Σύγχρονη πολιτική λειτουργία

Χρίστος Αλεξόπουλος 04 Φεβ 2018

Η προσέγγιση του σύγχρονου πολιτικού γίγνεσθαι στην Ελλάδα είναι απογοητευτική και ταυτοχρόνως ανησυχητική, διότι τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά παραπέμπουν σε παρακμιακές κοινωνίες, οι οποίες οδηγούνται στην περιθωριοποίηση και στην σταδιακή συρρίκνωση της προοπτικής συμπόρευσης με την δυναμική της εξέλιξης.

Κινείται δε στα όρια της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας η (κάθε άλλο παρά) πολιτική λειτουργία των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού σε συνθήκες κοινωνικής απάθειας και ακινησίας. Το πιο ενδιαφέρον για όλους είναι η ανάληψη της ευθύνης διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας από το ένα μέρος και από το άλλο η «προκοπή» του πολίτη, η οποία βασίζεται σε εξιδανικευμένες αυταπάτες για ένα μέλλον, που ουσιαστικά ανήκει στο παρελθόν.

 

Δημιουργείται η εντύπωση, ότι η πολιτική δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την διεκπεραίωση του ρόλου της στη σύγχρονη εποχή, διότι αδυνατεί να αναλύσει την πραγματικότητα στη δυναμική προβολή της στο μέλλον, να σχεδιάσει την προοπτική της και να πραγματώσει το κοινωνικό συμφέρον, ώστε να διασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή και η ειρήνη σε διεθνές επίπεδο.

Η εξέλιξη στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης των κοινωνιών και ιδιαιτέρως των ανεπτυγμένων, έχει οδηγήσει στην συσσώρευση παραμέτρων σε σχέση με την διαμόρφωση της πραγματικότητας, οι οποίες πρέπει να συνυπολογισθούν από την πολιτική διαδικασία. Και αυτό δεν είναι εύκολο σε συνθήκες ταχύτατης ροής του χρόνου και αδυναμίας των πολιτών να λειτουργούν και να αποφασίζουν πολιτικά με γνώμονα τις επιπτώσεις στο μέλλον και τις επόμενες γενιές.

Γι’ αυτό συχνά ευδοκιμούν λογικές πολιτικής εσωστρέφειας και εθνικισμού τόσο στο κοινωνικό επίπεδο όσο και στο πολιτικό με αποτέλεσμα την επιβράδυνση της επίλυσης των προβλημάτων, που συνεπάγεται η αδυναμία λειτουργικής διαχείρισης της εξέλιξης για τους πολίτες.

Η σύγχρονη πραγματικότητα είναι πολύπλοκη και η διαχείριση της σε πολιτικό επίπεδο προϋποθέτει την γνώση των παραμέτρων, που την συνθέτουν, σε βάθος.

Για παράδειγμα η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης στους διάφορους τομείς κοινωνικής δραστηριοποίησης αλλάζει σταδιακά τον τρόπο και την ποιότητα της ζωής των ανθρώπων στους διάφορους ρόλους, που αναλαμβάνουν ως κοινωνικά ενεργοί πολίτες.

Η συμβουλευτική εταιρεία McKinsey (με έδρα στη Νέα Υόρκη, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και εκπροσώπηση σε περισσότερες από 50 χώρες) εκτιμά, ότι το 22% των δραστηριοτήτων των δικηγόρων και το 35% των εργασιών των βοηθών τους μπορούν να διεκπεραιώνονται με την αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης, ενώ μέσα σε δευτερόλεπτα είναι εφικτή η ανάλυση δεδομένων, για τα οποία ειδικευμένο προσωπικό θα χρειαζόταν 360.000 ώρες.

Ήδη στην ιατρική αξιοποιείται η τεχνητή νοημοσύνη στον διαγνωστικό αλλά και στον χειρουργικό τομέα. Η παραγωγή «αυτόνομων» αυτοκινήτων προετοιμάζεται για την διάθεση τέτοιων μεταφορικών οχημάτων στην αγορά.

Πως θα διαχειρισθεί ο χώρος της πολιτικής αυτές τις εξελίξεις σε σχέση με τις επιπτώσεις στον εργασιακό τομέα και γενικότερα την οργάνωση των κοινωνιών; Με βάση το ισχύον μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης θα συρρικνωθούν οι εργασιακές ανάγκες σε ανθρώπινο κεφάλαιο, ενώ θα διευρύνονται οι κοινωνικές ανισότητες με ταυτόχρονη αποδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής σε επικίνδυνο βαθμό.

Παράλληλα η μαζική αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης θα δρομολογήσει την επιτάχυνση των εξελίξεων σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης του ανθρώπου τόσο ως ατόμου όσο και ως κοινωνικής οντότητας. Ιδιαιτέρως σε κοινωνίες με αργό ρυθμό στην εξελικτική τους πορεία θα δημιουργηθεί μεγάλο πρόβλημα ως προς την δυνατότητα τους να συμπορευθούν με τις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη.

Αρνητική επίσης παρενέργεια είναι η αδυναμία των πολιτών ως ατόμων να αντιλαμβάνονται, να κατανοούν και να νομιμοποιούν στη συνείδηση τους την επιβαλλόμενη από τις γενικότερες συνθήκες, που υπερβαίνουν τα όρια της τοπικής κοινωνίας, πρόσδωση πολύ πιο γρήγορου ρυθμού στην ζωή τους και στην διεκπεραίωση των κοινωνικών τους ρόλων.

Πως θα ισορροπήσει η πολιτική αυτές τις δομικού χαρακτήρα αλλαγές για την ζωή του απλού πολίτη και τις νέες ανάγκες, που δημιουργούνται, ώστε να πραγματώσει το κοινωνικό συμφέρον;

Τα προβλήματα βέβαια δεν περιορίζονται μόνο στις παρενέργειες από τον τρόπο αξιοποίησης της τεχνητής νοημοσύνης.

Παρά τις προειδοποιήσεις της επιστημονικής κοινότητας για τις αρνητικές έως καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ακόμη δεν έχουν σχεδιασθεί ούτε και εφαρμοσθεί πολιτικές, οι οποίες θα περιορίσουν την άνοδο της θερμοκρασίας το πολύ στους 2 βαθμούς Κελσίου.

Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών οργανώνει διασκέψεις και συνέδρια παγκόσμιας εμβέλειας, στα οποία οι πολιτικές ηγεσίες αυτού του πλανήτη συμφωνούν για την ανάγκη αντιμετώπισης του προβλήματος, που προκάλεσε η ανθρωπότητα, αλλά στην πράξη δεν γίνονται τα κατάλληλα βήματα για την μείωση της εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα. Συνεχίζεται η «εγκληματική» χρήση του άνθρακα και γενικά των ορυκτών καυσίμων (π.χ. πετρέλαιο), που ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα.

Και δεν είναι μόνο οι μεγάλοι ρυπαντές (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Κίνα κ.λ.π.), που ακολουθούν αυτή την καταστροφική πολιτική για την παγκόσμια κοινότητα και το φυσικό περιβάλλον. Ακόμη και χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, με πλούσιο ηλιακό και αιολικό δυναμικό επενδύουν στα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο). Αυτό δε συμβαίνει, αν και οι τεχνολογίες στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας είναι πλέον ανταγωνιστικές οικονομικά (π.χ. συγκεντρωτικές ηλιοθερμικές τεχνολογίες).

Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανευθυνότητας, που επιδεικνύουν οι πολιτικές ηγεσίες των κρατών και οι κοινωνίες είναι η αύξηση της εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα το 2017.

Οι ερευνητές του Global Carbon Project κάνοντας απολογισμό για το 2017 τον Νοέμβριο του ίδιου έτους στη Βόννη επεσήμαναν, ότι σε παγκόσμιο επίπεδο θα αυξηθεί η εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα κατά 2% περίπου. Στην Κίνα η αύξηση είναι περίπου 3,5%, στην Ινδία 2%, ενώ για την Ευρωπαϊκή Ένωση καταγράφεται οριακή μείωση 0,2%. Θα ήταν δε μεγαλύτερη, αλλά η Γερμανία δεν ακολουθεί τις δεσμεύσεις, που ανέλαβε με την υπογραφή της Συμφωνίας για το Κλίμα στο Παρίσι.

 

Η ρύπανση βέβαια δεν περιορίζεται στην εκπομπή αερίων. Δυστυχώς έχει ευρύτερες διαστάσεις, χωρίς μέχρι τώρα να συνειδητοποιούνται οι αρνητικές επιπτώσεις. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μετατροπή του πλανήτη σε «σκουπιδότοπο» για πλαστικά όπως σακούλες, μπουκάλια, ακόμη και είδη ρουχισμού, τα οποία αλόγιστα πετιούνται οπουδήποτε.

Οι θάλασσες έχουν γεμίσει. Σύμφωνα με τον ερευνητικό οργανισμό Alfred Wegener Institut (AWI) στο Bremerhafen (Γερμανία) η Αρκτική είναι τόσο επιβαρυμένη με πλαστικά σκουπίδια όσο και πυκνοκατοικιμένες περιοχές. Σύμφωνα δε με μια εκτίμηση μόνο το 1% των πλαστικών σκουπιδιών επιπλέει στην επιφάνεια της θάλασσας. Το υπόλοιπο ποσοστό είναι στο βυθό ή στον οργανισμό των ψαριών και των πουλιών με την μορφή μικροσωματιδίων. Αυτό σημαίνει, ότι μεταφέρονται και στον άνθρωπο στο πλαίσιο της διατροφικής αλυσίδας.

Η πραγματικότητα γίνεται ακόμη πιο δύσκολα διαχειρίσιμη πολιτικά λόγω της πολυπλοκότητας, που συνεπάγεται η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και των πολιτισμικών αξιών, στο πλαίσιο των οποίων οι επιμέρους κοινωνίες χάνουν σταδιακά την ταυτότητα τους με την συντελούμενη μαζοποίηση, χωρίς να είναι σε θέση οι πολίτες να αντιληφθούν και να κατανοήσουν τις συνθήκες, που διαμορφώνονται, ούτε και να τις αντιμετωπίσουν σε υπερεθνικό επίπεδο.

Παράλληλα ευδοκιμεί η «ιδιωτικοποίηση» της πολιτικής λειτουργίας σε συνδυασμό με την εμπορευματοποίηση της στο πλαίσιο της αξιοποίησης της ψηφιακής τεχνολογίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. Facebook, Tweeter) από μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις (πολύ ενδιαφέρον έχει η προσέγγιση του Niall Ferguson στο βιβλίο του «The Square and the Tower»).

Ο δημόσιος χώρος, όπου στο παρελθόν μπορούσε να αναπτυχθεί διάλογος και να αναζητηθεί και εκφρασθεί το κοινωνικό συμφέρον, έχει σχεδόν αποκτήσει εικονική ταυτότητα και μάλιστα διαχειρίσιμη από οικονομικά συμφέροντα.

Η κοινή γνώμη διαμορφώνεται με βάση την εντύπωση, που προκαλεί η εικονική αποτύπωση της πραγματικότητας στο πλαίσιο των περιορισμών, των αδυναμιών και των κανόνων των ψηφιακών μέσων μαζικής επικοινωνίας. Γι’ αυτό είναι εφικτή προς το παρόν η μαζοποίηση των κοινωνιών και διαχειρίσιμη η διαμόρφωση κοινωνικών στάσεων.

Βέβαια η διεύρυνση του φαινομένου της φτωχοποίησης των κοινωνιών ακόμη και στο ανεπτυγμένο τμήμα του πλανήτη με παράλληλη συγκέντρωση του παραγόμενου πλούτου σε μια ολιγομελή οικονομική ελίτ και αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό υπόστρωμα, το οποίο σε βάθος χρόνου θα υποσκάψει την κοινωνική συνοχή και δεν θα είναι ελεγχόμενο, αν δεν υπάρξει προοπτική ριζικών αλλαγών στο ισχύον μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης.

Με βάση αυτά τα δεδομένα επείγει να δοθούν πολιτικές απαντήσεις σε σημαντικά και πολύ καθοριστικά ερωτήματα για την βιωσιμότητα της πορείας προς το μέλλον.

Εάν πολιτική είναι η ρυθμιστική λειτουργία ως προς το γίγνεσθαι σε μια κοινότητα πολιτών με δεσμευτικές αποφάσεις, τότε ποιά εκδοχή πολιτικής λειτουργίας μπορεί να καλύψει τις σύγχρονες ανάγκες και να τις διαχειρισθεί δυναμικά στην προβολή τους στο μέλλον;

Ποιάς ποιότητας πολιτικό σύστημα (κόμματα) μπορεί να ανταποκριθεί;

Ποιά ποιοτικά χαρακτηριστικά πρέπει να έχει το πολιτικό προσωπικό;

Ποιές ποιοτικές προϋποθέσεις είναι ανάγκη να πληρούν οι πολίτες, ώστε να πραγματώνεται η δημοκρατική πολιτική λειτουργία;

Κατ’ αρχήν η πολιτική λειτουργία του πολιτικού συστήματος και των πολιτών δεν μπορεί να βασίζεται στην επικοινωνιακή λογική της κοινωνίας του θεάματος, διότι τόσο τα πολιτικά πρόσωπα όσο και οι πολίτες με αυτό τον τρόπο δεν προσεγγίζουν την πραγματικότητα αλλά ένα εικονικό με αρκετή δόση φαντασίωσης υποκατάστατο της. Και αυτό δεν συμβάλλει στην κατανόηση της σύγχρονης πολύπλοκης πραγματικότητας και στην διαχείριση της με την αναγκαία λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητα.

Χρειάζονται άλλα μεθοδολογικά εργαλεία, ικανά να οδηγήσουν στην ουσία της δυναμικής, που αναπτύσσεται στα διάφορα κοινωνικά συστήματα (οικονομικό, ασφαλιστικό, εργασιακό κ.λ.π.) και όχι στο περιτύλιγμα της επικοινωνιακής τους διαχείρισης.

Εξάλλου η ροή του χρόνου είναι τόσο γρήγορη, που με αυτό τον τρόπο δεν είναι εφικτή η ανάλυση της ταχύτατα εξελισσόμενης και μετασχηματιζόμενης πραγματικότητας, εάν δεν παρακολουθείται και αναλύεται συνεχώς από πολιτικά πρόσωπα και κομματικούς μηχανισμούς, που διαθέτουν τα αναγκαία επιστημονικά μεθοδολογικά εργαλεία για αυτή την εργασία.

Παράλληλα τα κόμματα θα πρέπει να εκσυγχρονισθούν ως προς την δομή τους και τον προσανατολισμό της λειτουργίας τους.

Κατ’ αρχήν η συμμετοχή των μελών τους στις πολιτικές διεργασίες επιβάλλεται να είναι ουσιαστική και να μην χρησιμοποιείται η ιδιότητα του μέλους είτε για «πελατειακούς λόγους» είτε για την διαμόρφωση πλειοψηφιών στο πλαίσιο ομαδοποιήσεων.

Επίσης δεν είναι δυνατόν ο πολιτικός σχεδιασμός να γίνεται με βάση «ιδέες» ατόμων, οι οποίες παραπέμπουν σε ιδεοληπτικές προσεγγίσεις ή στην διεκπεραίωση συμφερόντων κοινωνικών μειοψηφιών. Η πραγματικότητα είναι τόσο σύνθετη και πολυδιάστατη, που δεν «χωράει» σε ατομικές προσεγγίσεις, οι οποίες μάλιστα δεν είναι βιώσιμες ούτε για μια κυβερνητική θητεία.

Στην σημερινή εποχή της μεγάλης ρευστότητας λόγω των ταχύτατα μετασχηματιζόμενων δεδομένων ο σχεδιασμός δεν μπορεί παρά να είναι μακροπρόθεσμος, 30 χρόνια τουλάχιστον και να λαμβάνει υπόψη του τις αλληλεξαρτήσεις, που υπάρχουν τόσο μεταξύ των διαφόρων τομέων δραστηριοποίησης του ανθρώπου όσο και μεταξύ των κρατών.

Η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης, για παράδειγμα, δεν έχει μόνο θετικές επιπτώσεις αλλά και αρνητικές, εάν ο προσανατολισμός είναι μονοδιάστατος και υπηρετεί οικονομικά συμφέροντα, διότι δρομολογεί επίσης μείωση των θέσεων εργασίας, αυξάνει τις κοινωνικές ανισότητες και υποσκάπτει την κοινωνική συνοχή.

Σε διακρατικό επίπεδο ή υπερεθνικά μορφώματα, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, λειτουργεί ο διεθνής καταμερισμός εργασίας, ο οποίος όμως θα πρέπει να συνοδεύεται από την ισόρροπη ανάπτυξη, ώστε να μην προκαλούνται αποσταθεροποιητικά φαινόμενα, όπως η μαζική μετακίνηση πληθυσμών, με αρνητικές επιπτώσεις και στις χώρες υποδοχής (π.χ. εσωστρέφεια, ρατσισμός,εθνικισμός).

Γι’ αυτό πρέπει να δοθούν ρεαλιστικές πολιτικές απαντήσεις χωρίς την χρήση λεκτικών εξιδανικευτικών υπερβολών, όπως η ρήση «πιστεύω στους Έλληνες» ή «οι Έλληνες αξίζουν…»

Για να ισορροπεί θετικά η πολιτική λειτουργία σε σχέση με την κοινωνία ως συλλογικό υποκείμενο και τον πολίτη ως ατομικό, ώστε να είναι χωρίς προβλήματα η πορεία προς το μέλλον, επιβάλλεται να ευρίσκονται σε συνεχή θεσμοθετημένο διάλογο το πολιτικό σύστημα και οι δομές της κοινωνίας πολιτών. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να αξιοποιηθούν η επιστημονική κοινότητα, τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα για την μετάδοση της γνώσης (σχετικά με την πραγματικότητα και την βίωση της σε βάθος χρόνου) στους πολίτες με απλοποιημένη μορφή.

Αυτό σημαίνει, ότι η προτεραιότητα δεν είναι η δημιουργία «κομματικών στρατών» για την προώθηση των πολιτικών, εκλογικών επιδιώξεων των κομμάτων, αλλά η ανάπτυξη κοινωνικών δομών, Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, στις οποίες θα συμμετέχουν οι πολίτες και θα οριοθετείται το κοινωνικό συμφέρον ανάλογα με τον τομέα δραστηριοποίησης τους (π.χ. περιβάλλον, υγεία, πολιτισμός κ.λ.π.).

Με αυτό τον τρόπο πραγματώνεται η δημοκρατία επί της ουσίας και δεν εκφυλίζεται σε τυπική διαδικασία για την εκλογή διαχειριστών της κυβερνητικής εξουσίας.

Παράλληλα διαμορφώνονται πολιτικά συνειδητοποιημένοι πολίτες, οι οποίοι δεν θα χειραγωγούνται εύκολα στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος, αλλά θα συμμετέχουν στην χάραξη της πορείας προς το μέλλον έχοντας γνώση των επιπτώσεων των επιλογών τους.