Ο δημόσιος διάλογος για την ανάγκη έκφρασης και της σοσιαλδημοκρατικής πρότασης σε πολιτικό επίπεδο είναι σε εξέλιξη. Δεν φαίνεται βέβαια, ότι θα καρποφορήσει δίνοντας απαντήσεις στα πραγματικά αίτια, τα οποία την οδήγησαν σε αδιέξοδο όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε πλανητικό επίπεδο. Στην Ελλάδα όμως η οικονομική κρίση και η διαχείριση της από το πολιτικό σύστημα και ιδιαιτέρως από τον χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού οδήγησαν στην πολιτική του κατάρρευση και στην αμφισβήτηση της χρησιμότητας του πολιτικού του ρόλου. Οι κυριότεροι λόγοι είναι δύο. Ο πρώτος έχει σχέση με τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και την ανυπαρξία ουσιαστικού και συστηματικού διαλόγου με σύγχρονα χαρακτηριστικά, τα οποία παραπέμπουν στην ανάγκη βιώσιμου σχεδιασμού του μέλλοντος. Οι απόψεις και οι προτάσεις, οι οποίες κατατίθενται από τα πολιτικά κόμματα έχουν ιδεοληπτικές αφεςτηρίες ή δεν ανταποκρίνονται στις δυνατότητες των κοινωνικών συστημάτων (π.χ. υγείας, οικονομικό, εκπαιδευτικό κ.λ.π.), τα οποία θα κληθούν να τις πραγματώσουν σε συγκεκριμένο χρόνο σε περίπτωση ανάληψης της διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας. Απλά κοινοποιούνται στους πολίτες καταναλωτές πολιτικών φαντασιώσεων, διότι με αυτό τον τρόπο μπορεί να καλλιεργηθεί και να ευδοκιμήσει εκλογικά η ελπίδα για το αύριο. Ο δεύτερος σχετίζεται με τον μονοδιάστατο προσανατολισμό του σοσιαλδημοκρατικού χώρου στην οικονομική διαχείριση της πραγματικότητας, χωρίς να ασχολείται με τις επιπτώσεις τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, τις οποίες προκάλεσε η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μεγάλη κινητικότητα των σύγχρονων κοινωνιών, με ιδιαίτερη έξαρση στους νέους, σε συνδυασμό με το πολύ χαλαρό δέσιμο με την τοπική κοινωνία, την πολιτισμική ρευστότητα και την παραγωγή κοινωνικών αξίων σε μια πραγματικότητα, η οποία κινείται και μετασχηματίζεται συνεχώς με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Ό,τι γινόταν πριν από πενήντα χρόνια μέσα σε μία 10ετία, στη σημερινή εποχή χρειάζεται πολύ λιγότερο χρόνο για να ολοκληρώσει τον κύκλο του, οπότε αυξάνονται οι προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να επεξεργασθεί τόσο το άτομο όσο και η κοινωνία για να προχωρήσει στο μέλλον.
Συγκεκριμένα αναζητούνται τα αίτια της κρίσης της σοσιαλδημοκρατίας στην ανεξέλεγκτη διακίνηση των κεφαλαίων και την απελευθέρωση των αγορών, τα οποία αυξάνουν την προς αναδιανομή πίτα, δεν λαμβάνουν όμως υπόψη, ότι με αυτό τον τρόπο απειλείται η κοινωνική συνοχή από τις χρηματοοικονομικές κρίσεις. Από την άλλη πλευρά κυριάρχησε η λογική της σμίκρυνσης του δημόσιου τομέα, αντί να προωθηθεί η ποιοτική αναβάθμιση και η αποτελεσματικότητα ενός κράτους υπηρεσιών και δημοσίων επενδύσεων, οι οποίες ενισχύουν την παραγωγικότητα. Με άλλα λόγια σε πολιτικό επίπεδο έγινε αποδεκτή από την σοσιαλδημοκρατία η ανεξέλγκτη διακίνηση κεφαλαίων στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, χωρίς το πολιτικό σύστημα να μπορεί να ακολουθήσει μια ρυθμιστική λειτουργία, η οποία υπερβαίνει τα εθνικά όρια. Ουσιαστικά τίθεται «επί τάπητος» το πρόβλημα της αδυναμίας επιβολής ρυθμίσεων και αυτό είναι πλανητικής εμβέλειας πρόβλημα, το οποίο έχει σχέση με τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας σε συνδυασμό και με το φορτίο γεωπολιτικής δύναμης της κάθε χώρας. Για την υπέρβαση αυτής της αδυναμίας πρέπει να υπάρξουν υπερεθνικές πολιτικές συγκλίσεις και να μπουν τα πρώτα ψήγματα παγκόσμιας διακυβέρνησης. Ειδάλλως οι περιφερειακές χώρες θα συνθλιβούν ή θα αναγκασθούν να ακολουθήσουν μια αρνητική γι΄αυτές πορεία. Αυτή τη νέα πραγματικότητα φαίνεται, ότι αρχίζει να την κατανοεί ο χώρος του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού σε υπερεθνικό επίπεδο. Το θέμα είναι να επεξεργασθεί τα κατάλληλα εργαλεία και να αποκτήσει την αναγκαία πολιτική ισχύ τόσο στην Ευρώπη όσο και ευρύτερα σε διεθνές επίπεδο, ώστε να αντιμετωπισθεί η νεοφιλελεύθερη εκδοχή της αυτορύθμισης των αγορών και της ανεξέλεγκτης διακίνησης κεφαλαίων σε βάρος των κοινωνιών.
Μόνο όμως η οικονομική διάσταση της πολιτικής ταυτότητας του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού δεν ισορροπεί το γίγνεσθαι σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης της κοινωνίας και δεν προωθεί την κοινωνική συνοχή, εάν δεν προσεγγίσει τον συντελούμενο κοινωνικό μετασχηματισμό σε όλες του τις διαστάσεις, από την πολιτισμική μέχρι την διαμόρφωση πολιτικής στάσης και κοινωνικής συνείδησης. Μόνο έτσι θα διασφαλίζει την απαραίτητη ισορροπία στη δυναμική της εξέλιξης και μια δημοκρατική λειτουργία, η οποία βασίζεται στην πραγματικά ελεύθερη βούληση του ατόμου. Η εποχή, που διανύουμε, είναι δύσκολη και χαρακτηρίζεται από έντονη πολιτισμική ρευστότητα.
Η τεράστια εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των προϊόντων τους στην καθημερινότητα επιταχύνει πάρα πολύ την δυναμική της εξέλιξης, με αποτέλεσμα ο χρόνος να είναι ανεπαρκής και να δημιουργείται ένα πλήθος νέων ερωτημάτων και αβεβαιοτήτων σε σχέση με τη λήψη λειτουργικών αποφάσεων και τον σχεδιασμό του μέλλοντος πάνω σε ρεαλιστικές και επαληθεύσιμες βάσεις.
Παραλλήλως η αξιοποίηση της εικόνας και της λογικής του θεάματος, ως μέσων για την καθοδήγηση της κοινωνικής δυναμικής, οδηγούν στον ετεροπροσδιορισμό του ατόμου και διευκολύνουν την μετατροπή του σε άκριτο καταναλωτή. Τα προϊόντα δε, που καταναλώνει, δεν απαντούν σε θεμελιώδεις ανθρώπινες ανάγκες, αλλά συμβάλλουν στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος. Έχει κυριαρχήσει δε, ακόμη και αισθητικές αξίες να αναγνωρίζονται από τη στιγμή, που αποκτούν ανταλλακτική αξία. Τέλος η μετατόπιση του κέντρου βάρους της παραγωγής πολιτισμικών αξιών στις χώρες με επιστημονική, τεχνολογική, οικονομική και γεωπολιτική υπεροπλία δρομολογεί προοπτικά την ισοπέδωση της πολυπολιτισμικότητας. Αυτή η ζοφερή πραγματικότητα προδιαγράφει τη σταδιακή μετάβαση σε ένα μονοδιάστατο κόσμο, στον οποίο το άτομο στο πλαίσιο των κοινωνικών του ρόλων θα υπηρετεί ανάγκες, τις οποίες δημιουργούν από το ένα μέρος το ή τα συστήματα αναφοράς του ατόμου (εργασιακό, υγείας και άλλα) και από το άλλο η λογική του θεάματος ως μέσου κοινωνικής καταξίωσης και ταυτοχρόνως προώθησης του καταναλωτισμού. Μιά ματιά στις διάφορες μορφές «αυτοέκφρασης», «αυτοπαρουσίασης» (τρόπος ένδυσης, κόμμωσης, χρήσης καλλυντικών, τατουάζ κ.λ.π.), οι οποίες υπαγορεύονται από τα πρότυπα, που διοχετεύονται από τα μίντια, το επιβεβαιώνει.
Αυτές οι συνθήκες δεν βοηθούν το άτομο να λειτουργεί ως υποκείμενο με ελεύθερη βούληση, την οποία πραγματώνει στο πλαίσιο της δημοκρατικής λειτουργίας. Του αφαιρείται η δυνατότητα και ταυτοχρόνως το δικαίωμα να είναι πολίτης. Εδώ πρέπει ο χώρος του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού να δώσει απαντήσεις.
Εάν όμως η διαμόρωση αξιών δεν είναι αποτέλεσμα διεργασιών της βιωνόμενης πραγματικότητας στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας, αλλά αποτελεί προϊόν της επικοινωνιακής πραγματικότητας και κυρίως της εικονικής και των προτύπων, τα οποία προωθούνται και έχουν καταναλωτική αφετηρία, ποιές είναι οι επιπτώσεις στην πολιτική λειτουργία του ατόμου αλλά και στη συνοχή της τοπικής κοινωνίας; Σε συνδυασμό μάλιστα με τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και την ανεξέλεγκτη διακίνηση κεφαλαίων και επενδυτική πρακτική ενισχύεται ακόμη περισσότερο η «χαλάρωση»της συνοχής των τοπικών κοινωνιών. Δεν είναι τυχαία η ραγδαία ανάπτυξη της εργασιακής κινητικότητας και ιδιαιτέρως στους νέους. Αυτήν την περίοδο της οικονομικής κρίσης χιλιάδες νέοι και μάλιστα υψηλής ειδίκευσης μεταναστεύουν από την Ελλάδα σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά.
Η Ελλάδα της κρίσης και των προβλημάτων όμως έχει χρηματοδοτήσει τις πανεπιστημιακές τους σπουδές και όχι οι χώρες υποδοχής. Και δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Η χώρα προέλευσης τους στερείται της πολύ σημαντικής συμβολής τους στην προσπάθεια ανάκαμψης και ανάπτυξης.
Τέλος στο πλαίσιο αυτών των συνθηκών, οι οποίες συνθέτουν την σύγχρονη πραγματικότητα σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, αλλά και των νέων δεδομένων που διαμορφώνουν η ραγδαία εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, ποιές είναι οι επιπτώσεις στον τρόπο σκέψης του σύγχρονου ανθρώπου και πως αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα, που τον περιβάλλει; Επίσης πως διαμορφώνεται η πολιτική στάση τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο; Ποιά χαρακτηριστικά έχει η κοινωνική διάσταση της συνείδησης του σύγχρονου ατόμου και κατ’επέκταση πολίτη;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι ανάγκη να δοθούν σε πολιτικό επίπεδο, εάν ενδιαφέρει να αναζητηθούν σύγχρονες μορφές πολιτικής συμμετοχής και πολιτικής λειτουργίας, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια του καταναλωτή πολιτικής σε ό,τι αφορά τον πολίτη. Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα, που δεν υπάρχουν δυναμικές κοινωνικές δομές, αλλά οργανώσεις, οι οποίες αποτελούν προεκτάσεις των κομμάτων, η πολιτική και δημοκρατική λειτουργία έχουν περισσότερο τυπικό παρά ουσιαστικό χαρακτήρα. Στο πλαίσιο δε της απαξίωσης του πολιτικού συστήματος σε σημαντικό βαθμό έχει αρχίσει και συνεχώς ακολουθεί ανοδική πορεία η αποστασιοποίηση των πολιτών από το πολιτικό γίγνεσθαι. Και αυτό είναι επικίνδυνο για τη δημοκρατία και την αξιοπιστία των θεσμών, οπότε η παρακμή θα βαθαίνει όλο και περισσότερο, ενώ ο κίνδυνος εκτροπών θα αυξάνεται. Όσο κυριαρχεί η εικονική προσέγγιση της πραγματικότητας και υποβαθμίζεται ο λόγος (πολιτικός και ορθολογικός), τόσο η πολιτική στάση του ατόμου θα εκφυλίζεται σε καταναλωτική λειτουργία, ενώ η συμμετοχή θα έχει χαρακτηριστικά κοινωνικής συναναστροφής και προώθησης συντεχνιακών συμφερόντων. Μην ξεχνάμε, ότι η ελληνική κοινωνία είναι «βουτηγμένη μέχρι το λαιμό» στη διαφθορά, ενώ έχουν κυρίαρχο ρόλο το πελατειακό σύστημα και η συντεχνιακή λογική. Και αυτά η ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα πρέπει να τα αποτινάξουν από πάνω τους και από μέσα τους, όσο γίνεται πιο γρήγορα.
Η ενεργοποίηση ενός σύγχρονου πολιτικού σχηματισμού στο χώρο του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού έχει αρκετή ουσιαστική δουλειά να επιτελέσει, η οποία υπερβαίνει την απλή συγκόλληση πολιτικών φορέων της λεγόμενης κεντροαριστεράς ή του μεσαίου χώρου. Ακόμη περισσότερο δεν ενδιαφέρουν τα πρόσωπα και οι επίδοξοι «ηγέτες», πριν αποκτήσει περιεχόμενο και σύγχρονη λειτουργική οργανωτική δομή ο υπό ίδρυση πολιτικός φορέας της σοσιαλδημοκρατίας. Η εποχή που διανύουμε ούτε παράγει ούτε χρειάζεται χαρισματικούς ηγέτες. Πολύ περισσότερο έχει ανάγκη από σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές δομές, οι οποίες μπορούν να σχεδιάσουν το μέλλον και να οδηγήσουν την κοινωνία με όσο γίνεται πιο ασφαλή τρόπο προς την ευημερία. Δεν είναι εύκολο, διότι οι σύγχρονες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό διακινδύνευσης. Η πολυπλοκότητα της σύγχρονης πραγματικότητας δημιουργεί προσκόμματα στο επίπεδο της πολιτικής διαχείρισης, διότι οι αποφάσεις πρέπει να ισορροπούν πολλές παραμέτρους, οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ τα εθνικά όρια και έχουν πλανητικές διαστάσεις. Το πιο απλό παράδειγμα είναι η αντιμετώπιση της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών, το οποίο βιώνεται έντονα και στην Ελλάδα. Και δεν είναι το μόνο. Από που να αρχίσει κάποιος; Από την ανάγκη σχεδιασμού οικονομικής πολιτικής στο πλαίσιο του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας και την διακίνηση κεφαλαίων ανάλογα με την εξυπηρέτηση συμφερφόντων ή από την ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και τις επιπτώσεις της γήρανσης της κοινωνίας;
Η ευθύνη για την ενεργοποίηση ενός σοσιαλδημοκρατικού πολιτικού σχηματισμού είναι μεγάλη και πρέπει να αναληφθεί όσο γίνεται πιο γρήρορα. Μόνο που θα πρέπει να είναι απαλλαγμένη από ατομικές ηγετικές φιλοδοξίες και τις αγκυλώσεις, που οδήγησαν το υπάρχον πολιτικό σύστημα στο αδιέξοδο και την παρακμή. Η ταυτότητα δε του νέου κόμματος να ανταποκρίνεται στη σύγχρονη πραγματικότητα και στις ανάγκες, που δημιουργούνται από την δυναμική προβολή της στο χρόνο.