H συζήτηση περί Κεντροαριστεράς, μέσω της δημιουργίας μιας ελληνικής «Ελιάς», νομίζω ότι δεν μπορεί να έχει το επιθυμητό από τους πρωτεργάτες της πολιτικό/εκλογικό αποτέλεσμα, για πολλούς λόγους.
.
Πρώτον, διότι προϋποθέτει ως κεντρικούς πυλώνες το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, δηλαδή δύο κόμματα που εμφανίζονται ανίκανα να δώσουν απαντήσεις στις ανάγκες και τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής, εν μέσω, μάλιστα, μιας πολύπλευρης κρίσης. Το πρώτο από τα προαναφερθέντα κόμματα αδυνατεί να αποβάλει τις κακές «συνήθειες» του παρελθόντος, ακόμη και σήμερα. Είναι ενδεικτικό, για παράδειγμα, ότι οι πρόσφατες επιλογές των προσώπων των διοικητών των κρατικών νοσοκομείων, από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, έγιναν, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, με κριτήρια κομματικής πίστης ή ιδεολογικής συγγένειας των υποψηφίων προς κάποιο από τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης. Και τούτο, όταν ο λαός υποβάλλεται σε δυσβάστακτες οικονομικές θυσίες, ελπίζοντας ότι στην παιδεία και στην υγεία, τουλάχιστον, οι κυβερνώντες θα κάνουν τις βέλτιστες επιλογές για τη θεμελίωση ενός καλύτερου αύριο. Εάν προσθέσουμε στα ανωτέρω πως το ΠΑΣΟΚ είναι, ως συγκυβερνών κόμμα, συνένοχο για το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο Αθηνών παρέμεινε για δεκατέσσερις εβδομάδες κλειστό, τότε, κάθε συζήτηση περί Κεντροαριστεράς με βάση το σημερινό ΠΑΣΟΚ παρέλκει. Εξ όνυχος τον λέοντα, γαρ! Η ΔΗΜΑΡ, από την άλλη, διαθέτει μεν μια «ηθική», κατά κάποιον τρόπο, υπεροχή έναντι του ΠΑΣΟΚ, στη συνείδηση μεγάλου μέρους του λαού μας, πλην όμως, ενώ αποδέχεται τις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού που αποτελούν τον δεύτερο πυλώνα της σύγχρονης φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας (o πρώτος πυλώνας της τελευταίας αφορά στις παραδοσιακές αξίες της, όπως, π.χ., είναι η πίστη στην κοινωνική χρησιμότητα του κράτους πρόνοιας), διατηρεί, εντούτοις, απέναντι στην επιχειρηματικότητα τις αναστολές ενός «παραδοσιακού» ελληνικού αριστερού κόμματος. Αυτό αποτελεί μεγάλο μειονέκτημα, καθώς το κόμμα ή ο συνασπισμός κομμάτων, που θα φιλοδοξήσει να διεμβολίσει τον νέο διπολισμό που τείνει να δημιουργηθεί γύρω από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να στηρίξει την ελληνική επιχειρηματικότητα, πιο αποτελεσματικά και με μεγαλύτερη πίστη στις προοπτικές της, και από τη ΝΔ, ακόμη. Αναφέρομαι σε μια επιχειρηματικότητα που δεν θα «ανθεί» χάρη στην τριτοκοσμικής νοοτροπίας, ευνοϊκή μεταχείριση κάποιων επιχειρηματιών από την εκάστοτε κυβέρνηση, όπως συμβαίνει έως σήμερα, αλλά θα λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς, με εξωστρέφεια και έμφαση στις εξαγωγές, μέσα σ’ ένα ασφαλές, όμως, φορολογικό περιβάλλον. Μιλάω, επίσης, για μια επιχειρηματικότητα που θα επενδύσει περισσότερο στην καινοτομία και την τεχνολογία απ’ όσο κάνει σήμερα. Για παράδειγμα, ο Λευτέρης Οικονόμου, Πρόεδρος του ΙΤΕ επί 20 χρόνια, στη διάλεξή του, «Επιστήμη, πού έδυ σου η θέλξη;» (Εκδόσεις Ευρασία, 2012, σελ. 42) επισημαίνει την ανάγκη η βιομηχανία να στηρίξει τη δημιουργία εφαρμοσμένης επιστημονικής γνώσης, σημειώνοντας ότι για τον σκοπό αυτό «το ποσοστό που διατίθεται εντός των επιχειρήσεων είναι μικρότερο του ένα τοις χιλίοις του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος», ενώ στην Φινλανδία «το αντίστοιχο ποσοστό είναι τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις χιλίοις». Για τους προαναφερθέντες, διαφορετικούς λόγους, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, είτε εν συνδυασμώ είτε κατά μόνας, δεν φαίνεται ότι μπορούν να γίνουν εκφραστές του «καινούργιου» που σιγοβράζει στα θεμέλια της κοινωνίας μας κι έχει ανάγκη να εκφραστεί.
.
Δεύτερον, είναι γνωστό ότι η πρόσθεση στην πολιτική δεν ακολουθεί τους κανόνες της αριθμητικής, οπότε, εάν το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ συνεργαστούν εκλογικά, υπό ένα σχήμα «Ελιάς», δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα επιλεγούν από τον ίδιο αριθμό ψηφοφόρων που θα είχε προτιμήσει τα ένα ή το άλλο από τα δύο αυτά κόμματα, εάν αυτά κατέρχονταν στις εκλογές χωριστά.
.
Τρίτον και κυριώτερον, η «Ελιά» δεν έχει ξεκαθαρίσει ποια κοινωνικά στρώματα, ποιούς Έλληνες πολίτες εκφράζει. Ποιά είναι, δηλαδή, η αντιστοίχισή της, ως συλλογικού πολιτικού υποκειμένου, με τις νέες κοινωνικές κατηγορίες που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα της κρίσης. Εκφράζει, για παράδειγμα, τη μεσαία τάξη, η οποία βρίσκεται υπό φορολογικό, τουλάχιστον, «διωγμό» και απειλείται με εξαφάνιση; Ή επιθυμεί, ευρύτερα, να εκφράσει τους «ασφυκτιούντες», ικανούς Έλληνες, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, οπότε είναι αποφασισμένη να αγωνιστεί για να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό για τη δραστηριοποίησή τους περιβάλλον, με την άρση όλων των σχετικών φραγμών και δυσλειτουργιών που αποτρέπουν την ανάδειξη των ικανών σε όλους σχεδόν τους τομείς της σημερινής πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής ζωής της χώρας μας; Σε αυτούς τους «αποκλεισμένους», και γι’ αυτό «ασφυκτιούντες», Έλληνες, θα μπορούσε να αναγνωρίσει τον εαυτό της -παρά τις ενδεχόμενες αντιρρήσεις μιας αυστηρής μαρξιστικής ανάλυσης της κοινωνίας μας, που, όμως, αγνοεί τα χαρακτηριστικά της σημερινής μαζικής δημοκρατίας- μια ευρεία ομάδα Ελλήνων, από τον ικανό και έντιμο γεωργό ή δημόσιο υπάλληλο έως τον αξιοκράτη Πανεπιστημιακό δάσκαλο και τον «μη κρατικοδίαιτο» επιχειρηματία. Επιπλέον, επιθυμεί η «Ελιά» να δώσει έμφαση στην παιδεία ως κορυφαία κοινωνική αξία και «επένδυση» για το μέλλον, συμφωνώντας με τον γκουρού της πληροφορικής, Νίκολας Νεγρεπόντε, ο οποίος θεωρεί ότι η σημαντικότερη πηγή πλούτου κάθε χώρας είναι τα παιδιά; Κι αν ναι, πότε και πώς σκοπεύει να αξιοποιήσει πολιτικά την εδώ και καιρό κατατεθειμένη, αλλά ακόμη ανεκμετάλλευτη από την Ελληνική Πολιτεία, πρόταση στήριξης της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας στη χώρα μας, που υπέγραψαν, εν μέσω της κρίσης, 23 κορυφαίοι ξένοι επιστήμονες (21 εκ των οποίων είναι Νομπελίστες) και απέστειλαν στους κ.κ. Μπαρόζο, Βαν Ρομπάϊ και Σουλτς, ενώ τη δημοσίευσαν και στο Science (με την υπογραφή του Νομπελίστα Γερμανού Καθηγητού της Ιατρικής, Harald zur Hausen);[1] Γιατί, με δυο λόγια, τέτοια αδυναμία της Κεντροαριστεράς να διακρίνει και να επιλέξει τα κύρια από τα επουσιώδη και να καταπιαστεί με το συγκεκριμένο που μπορεί, ταυτόχρονα, νάναι και οραματικό;
.
Για να μην πολυλογώ αλλά να καταλήξω, τα προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας απαιτούν λύσεις που μπορούν να δοθούν μόνον από έναν καινούργιο πολιτικό σχηματισμό, που θα διαπνέεται από έναν νέο «βενιζελισμό» (έστω χωρίς Ελευθέριο Βενιζέλο), δηλαδή θα πάλλεται από μια ανατρεπτική και συνάμα δημιουργική διάθεση πολύ μεγαλύτερη απ’ αυτή μιας παλιοκαιρίτικης «Ελιάς». Τότε μόνον ο λογισμός θα συνυπάρξει με το όραμα
.
.
.
.
[1] Θα άξιζε, μάλιστα, μια ωραία πρόσφατη πρωτοβουλία της πρώην Υπουργού Παιδείας, κ. Άννας Διαμαντοπούλου, που εκδηλώθηκε μέσω της «Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Πολιτών (ECI) για την παιδεία», να γνωστοποιηθεί στους 23 αυτούς κορυφαίους ξένους επιστήμονες και να τους ζητηθεί να την στηρίξουν με τις υπογραφές τους (και το αντίστοιχο κύρος τους). Αναφέρομαι στην εξής ιδέα: «Να εξαιρείται από το δημοσιονομικό έλλειμμα μιας χώρας, το ποσοστό του εθνικού προϋπολογισμού που αφορά σε δαπάνες για την εκπαίδευση, και αντιστοιχεί στο ποσοστό που αυτό υπολείπεται του μέσου όρου των χωρών της ευρωζώνης τα τελευταία πέντε χρόνια». Και για να γίνει πιο κατανοητό: «Έστω ότι την τελευταία πενταετία ο μέσος όρος των ποσοστών του ΑΕΠ, που δαπανούν για την παιδεία οι χώρες της ευρωζώνης είναι 5,2%. Εάν π.χ. η Ελλάδα (ή οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης) διαθέτει για την παιδεία το 3,0% του ΑΕΠ της, τότε το υπολειπόμενο ποσοστό 2,2% μπορεί να διατεθεί για την παιδεία χωρίς αυτό να υπολογίζεται στο έλλειμμα».
.
Η κ. Διαμαντοπούλου, οι 58 της Κεντροαριστεράς και όσοι δεν ανήκουν ούτε στην παραδοσιακή Δεξιά ούτε στην παραδοσιακή Αριστερά και ενδιαφέρονται για το μέλλον αυτής της χώρας –κι όχι μόνον για την προσωπική τους πολιτική επιβίωση ή αυτοπροβολή- θα πρέπει να συνεργαστούν και να αναλάβουν πρωτοβουλίες που θα αφορούν στα μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα του τόπου, όπως είναι αυτό της παιδείας και της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας. Μόνον τότε, θα πείσουν τον ελληνικό λαό ότι αποτελούν εναλλακτική λύση απέναντι στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ.
.
.