Σ? ένα άρθρο μου με τίτλο «Οχι άλλοι killers» που δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (19/2/2014), αναφερόμενος κυρίως στον τρόπο με τον οποίο ανήλθε ο ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι στην εξουσία, αθετώντας όλες τις συμφωνίες με τον προκάτοχό του Ενρίκο Λέτα, τον κατηγορούσα ότι ανήκει σε μια «νέα φουρνιά πολιτικών, στην ούγια του κοστουμιού των οποίων γράφει τις λέξεις αλαζονεία και ελιτισμός». Τον μέμφθηκα επίσης ότι εκπροσωπεί «μια γενιά που με πρόσχημα την παγκοσμιοποίηση θεωρεί ότι αριστερό είναι να μειώνεις τις κοινωνικές δαπάνες, να τάσσεσαι υπέρ των ελαστικών απολύσεων, υπέρ της μείωσης της φορολογίας των υψηλών εισοδημάτων».
Οσον αφορά το πρώτο σκέλος, τον τρόπο με τον οποίο ανήλθε στην εξουσία, η αθέτηση της συμφωνίας με τον Λέτα δείχνουν ότι είχα δίκιο. Τα φαινόμενα, όμως, απατούν. Αν κανείς αντιλαμβάνεται την πολιτική ως συμπύκνωση σχέσεων που αφορούν την αποτελεσματικότητα υπέρ του δημόσιου συμφέροντος, πρέπει να είναι πιο προσεκτικός όσον αφορά τη δοσολογία στη σχέση ηθικής και πολιτικής.
Αν και στο άρθρο μου δεν μίλησα για μακιαβελισμό, έκανα το ίδιο λάθος με όσους κατηγόρησαν τον Ρέντσι, συντοπίτη του Μακιαβέλι, για μακιαβελικές πρακτικές. Κατηγορώντας τον Ρέντσι για τον τρόπο με τον οποίο ανήλθε στην εξουσία, έκανα ένα ανεπίτρεπτο λάθος για κάποιον που πιστεύει ότι ο Μακιαβέλι είναι… μακιαβελικός. Ο ιταλός στοχαστής κατέδειξε τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική, απελευθερωμένη από την ηθικολογία των κλασικών αυθεντιών (Εκκλησία, μοναρχία, αυλικοί, ευγενείς, αριστοκρατία), αποκτά τη δική της ηθική. Ο Μακιαβέλι αποτυπώνει την πραγματικότητα της πολιτικής σκηνής, δεν δίνει όμως συνταγές πώς να είναι κανείς killer της πολιτικής. Αποκάλυψε πτυχές της πολιτικής τις οποίες οι πολιτικοί ήθελαν να χρησιμοποιούν χωρίς όμως αυτό να γίνεται γνωστό. Τελικά, ο Μακιαβέλι κατέδειξε τη φύση της πολιτικής στην εποχή της ανερχόμενης νεωτερικότητας.
Στο άρθρο που προανέφερα, κατ? ουσίαν ζητούσα ο Ρέντσι να ενεργήσει σε αντίθεση με τη φύση της πολιτικής και παρ? όλα αυτά να είναι πολιτικός. Ασυγχώρητο λάθος για πολιτικό αναλυτή, αν και συγγνωστό για όποιον θέλγεται μεν από την πολιτική, αλλά θέλγεται σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από το ήθος των πολιτικών. Μια ανεκδοτολογική περίπτωση αναφέρεται στην απάντηση που έδωσε ο Βολταίρος όταν τον ρώτησαν ποια είναι η σχέση του με τον Θεό. Εκείνος απάντησε: «Χαιρετιόμαστε, αλλά δεν συνομιλούμε». Κάτι ανάλογο συμβαίνει μεταξύ του ατομικού ήθους των πολιτικών και της πολιτικής ηθικής. Χαιρετιούνται αλλά δεν συνδιαλέγονται. Αυτό έκανε και ο Ρέντσι για να ανέλθει στην εξουσία. Αθετώντας τις ηθικές δεσμεύσεις του έναντι του Λέτα, απέφυγε να συνομιλήσει με την ηθική, όμως την ίδια στιγμή έκανε πολιτική. Είτε αυτό αρέσει είτε δεν αρέσει.
Εκεί όμως όπου ο Ρέντσι διέψευσε τους πάντες ήταν όταν έκανε το εντελώς αντίθετο απ? όσα κάνουν άλλοι σύγχρονοί του πολιτικοί. Σε αντίθεση με αυτούς που μιλούν υπεραριστερά και πράττουν δεξιά, αυτός άναψε φλας στα δεξιά και έστριψε αριστερά. Μια παράβαση του κώδικα πολιτικής κυκλοφορίας, που λειτουργεί όμως υπέρ της πολιτικής – που είναι η τέχνη προάσπισης του δημόσιου συμφέροντος.
Ετσι, σήμερα, μάχεται μόνος του σοβαρά κατά της κυρίαρχης στη συντηρητική και νεοφιλελεύθερη Ευρώπη πολιτική της λιτότητας. «Η συνθήκη μάς υποχρεώνει να βλέπουμε την ανάπτυξη και τη σταθερότητα ως στοιχεία που πηγαίνουν μαζί. Δεν μπορεί να είναι δυνατή η σταθερότητα αν δεν υπάρχει ανάπτυξη στην Ευρώπη και οι οικονομικές πολιτικές των πρόσφατων ετών απέτυχαν εξαιτίας αυτού» δηλώνει. Δεν θέτει μόνο το θέμα της «χαλάρωσης», της «ευελιξίας» του Συμφώνου Σταθερότητας, υποστηρίζει κιόλας ότι σε περιόδους κρίσης δεν υπάρχουν εθνικές απαντήσεις για την ανάπτυξη, ότι μόνο μια απάντηση υπάρχει: ο ευρωπαϊκός κεϊνσιανισμός. Ζητεί ομόλογα ευρωπαϊκής ανάπτυξης, ανάσχεση των πολιτικών που οδηγούν σε «αποπληθωρισμό», εξαίρεση ορισμένων δαπανών από τον υπολογισμό τους στο έλλειμμα. Και έτσι, αντί για απολύσεις και μειώσεις που ζητούσε, καταθέτει πρόταση για 15.000 προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της Δημόσιας Διοίκησης που προωθεί η κυβέρνησή του – ενώ επίσης ζητεί αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς. Αμφισβητεί έτσι τον κυρίαρχο λόγο των ευρωπαϊκών οικονομικών και πολιτικών ελίτ. Γι? αυτόν τον λόγο αξίζει να του ζητήσω συγγνώμη για τη βιαστική κρίση μου. Και δεν είναι «μακιαβελισμός» να αναγνωρίζουμε τα λάθη μας, έλεγε ο Μακιαβέλι.