Η Σοσιαλδημοκρατία είναι δημιούργημα του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού. Αλλά η πολιτική απήχηση της Σοσιαλδημοκρατίας σήμερα στην Ευρώπη βρίσκεται σε γενική υποχώρηση. Τι άλλαξε; Υπάρχει ελπίδα ανάκαμψης ή μήπως πρέπει να δεχτούμε τον ιστορικό της θάνατο; Στη δε Ελλάδα, η Σοσιαλδημοκρατία ουδέποτε στέριωσε ως αξιόλογη πολιτική δύναμη. Μερικοί από την γενιά τον ογδοντάρηδων που θήτευσαν στην Αριστερά, νιώθουμε μεγάλες τύψεις που στην εποχή τους είχαμε λοιδορήσει τους τολμηρούς διανοούμενους του ’60 που είχαν το θάρρος εγκαίρως να υποστηρίξουν τις σοσιαλδημοκρατικές ιδέες τους παρόλη την μοναξιά τους. Προσωπικά, θα ήθελα ταπεινά να απολογηθώ για τον κοντόφθαλμο φανατισμό μου όταν περιφρονούσα τον Δροσόπουλο, τον Μπάμπη Πρωτόπαπα ή τον πατέρα Σωμερίτη. Δεν είχα προλάβει τον Σβώλο. Ήταν μοναχικοί καβαλάρηδες που δεν γεύτηκαν ποτέ τους την συμβατική πολιτική καταξίωση. Η ύπαρξή τους όμως δείχνει ότι δεν ήταν οι ιδέες που έλειψαν, αλλά ο υποδοχέας Λαός και το εκλογικό του σώμα. Έχουν άραγε αλλάξει σήμερα τα πράγματα;
Αυτά είναι καυτά ερωτήματα που έρχονται στο νου όταν μέσα στην τρελή χαρά των ημερών αναφερόμαστε στην προοπτική συγκρότησης ενός σοσιαλδημοκρατικού μορφώματος ανάμεσα στον εθνικολαϊκισμό του Τσίπρα και στον συντηρητισμό της ανανεωμένης Νέας Δημοκρατίας του συμπαθούς Κυριάκου Μητσοτάκη. Έχουν ελπίδες, άραγε, σήμερα οι σχετικές προσπάθειες; Όσο παιδεύουμε το ερώτημα αυτό, τόσο ανακύπτει η ανάγκη να δούμε τα πράγματα ταυτόχρονα στο θεωρητικό γενικό πεδίο τους και στο δικό μας το ελληνικό ιδιαίτερα. Θα τολμήσουμε ένα πρώτο γύρω σκέψεων, ενδεχομένως για να δοκιμάσουμε την δυνατότητα δημιουργικού διαλόγου. Ένας τέτοιος διάλογος μπορεί να αποτελέσει δείγμα για ελπίδα καρποφορίας των διεργασιών που αυτή τη στιγμή μάλλον δείχνουν να σέρνουν τα πόδια τους.
Πρώτα ας δώσουμε μια πειστική απάντηση στο γενικό ερώτημα «γιατί η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε υποχώρηση πανευρωπαϊκά». Η απάντηση που καταρχήν προτείνω είναι «επειδή δεν αναπροσάρμοσε την πολιτική και ιδεολογική ατζέντα της στις νέες Ιστορικές συνθήκες». Η ασυμφωνία αυτή φαίνεται ξεκάθαρα όταν νηφάλια αντιπαραβάλλουμε τη σχέση πολιτικής πραγματικότητας με την πολιτική ατζέντα στην αμέσως προηγούμενη περίοδο, όπου η σοσιαλδημοκρατία είχε πετύχει τους μεγάλους θριάμβους της. Η εποχή των επιτυχιών ξεκίνησε αφότου η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αποδεσμεύτηκε οριστικά από τα δεσμά του στενού μαρξιστικού δόγματος και αποκατέστησε τον δεσμό της με τον φιλελευθερισμό και την ανοιχτή κοινωνία. Έφερε τον σοσιαλισμό στον ίσο δρόμο του ευρωπαϊκού διαφωτισμού από ανώμαλη απόφυση που τον είχε μεταβάλει ο Λενινισμός. Το βάρος της ιδεολογίας πλέον δεν έπεφτε στην ανάγκη αλλαγής των όρων ιδιοκτησίας του κεφαλαίου, αλλά στην ανάγκη ρύθμισης των αγορών με κριτήρια κοινωνικής πολιτικής. Το μέγα ιστορικό της δημιούργημα υπήρξε το Κράτος Πρόνοιας που καθιερώθηκε ως κανόνας στον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό. Από εκεί και πέρα, όμως, η Σοσιαλδημοκρατία έγινε άδικό θύμα της ίδιας της επιτυχίας της. Η πολιτική ατζέντα της, τόσο σε ότι αφορά το Κράτος Πρόνοιας όσο και την κεϋνσιανή αντικυκλική πολιτική, την αναλογική φορολογία και την φορολογία της κληρονομιάς καθιερώθηκαν ως κανόνες που δεν τόλμησαν στα σοβαρά να αμφισβητήσουν μήτε οι πιο νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις. Η Θάτσερ επεξέτεινε μεν τα όρια του αντικοινωνισμού της αλλά τελικά έπεσε χτυπώντας το κεφάλι της στην κατ’ εξοχή σοσιαλδημοκρατική κατάκτηση, την προοδευτική φορολογία που θέλησε να την αναστρέψει.
Όμως, η ζημιά για την σοσιαλδημοκρατία είχε γίνει. Τα αντίπαλα κόμματα της έκλεψαν ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κεφαλαίου της, υιοθετώντας τις κατακτήσεις της και εκείνη έκανε το μέγα σφάλμα να επιμείνει στην υποστήριξη απλώς μαξιμαλιστικών απαιτήσεων μέσα στο ίδιο παλιό πλαίσιο. Η πολιτική αντιδικία μετατέθηκε από ζητήματα αρχής και ιδεολογικών επιλογών, σε ζητήματα παραμετρικών προσαρμογών των ήδη καθιερωμένων κοινωνικών και αναπτυξιακών πολιτικών. Δεν τόλμησε να ανοίξει την ατζέντα της σε νέα ζητήματα που έθεταν οι εξελίξεις: Η παγκοσμιοποίηση και ο φορολογικός κορεσμός.
Η παγκοσμιοποίηση ανέδειξε στην επιφάνεια ως πολιτικά ανεξέλεγκτους παράγοντες ανταγωνισμού το εργασιακό κόστος και την φορολογία επιχειρήσεων, εισοδημάτων και κεφαλαίου, που είναι από τη φύση τους κρίσιμες μεταβλητές του ανταγωνισμού, Ο φορολογικός κορεσμός, από την άλλη, έθεσε οικονομική φραγή στην επέκταση και εμβάθυνση του Κοινωνικού Κράτους μεταφέροντας την σχετική κοινωνική πίεση στην διόγκωση του δημόσιου χρέους.
Γράφοντας για την δική του εποχή, τα τέλη του 19ου Αιώνα, ο λογοτέχνης Paul Bourget είχε πιάσει τον κίνδυνο του πολέμου των μεροκάματων, που σήμερα έρπεται στο βάθος της διεθνούς οικονομίας, βάζοντας στα χείλη ενός εκ των ηρώων του την πρόβλεψη ότι «Οι εργαζόμενοι των 5 φράγκων θα καταστρέψουν τους εργαζόμενους των 100 φράγκων». Ήταν και τότε μια από τις εποχές κορύφωσης του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης. Τότε ό κίνδυνος για τις αμοιβές εργασίας προέρχονταν από του μετανάστες και τους εργαζόμενους των αποικιών. Σήμερα ο κίνδυνος προέρχεται από τις αναδυόμενος οικονομίες της Ασίας, κατά κύριο λόγο. Οι κατακτήσεις των εργαζομένων στην διαπάλη τους με το κεφάλαιο στην Ευρώπη (προφανώς σε όλη την Δύση) κινδυνεύουν από τις κατακτήσεις των εργαζομένων στις αναδυόμενες οικονομίες της Κίνας, της Ινδίας κλπ. που τώρα ξεκινούν την πορεία τους προς την ευημερία. Ο ανταγωνισμός παίρνει περίεργη ενδοταξική μορφή: Ποιος θα εξασφαλίσει την προοπτική του καλλίτερα; Ο Κινέζος ή ο ευρωπαίος και αμερικάνος εργαζόμενος; Η σοσιαλδημοκρατία έχει υποχρέωση να διατυπώσει άποψη πάνω στην αντίφαση αυτή πριν το παγκόσμιο σύστημα με τους αυτοματισμούς του οδηγήσει σε καταιονισμό των προσδοκιών που τρέφουν οι εργαζόμενοι ένθεν και εκείθεν της διαχωριστικής γραμμής του δικού μας Αιώνα.
Ο φορολογικός φραγμός, αφετέρου, προκύπτει όταν τα φορολογικά έσοδα που απαιτούνται για το κοινωνικό κράτος αρχίζουν να αμφισβητούν την ελευθερία επιλογής των καταναλωτών, ή τον σχηματισμό επαρκούς για την ανάπτυξη νέου κεφαλαίου. Η σοσιαλδημοκρατία με τις πολιτικές της πέτυχε μια αληθινή επανάσταση στον τομέα της κοινωνικής αλληλεγγύης: Αυξάνοντας τα φορολογικά έσοδα από το 10% περίπου που ήταν ο μέσος όρος στις ευρωπαϊκές χώρες στην χαρούμενη τριακονταετία του μεσοπολέμου, σε 40-55% στις μέρες μας ανάλογα με την χώρα, έδωσε την ευκαιρία στο Κράτος να ασκήσει μια πρωτοφανή στην Ιστορία πολιτική κοινωνικής διαχείρισης πόρων. Αυτή υπήρξε μια από τις μεγάλες επιτυχίες της σοσιαλδημοκρατίας: Αντί να απαλλοτριώσει τα μέσα παραγωγής και να δολοφονήσει έτσι την χρυσωτόκο κότα της επιχειρηματικότητας, απαλλοτρίωσε το μισό περίπου του παραγόμενου εισοδήματος με εξισωτικές κατά το πλείστο μεθόδους, για να χρηματοδοτήσει την ισότητα άσκησης των βασικών δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη. Η εφαρμογή της προοδευτικής φορολογίας στην εξέλιξη αυτή υπήρξε άλλη μία από τις κορυφαίες συμβολές της σοσιαλδημοκρατίας στον σύγχρονο πολιτισμό. Όμως, ο φραγμός, ως φαίνεται, του 50% λειτουργεί πολιτικά εξ αντανακλάσεως της βούλησης του κοινωνικού σώματος για ελεύθερες επιλογές και θέτει έτσι αξεπέραστο όριο για την επέκταση της κοινωνικής πολιτικής που, παρά ταύτα, πιέζεται από νέες ανάγκες και παραμετρικές εξελίξεις: Οι συνταξιούχοι αυξάνουν στο μέτρο που αυξάνει το προσδόκιμο ζωής, η δαπάνες υγείας αυξάνουν κι αυτές κατ’ αναλογία, η εκπαίδευση διευρύνεται και πληθυσμιακά αλλά και ηλικιακά και οι προσδοκίες των ωφελουμένων μεγαλώνουν καθώς αυξάνει το μέσο κατά κεφαλή εισόδημα. Η αλόγιστη προσφυγή σε δανεισμό για την κάλυψη των νέων και πρόσθετων αναγκών ενέχει τον κίνδυνο να αντιπαρατεθεί στις αναπτυξιακές ανάγκες της οικονομίες και κατά τούτο να λειτουργήσει τελικά σε βάρος των ωφελουμένων από την κοινωνική πολιτική. Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι πλέον χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της παγίδας.
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν, εντείνονται τα σημάδια αναστροφής της προοδευτικότητας της φορολογίας με άμεσο και έμμεσο τρόπο. Η αναστροφή γίνεται είτε άμεσα με πολιτικές σαν εκείνες που εφάρμοσε η Θάτσερ και ο Ρήγκαν στην δεκαετία του ’90, είτε έμμεσα με την θεσμοθέτηση απαλλαγών και ελαφρύνσεων στα ανώτατα εισοδηματικά και περιουσιακά στρώματα εν ονόματι της συσσώρευσης κεφαλαίου για επενδύσεις. Αλλά και οι ίδιοι οι μεγαλοφορολογούμενοι έχουν εφεύρει τα δικά τους όπλα για να μειώσουν το φορολογικό τους βάρος με την αξιοποίηση των καταφυγίων των φορολογικών παραδείσων που κατέστησαν εφικτοί ακριβώς εξ αιτίας των τεχνολογιών που υποστήριξαν και το τρέχον κύμα παγκοσμιοποίησης.
Όλα αυτά δείχνουν ότι το οικοδόμημα της σοσιαλδημοκρατίας κινδυνεύει. Κατά λογική συνέπεια, η σημερινή σοσιαλδημοκρατία οφείλει να υπερασπίσει τις κατακτήσεις της και κατά δύναμη να τις βαθύνει και επεκτείνει, παίρνοντας όμως υπόψη της νέες συνθήκες. Διότι, αν προσπαθήσει να ενεργήσει αποκλειστικά με τις παλιές τεχνικές της, μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με τις δυνάμεις που απαιτούν ταχύτερη ανάπτυξη και μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα χάσει το παιχνίδι από χέρι αφού οι δυνάμεις της ανάπτυξης έχουν πάντα το πάνω χέρι στις ανοιχτές κοινωνίες ελεύθερης αγοράς, και όχι μόνο.
Να, λοιπόν, πώς διαμορφώνεται το νέο καθηκοντολόγιο της σοσιαλδημοκρατίας. Ένα καθηκοντολόγιο που της δίνει σύγχρονο περιεχόμενο και στέρεο λόγω ύπαρξης. Σε αυτό βρίσκεται η ζωή και η προοπτική της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας.
Κατά πρώτο, πρέπει να αναγνωρίσει ότι τις όποιες λύσεις στα συγκεκριμένα ζητήματα προτείνει θα πρέπει να τις αναζητήσει στα πλαίσια ευρύτερων περιφερειακών σχηματισμών και στην ίδια την παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Αυτή η αρχή αποκλείει τους εθνικισμούς. Η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία πρέπει να γίνει πρωτοπόρα στον διεθνισμό. Σε περιφερειακό επίπεδο αυτό σημαίνει ότι θα υποστηρίξει σθεναρά τις όποιες διαδικασίες εμβάθυνσης της ΕΕ και στο παγκόσμιο επίπεδο θα πρέπει να αναλάβει πρωτοποριακές πρωτοβουλίες για την δημιουργία στοιχείων παγκόσμιας διακυβέρνησης τουλάχιστο στους τομείς του περιβάλλοντος, της φορολογικής διαφάνειας και της ισορροπημένης κίνησης ανθρώπων (μεταναστευτικό), κεφαλαίων και εμπορευμάτων, αλλά και πολιτισμικών ρευμάτων.
Στον τομέα της δημοσιονομικής διαχείρισης, η νέα σοσιαλδημοκρατία δεν πρέπει να υποκύψει στα εύκολα δέλεαρ της δημοσιονομικής ισορροπίας με απλές μειώσεις των δημοσίων δαπανών και εσόδων. Η δημοσιονομική λιτότητα δεν είναι αυτοσκοπός μήτε πρέπει να αποτελέσει ελπίδα πανάκειας. Δεν είναι εκεί το πρόβλημα της δημοσιονομικής διαχείρισης: Οι πλουσιότερες χώρες για δεκαετίες τώρα είχαν τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Αλλά είχαν και τους υψηλότερους δείκτης ποιότητας και αποτελεσματικότητας του κοινωνικού κράτους. Εκεί πρέπει να στοχεύσουμε και τώρα. Να βελτιώσουμε το κοινωνικό κράτος και να το προσαρμόσουμε στα νέα παραμετρικά χαρακτηριστικά του χωρίς να υπερβούμε τον φυσιολογικό φράγμα του 50-55% μεταβίβασης του εθνικού εισοδήματος στη διαχείριση της κοινωνικής συλλογικότητας (του κράτους).
Είναι σχεδόν αναπόφευκτο, η διατήρηση του κοινωνικού κράτους στα όρια αυτά να απαιτήσει σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση και διαχείριση των διαθέσιμων σε αυτό πόρων, δηλαδή στο ίδιο το Κράτος. Εκείνο που πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία είναι διολίσθηση προς τον κρατισμό που είναι χαρακτηριστικό ανελεύθερων κοινωνιών. Ο κρατισμός δεν έχει τόσο σχέση με την έκταση της χρήσης οικονομικών πόρων από το κράτος, όσο με τον τρόπο που οργανώνεται η χρήση τους. Η νέα σοσιαλδημοκρατία οφείλει να επινοήσει νέες μορφές οργάνωσης και διακυβέρνησης των θεσμών που εφαρμόζουν το κοινωνικό κράτος που διασφαλίζουν αποκέντρωση και συμφιλίωση της εργασίας με τις προσδοκίες της ελεύθερης προσωπικότητας. Κατά ένα μέρος αυτό συνεπάγεται ευρύτερο ρόλο στον λεγόμενο τρίτο τομέα, τον τομέα της κοινωνικής οικονομίας, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό.
Ειδικό ενδιαφέρον πρέπει να δώσει στο ζήτημα της αλλοτρίωσης των ανθρώπων της εποχής μας, που στις μέρες μας έχει πάψει να αποτελεί πρόβλημα πολυτέλειας και διανοητικής αγωνίας. Είναι πηγή προβλημάτων και υποκειμενικής δυστυχίας. Οι χειραφετημένες γενιές της μετανεωτερικότητας είναι φυσικό να αισθάνονται φυλακισμένες σε τοξικά κλουβιά του παρελθόντος όταν δεν μπορούν να συμφιλιώσουν τις επιλογές της ζωής τους με την εργασία που αναγκάζονται να κάνουν για να επιζήσουν. Μοιάζουν με παιδιά σε ζαχαροπλαστείο που τους έχει απαγορευθεί να αγγίξουν τα γλυκά. Ένα μεγάλο μέρος της εκτροπής των νέων σε αποδοκιμαστέες εκδηλώσεις οφείλεται σε αυτόν τον παράγοντα. Και επιπλέον δεν πρέπει να αγνοήσουμε ότι η τοξικότητα των νεανικών εμπειριών θα σφραγίσει αναπόφευκτα την μετέπειτα ηλικία τους. Ιδού, λοιπόν, μέλλον λαμπρό για την σοσιαλδημοκρατία να δείξει το πραγματικό πρόσωπο της ανθρωπιστικής κληρονομιάς της. Η νέα σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί να μείνει βουβή μπροστά στην ιστορική εικασία που μας λέει ότι ο Άνθρωπος «ουκ επ άρτω ζήσεται μόνον».
Αυτός, κατά την άποψή μου, είναι ένας αδρομερής καμβάς που δείχνει σαφώς ότι η νέα σοσιαλδημοκρατία έχει αποστολή και αντικείμενο στην σημερινό κόσμο μας. Η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει λόγο να πεθάνει. Έχει χίλιους λόγους για να ξανανιώσει και παλέψει με τους σημερινούς όρους για την ευημερία του Ανθρώπου και του Πολίτη.