Σύγχρονος Δημοκρατικός Σοσιαλισμός

Χρίστος Αλεξόπουλος 22 Σεπ 2013

Παρακολουθώντας τον δημόσιο διάλογο σχετικά με την δημιουργία των προϋποθέσεων για την έκφραση του κεντροαριστερού χώρου σε πολιτικό επίπεδο δημιουργούνται ερωτηματικά και ταυτόχρονα ελπίδες ως προς την δυνατότητα αυτής της προσπάθειας να ισορροπήσει το πολιτικό κενό, το οποίο υπάρχει αυτή την χρονική περίοδο, με μια πολιτική πρόταση, η οποία θα απαντά στη νέα πραγματικότητα, σε εθνικό και υπερεθνικό (ευρωπαϊκό και πλανητικό) επίπεδο. Σε αυτή την προσπάθεια δεν επαρκούν εργαλεία με ιδεολογικά χαρακτηριστικά του παρελθόντος. Και τούτο, διότι τα υποκείμενα, ατομικά και συλλογικά, έχουν διαφοροποιηθεί ποιοτικά κάτω από την επίδραση της παγκοσμιοποίησης και της μεγάλης ταχύτητας που προσδίδουν στη δυναμική της εξέλιξης η συνεχής παραγωγή και αναίρεση γνώσεων της επιστήμης και της τεχνολογίας. Το άτομο ως ανθρώπινη οντότητα έχει άλλες δυνατότητες στη σημερινή εποχή της γνώσης από ό,τι πριν από μια εικοσαετία ή ακόμη και δεκαετία. Το ίδιο ισχύει και για τα συλλογικά υποκείμενα. Η λειτουργικότητα πλέον των τοπικών κοινωνιών σε μεγάλο βαθμό οριοθετείται από την ευρύτερη ευρωπαϊκή ή πλανητική δυναμική. Το μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης σε τοπικό εθνικό επίπεδο αντιμετωπίζει μεγάλα υπαρξιακών διαστάσεων προβλήματα, διότι δεν έχει δυναμικές δομές. Το πολιτικό σύστημα δεν λειτουργεί ως ρυθμιστικός παράγων, αν και στο πλαίσιο των δημοκρατικών κοινωνιών διαθέτει την απαραίτητη νομιμοποίηση. Και πώς να γίνει αυτό, όταν τόσο το πολιτικό προσωπικό όσο και οι πολιτικοί σχηματισμοί αδυνατούν να προσεγγίσουν και να αναλύσουν την πραγματικότητα, ώστε να επεξεργαστούν μια πολιτική στρατηγική μακροπρόθεσμη με εξειδικεύσεις ανά τομέα.

Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα τα κόμματα αναλαμβάνουν την κυβερνητική διαχείριση βασιζόμενα σε γενικόλογες και με ιδεολογηματικά χαρακτηριστικά προγραμματικές εξαγγελίες, οι οποίες δεν έχουν αρχή, μέση και τέλος. Σε σχέση δε με τον κοινοβουλευτικό διάλογο, το περιεχόμενο του λόγου, ο οποίος αρθρώνεται από την αντιπολίτευση κυρίως, είναι έντονα ηθικολογικό και ιδεολογηματικό, ενώ ευδοκιμεί και ένας λαϊκισμός χωρίς προηγούμενο. Και τα τρία αυτά στοιχεία, σε συνδυασμό και με τη δύσκολη οικονομική κατάσταση, στην οποία βρίσκεται η χώρα, καθώς και την κατάρρευση του συστήματος κοινωνικών αξιών λόγω των επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης και της κυριαρχίας του θεάματος στις τοπικές κοινωνίες, διευκολύνουν την εμφάνιση μη δημοκρατικών μορφωμάτων με εθνικιστικά και ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά. Και αυτό συμβαίνει παρά την πικρή εμπειρία του ναζισμού και των θυμάτων αυτής της ιστορικής περιόδου.

Βεβαίως η ευθύνη δεν βαρύνει μόνο το πολιτικό σύστημα. Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλει και το μιντιακό σύστημα, το οποίο σε σχέση με την ενημέρωση των πολιτών και την αποτύπωση της πραγματικότητας εικονικά αναπαράγει στο πολλαπλάσιο τον λαϊκισμό, την ηθικολογία και τα ιδεολογήματα στο πλαίσιο της λογικής της κοινωνίας του θεάματος. Χωρίς να αναπτύσσεται ουσιαστικός διάλογος αλλά μόνο γενικεύσεις συμπληρώνεται η εικονική πραγματικότητα των ψηφιακών μέσων με την αποσπασματική παρουσίαση του κοινωνικού γίγνεσθαι και την χειραγώγηση των καταναλωτών του θεάματος. Κυρίαρχο στοιχείο αξιολόγησης του τηλεοπτικού θεάματος είναι η εντύπωση, την οποία προκαλεί στον τηλεθεατή-πολίτη. Το περιεχόμενο και το σημασιολογικό φορτίο του εκφερόμενου λόγου σε σχέση με την πραγματικότητα, την οποία βιώνει καθημερινά ο τηλεθεατής-πολίτης, στην προβολή της στο χρόνο περνούν σχεδόν στο περιθώριο των νοητικών διεργασιών, που προκαλούνται. Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει και η ασυμμετρία του τηλεοπτικού μέσου, ως προς τη δυνατότητα που παρέχει για την ανάπτυξη διαλόγου των καταναλωτών του θεάματος με τους πρωταγωνιστές του. Ο παθητικός ρόλος του τηλεθεατή-πολίτη τον συνηθίζει και κατ’επέκταση τον εντάσσει στον ρόλο του καταναλωτή. Εξάλλου ο τηλεοπτικός χρόνος είναι τόσο πυκνός, που δεν προλαβαίνει το άτομο να ενεργοποιήσει λογικές διεργασίες με κριτική διάσταση σε σχέση με τον λόγο, ο οποίος συνοδεύει το θέαμα. Οπότε εκείνο που του απομένει στις σύγχρονες μαζικές καταναλωτικές κοινωνίες είναι η αποκατάσταση μιας οπαδικής σχέσης με τα κόμματα.

Με βάση αυτά τα δεδομένα η διαμόρφωση μιας σύγχρονης πολιτικής πρότασης, η οποία κινείται στο χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού, πρέπει να υπερβαίνει τη λογική της κάλυψης ενός κενού, το οποίο δημιουργείται από τη αποδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ και την αδυναμία της ΔΗΜΑΡ να πάρει στους ώμους της κυβερνητική ευθύνη στο πλαίσιο μεγάλης οικονομικής κρίσης και κυβέρνησης συνεργασίας ακόμη και με τη συντηρητική παράταξη. Πολύ περισσότερο πρέπει να απαντά στη νέα πραγματικότητα, η οποία οριοθετείται από την παγκοσμιοποίηση και τις επιπτώσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Ουσιαστικά πρόκειται για την αναζήτηση μιας σύγχρονης ταυτότητας, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ τη κάλυψη ενός κενού μεταξύ της συντηρητικής παράταξης και της παραδοσιακής αριστεράς.

Με αυτή την έννοια και για να έχει προοπτική αυτή η προσπάθεια, ο διάλογος δεν μπορεί να εξαντλείται ούτε σε πρόσωπα ούτε σε αναπαραγωγή ιδεολογικοπολιτικών διεργασιών με βάση θεωρητικά σχήματα, τα οποία δεν προσεγγίζουν την σύγχρονη πραγματικότητα στην προβολή της στο μέλλον. Ακόμη και η έννοια του κομματικού σχηματισμού χρειάζεται επαναπροσδιορισμό τόσο σε σχέση με την εσωτερική του οργάνωση όσο και σε σχέση με τα όρια του ρόλου του στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Εσωτερικά πρέπει να αναπτυχθούν μηχανισμοί παραγωγής πολιτικής με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό (τουλάχιστον σε βάθος 20ετίας) λαμβάνοντας υπόψη την ευρωπαϊκή προοπτική και την δυναμική της εξέλιξης σε πλανητικό επίπεδο, η οποία τρέχει με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτήν του παρελθόντος. Σε αυτό το σχεδιασμό κυρίαρχο ρόλο πρέπει να παίξει η επιστημονική και τεχνολογική γνώση. Όσο προχωρούμε προς το μέλλον τόσο περισσότερο θα ευημερούν οι κοινωνίες της γνώσης. Και αυτό, όχι μόνο διότι θα μπορούν να αναπτύσσονται ταχύτερα και πιο ολοκληρωμένα, αλλά και διότι οι πολίτες θα έχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες συνειδητής πολιτικής λειτουργίας και κατανόησης της πολύπλοκης πραγματικότητας, η οποία ξεπερνά τα όρια της τοπικής κοινωνίας αναφοράς τους.

Όσο περισσότερο η πολιτική λειτουργία βασίζεται στη γνώση και στον ορθολογισμό, τόσο περισσότερο θα αποκτά αυτόνομο ρόλο ο πολίτης και θα απελευθερώνεται η κοινωνία από τον άκρατο κομματισμό, ο οποίος την συνθλίβει αυτή την περίοδο. Είναι απαράδεκτο και πολύ περισσότερο επικίνδυνο τα κόμματα δια των αρχηγών τους να επισκέπτονται σχολεία την πρώτη ημέρα της σχολικής χρονιάς και να κάνουν ομιλίες ανάλογες των κομματικών τους σκοπιμοτήτων. Αντί να διακηρύσσουν, ότι «όλα τα διεκδικούμε με αγώνα. Και αυτό τον αγώνα ξεκινάτε και εσείς και οι καθηγητές σας και οι γονείς σας», θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο να σχεδιάσουν μια μακροπρόθεσμη εκπαιδευτική πολιτική, την οποία θα κοινοποιήσουν στην κοινωνία, ώστε να γίνει αντικείμενο ουσιαστικού διαλόγου. Αυτό όμως είναι δύσκολο και απαιτεί την ύπαρξη πολιτών, οι οποίοι διαλέγονται και έχουν κριτική συνείδηση και δεν είναι καταναλωτές πολιτικής, που ακούνε μονολόγους για αγώνες, χωρίς να έχουν επεξεργασθεί νοητικά το περιεχόμενο αυτού, για το οποίο καλούνται να αγωνισθούν. Ο λαϊκισμός έχει οδηγήσει την πολιτική στο περιθώριο και αυτό πρέπει να αλλάξει, διότι εγκυμονεί κινδύνους. Όταν δε το πολιτικό σύστημα με τον εκφερόμενο λόγο απευθύνεται στο θυμικό του καταναλωτή της πολιτικής, τότε η στόχευση είναι η χειραγώγηση. Η προοπτική όμως του δημοκρατικού σοσιαλισμού δεν συμπορεύεται με τέτοιες λαϊκίστικες λογικές. Ακόμη και στη περίπτωση που μια πρόταση μπορεί να συμβάλλει θετικά στον δημόσιο διάλογο, όταν δεν τίθεται στο αμόνι του ορθολογισμού και της κριτικής, δεν αποκτά το ειδικό βάρος της εναλλακτικής πρότασης στο πλαίσιο δημοκρατικών διαδικασιών.

Και η δημοκρατική λειτουργία αντιμετωπίζει προβλήματα, τα οποία επιβάλλουν την αναζήτηση των σύγχρονων προϋποθέσεων, οι οποίες θα εγγυηθούν την έκφραση του κοινωνικού συμφέροντος και την ασφαλή πορεία προς το μέλλον. Το κύριο πρόβλημα σε εθνικό επίπεδο είναι η ανυπαρξία ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ των κομμάτων καθώς και στην κοινωνία. Οι αιτίες είναι η έλλειψη πολιτικών προτάσεων για το σχεδιασμό του μέλλοντος σε μακροπρόθεσμη βάση και η αδυναμία των μεμονωμένων ατόμων να αντιληφθούν τη σύνθετη πραγματικότητα τόσο σε εθνικό όσο και σε πλανητικό επίπεδο. Εδώ χρειάζεται σοσιαλδημοκρατική απάντηση, η οποία θα αξιοποιεί και την κοινωνία πολιτών και την διανόηση, ώστε να είναι ουσιαστική η συμμετοχή των κοινωνικών δομών και να αποκτά η δημοκρατία το ειδικό βάρος, που έχει χάσει στη συνείδηση των πολιτών. Με αυτό τον τρόπο θα καταστεί εφικτή η έκφραση της ελεύθερης βούλησης των πολιτών, η οποία θα βασίζεται στη γνώση και όχι στη διέγερση του θυμικού. Ταυτοχρόνως θα αποκατασταθούν οι δημοκρατικοί κανόνες λειτουργίας της κοινωνίας, οι οποίοι με ευθύνη κυρίως των κομμάτων δεν εφαρμόζονται ή εφαρμόζονται επιλεκτικά.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο το πρόβλημα επικεντρώνεται στην μη ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών και στη λήψη αποφάσεων με βάση την λογική του ισχυρότερου και όχι του ευρωπαϊκού κοινωνικού συμφέροντος, το οποίο δεν εκφράζεται, διότι δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμη ούτε ευρωπαϊκή συνείδηση στους πολίτες ούτε και ευρωπαϊκές δομές της κοινωνίας πολιτών. Τα δε ευρωπαϊκά κόμματα είναι ανύπαρκτα. Δεν λειτουργούν με ευρωπαϊκή λογική και δεν προωθούν την σύγκλιση των συγγενών κομμάτων στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Τα περισσότερα κόμματα εξουσίας σε εθνικό επίπεδο χρησιμοποιούν την Ευρωπαϊκή Ένωση για να της χρεώνουν τα μέτρα που συνεπάγονται και πολιτικό κόστος, ενώ δεν ενδιαφέρονται για την ανυπαρξία ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.

Εύλογα αναδύεται το ερώτημα, εάν οι σκέψεις και προτάσεις, που εκφράζονται στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου, οδηγούν προς μια θετική προοπτική με τη δημιουργία ενός δημοκρατικού σοσιαλιστικού πόλου.

Η απάντηση θα δοθεί σε βάθος χρόνου. Δεν είναι εύκολη η μετάβαση στην επόμενη φάση της διαδρομής ενός πολιτικού χώρου, ο οποίος αναζητεί σύγχρονη ταυτότητα. Η επεξεργασία μιας πολιτικής πρότασης, η οποία θα ξεκινά από το δεδομένο, ότι στην Ελλάδα το μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης έχει εξαντλήσει τα όρια του και μια νέα πρόταση είναι αναγκαία, η οποία θα εντάσσει λειτουργικά την χώρα στις προοπτικές, που οριοθετούν η ευρωπαϊκή της ένταξη, η παγκοσμιοποίηση, η επιστημονική και τεχνολογική γνώση καθώς και η μεγάλη ταχύτητα της δυναμικής της εξέλιξης, είναι ένα βαρύ φορτίο. Δεν υπάρχει όμως άλλος εύκολος δρόμος. Εξάλλου «αν δεν δοκιμάσεις, δεν θα το μάθεις ποτέ».