των δύο στόχων, της δημοσιονομικής και της πολιτικής ένωσης, πλειοδοτεί η Γερμανία – που είναι πρόθυμη να μεταβιβάσει κυριαρχικά δικαιώματα στις Βρυξέλλες (μάλιστα, τη θέση υπέρ της δημοσιονομικής ενοποίησης μόλις υιοθέτησε επίσημα και η αξιωματική αντιπολίτευση, το SPD, αν και ίσως είναι εμπόδιο ο δογματισμός του Συνταγματικού Δικαστηρίου). Ανάλογη θέση με τη Γερμανία υιοθετεί, μέσω του Πρωθυπουργού Μάριο Μόντι, η Ιταλία.
Η χώρα που δυσκολεύεται να εκχωρήσει κυριαρχία στην ΕΕ είναι η Γαλλία, αν και εμφανίζεται υπέρμαχος της βαθύτερης ενοποίησης, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Αλλά η παραδοσιακή γαλλική ευρωπαϊκή πολιτική στηρίζεται, ως γνωστόν, στην έννοια της διακυβερνητικότητας – στην προώθηση δηλαδή της ενοποίησης στη βάση της συνεργασίας ανάμεσα σε ανεξάρτητες εθνικές κυβερνήσεις και όχι στη δημιουργία ανεξάρτητων, υπερεθνικών θεσμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο που θα λαμβάνουν αποφάσεις. Οι υπερεθνικοί θεσμοί εξυπηρετούν κατά κανόνα τις μικρότερες χώρες-μέλη. Οι υπόλοιπες τοποθετούνται ανάμεσα στην υπερεθνική προσέγγιση της Γερμανίας και στη διακυβερνητική άποψη της Γαλλίας. Η Βρετανία παραμένει βέβαια ξεχωριστή περίπτωση, καθώς απομακρύνεται όλο και πιο πολύ από την ΕΕ, ενώ υπάρχουν πιέσεις για νέο δημοψήφισμα με ερώτημα την πλήρη αποχώρηση. Περιέργως όμως η Βρετανία υποστηρίζει την εμβάθυνση της ενοποίησης στην ευρωζώνη, με την προϋπόθεση ότι δεν θα συμμετάσχει η ίδια σε αυτή τη διαδικασία.
Η διαπραγμάτευση θα είναι συγκρουσιακή σε όλα τα επίπεδα, ενώ ορισμένες λαϊκιστικές, ακραίες πολιτικές δυνάμεις θα επιχειρήσουν να επωφεληθούν, ενισχύοντας τον αντιευρωπαϊκό σκεπτικισμό. Για να αποφευχθεί αυτό πρέπει να εξηγηθούν στις κοινωνίες και τους πολίτες οι λόγοι για τους οποίους επιχειρείται η εκχώρηση κυριαρχικών εξουσιών στην ΕΕ. Να εξηγηθεί ειδικότερα ότι μέσω της ενδυνάμωσης της ΕΕ με τη μεταφορά της κυριαρχίας διασώζεται το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ενώ οι χώρες-μέλη που συμπράττουν «παίρνουν πίσω» δύναμη και αλληλεγγύη και τελικά πραγματικές ικανότητες να διαχειρίζονται προβλήματα και κρίσεις, να μεγιστοποιούν την ευημερία τους και να βελτιώνουν τη διαπραγματευτική τους δύναμη στο παγκοσμιοποιούμενο διεθνές σύστημα. Με άλλα λόγια, οι χώρες-μέλη ανακτούν εμμέσως την κυριαρχία ως ουσιαστική ικανότητα εξουσίας και δύναμης να επιτυγχάνουν στόχους, να μεγιστοποιούν επιδιώξεις και να βελτιώσουν την οικονομική και κοινωνική ευημερία τους.
Η Ελλάδα, που αγωνίζεται να παραμείνει στο κέντρο της Ευρώπης, πρέπει να προετοιμασθεί για τις νέες συγκρούσεις. Να είναι εκεί. Και καθώς οι κραυγές για «την απειλούμενη κυριαρχία» μας γίνονται ολοένα και πιο παρανοϊκές, οι πολιτικές δυνάμεις πρέπει να αντιμετωπίσουν το θέμα της εκχώρησης κυριαρχίας μέσα από την παραπάνω πρακτική προσέγγιση, αποδεχόμενες ότι η ενίσχυση της ΕΕ ενισχύει αποφασιστικά και την Ελλάδα, στο εσωτερικό της όσο και στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα. Η ευρωπαϊκή κυριαρχία μπορεί, με τα λόγια του Ζακ Ντελόρ, να μετουσιώνεται και «σε εθνική κυριαρχία ουσιαστικής δύναμης και εμβέλειας μέσα στο ευρύτερο πολιτικό σύστημα της Ενωσης».
Είναι σαφές επομένως ότι στην ΕΕ έρχονται μέσα στους επόμενους μήνες έντονες συγκρούσεις για το μέλλον της Ευρώπης που θα επικεντρωθούν πάνω στο θέμα της κυριαρχίας. Γι’ αυτές τις συγκρούσεις οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι με θέσεις και απόψεις. Και ανεξάρτητα από το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε, να συμβάλουμε θετικά προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης της ενοποίησης, με την πεποίθηση ότι αυτό εξυπηρετεί τελικά τα πάγια και διαχρονικά συμφέροντα της χώρας.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών