Ενώ οι παραγόμενες γνώσεις στην σύγχρονη εποχή διαμορφώνουν ένα λειτουργικό πλαίσιο για την κατανόηση και την διαχείριση της εξέλιξης, στην πράξη αποδεικνύεται, ότι η πολυπλοκότητα της πραγματικότητας ακόμη δεν είναι διαχειρίσιμη πολιτικά, ιδιαιτέρως σε σχέση με την δυναμική του μέλλοντος.
Αυτό πιστοποιείται από την αντιμετώπιση των μεγάλων, παγκόσμιας εμβέλειας ζητημάτων, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, η πολυδιάστατη αλληλεξάρτηση των κοινωνιών σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης σε συνδυασμό με την ανάγκη απαλλαγής από την λογική του εθνικισμού και ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός του μέλλοντος, ώστε να είναι ελεγχόμενη η μεγάλη ταχύτητα της ροής του χρόνου.
Μπορεί να υπάρχουν σε ικανοποιητικό βαθμό γνώσεις και δεδομένα για τον πολιτικό σχεδιασμό, όμως από τα κόμματα η πολιτική εκφράζεται κυρίως ως επικοινωνιακή διαχείριση μηνυμάτων με στόχο την αποκόμιση πολιτικού, εκλογικού οφέλους.
Βέβαια ανάλογο είναι και το αποτέλεσμα σε σχέση με την αναμενόμενη ανταπόκριση των πολιτών στις συνθήκες, που διαμορφώνονται με την λήψη μέτρων και την πραγμάτωση του πολιτικού σχεδιασμού. Ουσιαστικά οι πολίτες δεν αποδέχονται τις πραγματικές επιπτώσεις των εξιδανικευμένων και με επικοινωνιακά χαρακτηριστικά πολιτικών αποφάσεων, όταν υπερβαίνουν τα όρια ανοχής του προσωπικού πλαισίου βίωσης της πραγματικότητας.
Γι/ αυτό σε προεκλογικές περιόδους το πολιτικό σύστημα καλλιεργεί κλίμα ακραίας πόλωσης, στο πλαίσιο του οποίου κυρίαρχο ρόλο παίζουν η ηθικολογία και η υποβάθμιση των ικανοτήτων και της εντιμότητας των αντιπάλων και όχι ο ορθολογισμός.
Ταυτοχρόνως δεν γίνεται ουσιαστικός διάλογος μεταξύ των κομμάτων ούτε μεταξύ του πολιτικού συστήματος και των δομών της κοινωνίας πολιτών με βάση τον μακροπρόθεσμο, συγκεκριμένο και κοστολογημένο σχεδιασμό των κομμάτων για την πορεία της χώρας. Αντ` αυτού στο πλαίσιο της πολιτικής επικοινωνίας γίνεται επένδυση στην ενεργοποίηση του συναισθήματος και του θυμικού των πολιτών, ενώ πολλές φορές ευδοκιμεί ο εκχυδαϊσμός του εκφερόμενου πολιτικού λόγου.
Εκείνο, που δεν γίνεται, είναι η συνειδητοποίηση των διχαστικών επιπτώσεων και η συρρίκνωση της κοινωνικής συνοχής. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι από την μία πλευρά οι καταλήψεις σχολείων από μαθητές για την εκδήλωση της αντίθεσης στην συμφωνία των Πρεσπών μεταξύ της Ελλάδας και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και από την άλλη η οργάνωση και πραγματοποίηση διαδηλώσεων κατά του εθνικισμού (Πέμπτη, 29.11.2018).
Προκαλεί μεγάλη ανησυχία η μη συνειδητοποίηση των διχαστικών επιπτώσεων στην ελληνική κοινωνία και μάλιστα σε μια δύσκολη περίοδο, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά έχει ευρωπαϊκές και πλανητικές διαστάσεις, με αποτέλεσμα η κατάσταση να γίνεται ακόμη πιο δύσκολη ιδιαιτέρως για εσωστρεφείς κοινωνίες, οι οποίες αντιμετωπίζουν και έντονο δημογραφικό πρόβλημα.
Η αδυναμία των πολιτών να κατανοήσουν και να δεχθούν ή και να δρομολογήσουν αποφάσεις, οι οποίες συνεπάγονται «δυσάρεστα» επακόλουθα σε σχέση με τον τρόπο ζωής κατά την διάρκεια του δικού τους βιολογικού χρόνου, αλλά διασφαλίζουν την βιωσιμότητα της ανθρώπινης οντότητας στην προοπτική του χρονικού ορίζοντα, αποτελεί μια πολυ αρνητική και επικίνδυνη παθογένεια, που πρέπει άμεσα να αντιμετωπισθεί. Το ίδιο ισχύει και για την αντίθετη πρακτική της μη λήψης δυσάρεστων μεν αλλά αναγκαίων αποφάσεων, επειδή έχουν πολιτικό κόστος ή «θίγουν» οικονομικά συμφέροντα.
Και στις δύο περιπτώσεις απειλούνται οι μελλοντικές γενιές. Αρκεί να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αν δεν αντιμετωπισθεί άμεσα το πρόβλημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη με την άφρονα επιμονή στην εξόρυξη ορυκτών καυσίμων (π.χ. άνθρακα) για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών.
Για να είναι εφικτή η λήψη των αναγκαίων μέτρων στο πολιτικό και κυβερνητικό επίπεδο, πρέπει η πολιτική διαχείριση της πραγματικότητας να μην έχει κυρίως νομιμοποιητικό χαρακτήρα σε σχέση με την δυναμική, που αναπτύσσεται και οριοθετείται από το συστημικό συμφέρον και ιδιαιτέρως του οικονομικού συστήματος και της κοινωνικής ελίτ, που το διαχειρίζεται και λαμβάνει τις αποφάσεις.
Το πολιτικό σύστημα οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες του απέναντι στην κοινωνία και στην ανθρώπινη οντότητα και βιωσιμότητα και να εκφράσει το κοινωνικό συμφέρον στο επίπεδο λήψης δεσμευτικών αποφάσεων για την πορεία προς το μέλλον.
Δεν αποτελεί λύση, για παράδειγμα, η μη αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και η συνέχιση της χρήσης του άνθρακα για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών, επειδή θα μειωθεί το κέρδος και θα «χαθούν» θέσεις εργασίας. Όποιος έχει την ευθύνη σχεδιασμού της πορείας προς το μέλλον, είτε στο κυβερνητικό είτε στο πολιτικό επίπεδο γενικότερα, πρέπει να προγραμματίζει μακροπρόθεσμα και να συνυπολογίζει τις επιπτώσεις των αποφάσεων του. Αντί να γίνεται επίκληση της απώλειας θέσεων εργασίας, είναι πιο χρήσιμο να πραγματοποιείται εγκαίρως η μετεκπαίδευση των εργαζομένων σύμφωνα με τις νέες ανάγκες ή η αξιοποίηση τους σε άλλους τομείς παραγωγικής δραστηριότητας.
Η διατήρηση των θέσεων εργασίας δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως «δικαιολογία» για την βιωσιμότητα ενός κοινωνικού συστήματος, το οποίο έχει οδηγήσει σε μεγάλες κοινωνικές ανισότητες και επικίνδυνες ανισορροπίες στο φυσικό περιβάλλον. Το πολιτικό σύστημα έχει μεγάλη ευθύνη για τις συνθήκες, που έχουν διαμορφωθεί και δείχνουν, ότι το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης έχει «πιάσει» τα όρια του.
Υπάρχει μια επικίνδυνη και μη λειτουργική αναντιστοιχία, η οποία ρευστοποιεί σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα. Οι κοινωνικές αξίες δεν είναι προϊόν κοινωνικών διεργασιών, αλλά έχουν συστημική αναφορά και λειτουργικότητα.
Δομικό τους στοιχείο δεν είναι η διαμόρφωση λειτουργικών συνθηκών για την κάλυψη των βασικών ανθρώπινων αναγκών και την βιωσιμότητα των κοινωνιών και του φυσικού περιβάλλοντος στην προοπτική του χρόνου (ανεξάρτητα από την διάρκεια του ατομικού βιολογικού χρόνου), αλλά η διατήρηση και αναπαραγωγή ενός οργανωτικού μοντέλου, το οποίο εργαλειοποιεί τον άνθρωπο για να υπηρετεί συστημικές ανάγκες και την επίτευξη οικονομικών αποδόσεων.
Γι’ αυτό έχουν αναπτυχθεί σε ακραίο βαθμό η λογική της κοινωνίας του θεάματος και οι «αξίες» του καταναλωτισμού και του ανταγωνισμού ως μέσων για την επίτευξη της ευημερίας και της κοινωνικής ανόδου και αποδοχής.
Τα κοινωνικά πρότυπα δεν διαμορφώνονται στο πλαίσιο διεργασιών στις τοπικές κοινωνίες ή ευρύτερα μέσα από την όσμωση διαφορετικών μεν λόγω της ιστορικής τους διαδρομής πολιτισμικών οντοτήτων, που όμως στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης συγκλίνουν οι «δρόμοι» τους, αλλά «σχεδιάζονται» σε υπερεθνικό επίπεδο με στόχο την προώθηση της κατανάλωσης και την επίτευξη υψηλών κερδών.
Οι κοινωνίες «εκπαιδεύονται» με αυτό τον τρόπο να αποδέχονται ακόμη και επικίνδυνες ανισορροπίες, όπως είναι η ρύπανση της ατμόσφαιρας, αρκεί η «εφήμερη» ευημερία να διαρκεί όσο και ο βιολογικός τους χρόνος. Μόνο που με αυτό τον τρόπο το παρόν πριμοδοτεί υπαρξιακών διαστάσεων ανατροπές μακροπρόθεσμα (π.χ. καταστροφή βιοποικιλότητας).
Η πορεία των κοινωνιών στο μέλλον θα είναι δύσκολη, πολύπλοκη και με υψηλό βαθμό διακινδύνευσης, αν δεν αντιμετωπισθούν άμεσα και αποφασιστικά οι σύγχρονες παθογένειες.