Είναι πλέον εμφανές, ότι η παγκόσμια κοινότητα εισέρχεται με συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα σε εποχή κοινωνικών εντάσεων. Το πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο η ανεπάρκεια του ισχύοντος παγκόσμιου συστήματος ασφάλειας (επικίνδυνη αύξηση των περιφερειακών συγκρούσεων), η φτωχοποίηση ενός πολύ μεγάλου τμήματος του παγκόσμιου πληθυσμού (ακόμη και στις ανεπτυγμένες χώρες του Βορρά), η συγκέντρωση του παγκόσμιου πλούτου σε μια πολύ μικρή μειοψηφία ανθρώπων (κάτω από το 1 % του πληθυσμού σε πλανητικό επίπεδο), το φαινόμενο της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών από το φτωχό Νότο στον πλούσιο Βορρά, η ευδοκίμηση του ρατσισμού, η κατάρρευση των κοινωνικών αξιών, η αδυναμία του σύγχρονου ατόμου να επεξεργασθεί νοητικά την πολύπλοκη πραγματικότητα και να την κατανοήσει, ώστε να κάνει συνειδητές πολιτικές επιλογές. Και δεν είναι μόνο αυτά. Στο σύνολο τους όμως διαμορφώνουν ένα πλέγμα παραγόντων, το οποίο οδηγεί στην δημιουργία κλίματος ρευστότητας τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες του πλανήτη. Τα διάφορα κοινωνικά συστήματα και ιδιαιτέρως το πολιτικό δεν είναι σε θέση να κινηθούν συντεταγμένα σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να απειλείται η κοινωνική συνοχή και να αμφισβητείται η λειτουργικότητα των θεσμών και των ρυθμίσεων, οι οποίες διέπουν τις κοινωνικές συναλλαγές. Και αυτό όταν συμβαίνει σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες, οι οποίες ως ένα βαθμό στηρίζουν την οικονομική τους ευημερία στην εισροή και λειτουργική ενσωμάτωση μεταναστών, δείχνει το μέγεθος του προβλήματος και την επικινδυνότητα του.
Ιδιαίτερα επικίνδυνες επιπτώσεις καταγράφονται σε υπερεθνικά μορφώματα, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίες δυσκολεύουν σε μεγάλο βαθμό την αναγκαία προσέγγιση και όσμωση των επιμέρους κοινωνιών, ώστε να έχει ομαλή πορεία και να ολοκληρωθεί η προσπάθεια οικοδόμησης μιας ενιαίας Ευρώπης. Συγκεκριμένα οι παράγοντες, οι οποίοι λειτουργούν ως αφετηρίες για την δρομολόγηση κοινωνικών εντάσεων στον ευρωπαϊκό χώρο, είναι η ακολουθούμενη νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική συνεχούς μείωσης του κοινωνικού κράτους και φτωχοποίησης της μεσαίας κοινωνικής τάξης, η ανυπαρξία πολιτικής προσέγγισης των ευρωπαϊκών κοινωνιών, η κυριαρχία της λογικής του εθνικού συμφέροντος, η κατάρρευση του συστήματος κοινωνικών αξιών του ανθρωπισμού σε συνδυασμό με την προώθηση του άκρατου καταναλωτισμού και της κοινωνίας του θεάματος και τέλος η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να συμπορευθεί με την ταχύτητα της εξέλιξης, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε πλανητικό επίπεδο. Όλοι αυτοί οι παράγοντες διαμορφώνουν μια πολύ ρευστή πραγματικότητα, η οποία δημιουργεί στους μεμονωμένους πολίτες υψηλό βαθμό ανασφάλειας. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι η εσωστρέφεια και η έξαρση του εθνικισμού. Δεν είναι καθόλου τυχαία η αύξηση της πολιτικής επιρροής ακροδεξιών κομμάτων, τα οποία προωθούν αντιευρωπαϊκή πολιτική. Ενισχυτικά προς τέτοιου είδους εξελίξεις λειτουργεί και ο γενικότερος ευρωσκεπτικισμός, ο οποίος προκαλείται από την ανυπαρξία ουσιαστικής ευρωπαϊκής πολιτικής, η οποία θα έχει ορατά αποτελέσματα για τους ευρωπαίους πολίτες. Προς το παρόν, όχι άδικα, επικρατεί η άποψη ή καλύτερα η αίσθηση, ότι οι ισχυροί επιβάλλουν ανάλογα με τα εθνικά τους συμφέροντα και τις ιδεολογικοπολιτικές τους στοχεύσεις την ακολουθητέα πολιτική.
Όσο προχωρούμε δε προς το μέλλον, οι κοινωνικές εντάσσεις θα αυξάνονται και λόγω της συστημικής κρίσης του κυρίαρχου μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης και του ρόλου του ανεπτυγμένου Βορρά σε ό,τι αφορά την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων αυτού του πλανήτη, οι οποίοι σε πολύ μεγάλο βαθμό ευρίσκονται στο φτωχό Νότο. Ο βαθμός επικινδυνότητας θα αυξάνει ακόμη περισσότερο, διότι οι κοινωνίες των φτωχών χωρών στην πλειοψηφία τους δεν έχουν πολιτικά συστήματα, ικανά να δημιουργήσουν θετικές για αυτές πολιτικές ισορροπίες στο διεθνές πεδίο. Αντιθέτως κυβερνώνται από διεφθαρμένα πολιτικά καθεστώτα, τα οποία λειτουργούν προς όφελος ισχυρών γεωπολιτικών παικτών. Βεβαίως υπάρχουν και οι ιδιαιτερότητες τους, οι οποίες έχουν διάφορα αίτια από εθνοτικά μέχρι θρησκευτικού φανατισμού, αλλά και κοινωνικοπολιτικής διαπλοκής, όπως είναι τα «σόγια» (μεγάλες οικογένειες αυστηρά πατριαρχικού χαρακτήρα) στα αραβικά κράτη και η πρόσβαση τους στους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς στο πλαίσιο διαχείρισης εξουσίας.
Εκτός όμως από τις κοινωνικές εντάσεις, οι οποίες εξαντλούν την εμβέλεια τους σε εθνικό επίπεδο, καταγράφονται και εκείνες, οι οποίες υπερβαίνουν τα εθνικά όρια, διότι ουσιαστικά αποτελούν προεκτάσεις της δυναμικής, που αναπτύσσεται στο πλαίσιο γεωπολιτικών συμφερόντων ισχυρών παικτών σε διεθνές επίπεδο. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ουκρανική κρίση. Από τις εσωτερικές αντιθέσεις κερδισμένοι είναι οι στηρίζοντες την κάθε αντιμαχόμενη πλευρά. Η χώρα καταστρέφεται και η κοινωνική της συνοχή διαλύεται. Στο επικοινωνιακό επίπεδο η κοινωνική ένταση και εσωτερική αντιπαράθεση της Ουκρανίας αξιοποιείται από τους ισχυρούς υποστηρικτές της κάθε πλευράς για την νομιμοποίηση και στήριξη των πρακτικών που ακολουθούν στο εσωτερικό των κοινωνιών, τις οποίες κυβερνούν, καθώς και αυτές των συμμάχων τους. Στην προκειμένη περίπτωση είναι η Ρωσία από το ένα μέρος και οι Ηνωμένες Πολιτείες και η σύμμαχος τους Ευρωπαϊκή Ένωση από το άλλο. Σε αυτό το σημείο τελειώνει και το ενδιαφέρον τους για την οικοδόμηση ενός βιώσιμου παγκόσμιου συστήματος ασφαλείας. Υπάρχουν μερικές ελληνικές εκφράσεις, που αποδίδουν με τον καλύτερο τρόπο αυτή την πραγματικότητα, όπως «το δούλεμα πάει σύννεφο» ή «πέφτει ψιλό γαζί». Και αυτό δεν είναι υπερβολή. Σύμφωνα με την UNICEF 30.000.000 παιδιά σε όλο τον κόσμο αδυνατούν να πάνε σχολείο λόγω συρράξεων και έκτακτων αναγκών. Φαίνεται, ότι αυτό δεν είναι πρόβλημα και δεν αποτελεί ντροπή για την παγκόσμια κοινότητα και το πολιτικό σύστημα. Ακόμη και στην Ευρώπη, στην Ουκρανία, 290 σχολεία έχουν καταστραφεί ή υποστεί βλάβες στις πρόσφατες μάχες.
Με αυτά τα δεδομένα είναι ερμηνεύσιμη η ανασφάλεια των πολιτών και η πρόκληση φοβικών συμπεριφορών, οι οποίες αναδεικνύουν σε «οδό διαφυγής» για τις σύγχρονες μαζικές κοινωνίες τον εθνικισμό, τον ρατσισμό και την εσωστρέφεια, τα οποία πιστοποιούνται πολιτικά με την άνοδο της ακροδεξιάς αλλά και έναν νέας μορφής αριστερό εθνικισμό και εσωστρέφεια. Σε χώρες μάλιστα, οι οποίες αντιμετωπίζουν βαθιά οικονομική κρίση, αυτό το φαινόμενο συνοδεύεται και από τον λαϊκισμό. Με βάση δε την μεγαλύτερη και ταχύτερη εικονική παρουσίαση των κοινωνικών εντάσεων από τα σύγχρονα ψηφιακά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας δημιουργείται η αίσθηση, ότι έχουμε αύξηση των καταστάσεων έντασης σε πλανητικό επίπεδο, οπότε έχουμε άνοδο και του δείκτη ανασφάλειας. Αυτό κάνει τις κοινωνίες πιο ευάλωτες στη χειραγώγηση. Ταυτοχρόνως η συστηματική στατιστική παρακολούθηση των εξελίξεων και των αντιδράσεων των κοινωνιών έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα, ότι η οικονομική κατάσταση είναι το πιο σύνηθες αίτιο για κοινωνικές εντάσεις και διαδηλώσεις (New England Complex Systems Institute). Ο ιδρυτής δε αυτού του Ινστιτούτου Yaneer Bar-Yam κάνει την πρόγνωση, ότι μέχρι τον επόμενο χρόνο οι τιμές των τροφίμων θα ανέβουν, εάν δεν μειωθεί η χρησιμοποίηση του καλαμποκιού για την παραγωγή αιθανόλης, οπότε θα σημειωθεί αύξηση των διαδηλώσεων και της έντασης.
Ιδιαιτέρως οι διαδηλώσεις τα τελευταία χρόνια με την ραγδαία εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας και την κυριαρχία της λογικής της κοινωνίας του θεάματος έχουν αλλάξει τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά. Στις ανεπτυγμένες κοινωνίες της γνώσης κυρίως διαπιστώνονται τα εξής:
– Το εκπαιδευτικό επίπεδο ενισχύει την συνειδητή στάση απέναντι στο κράτος
– Οι σύγχρονοι διαδηλωτές λειτουργούν πιο «επαγγελματικά» σε επικοινωνιακό επίπεδο (κοινωνικά δίκτυα κλπ.)
– Οι διαδηλώσεις είναι ελεγχόμενες. Σύμφωνα με εμπειρικά στοιχεία παρατηρείται συνειδητή άνοδος προκλήσεων, ώστε να αντιδρά υπέρμετρα η κρατική μηχανή. Αυτό αξιοποιείται επικοινωνιακά.
– Η επικοινωνιακή αξιοποίηση των διαδηλώσεων οδηγεί στον πολλαπλασιασμό τους σε εθνικό και διεθνές επίπεδο (κίνημα occupy), αλλά και στην άνοδο του ακτιβισμού.
Αυτές οι εξελίξεις έχουν οδηγήσει στον Μετα-ακτιβισμό, δηλαδή στην επαγγελματοποίηση του ακτιβισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Tactical Technology Collective στο Βερολίνο στη Γερμανία, όπου τριάντα περίπου επαγγελματίες ακτιβιστές παρέχουν συμβουλές σε σχέση με τον καλύτερο τρόπο επίτευξης των στόχων των διαδηλώσεων (πως περνάνε καλύτερα τα μηνύματα εικονικά κλπ.).
Η συστηματική παρακολούθηση και μελέτη των κοινωνικών εντάσεων σε πλανητικό επίπεδο και του τρόπου που εκδηλώνεται η κοινωνική δυσαρέσκεια και αντίθεση σε σχέση με τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις οδηγεί στην εξαγωγή ορισμένων συμπερασμάτων, τα οποία έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κατ’αρχήν η λογική της κοινωνίας του θεάματος έχει σημαντικές επιπτώσεις στην έκφραση της κοινωνικής αντίδρασης, ενώ παραλλήλως ασκεί καθοριστική επιρροή στις πολιτικές διεργασίες στην κοινωνική βάση. Συγκεκριμένα αξιοποιείται πολιτικά για την νομιμοποίηση σε διεθνές και εθνικό κοινωνικό επίπεδο των επιλογών χωρών με γεωπολιτικό εκτόπισμα (παράδειγμα Ουκρανίας).
Επίσης η ψηφιακή τεχνολογία και η λογική της κοινωνίας του θεάματος διαμορφώνουν ένα πλαίσιο, το οποίο προσδίδει πολύ μεγαλύτερο βάρος στην εικονική διάσταση της κοινωνικής αντίδρασης από, ό,τι στο περιεχόμενο των επιδιωκόμενων στόχων.
Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής και η μετα-ακτιβιστική διάσταση του τρόπου παρουσίασης των μηνυμάτων της κοινωνικής αντίδρασης με την εμπλοκή επαγγελματιών ακτιβιστών. Όλο και περισσότερο γίνεται χρήση των διαφημιστικών δυνατοτήτων της εικονικής πραγματικότητας.
Με αυτά τα εργαλεία οι κοινωνικές εντάσεις και οργανωμένες αντιδράσεις απευθύνονται και ενεργοποιούν περισσότερο το θυμικό και λιγότερο το λόγο, τον πολιτικό ορθολογισμό και τον διάλογο στην κοινωνική βάση. Αυτό όμως διευκολύνει το χώρο των μίντια να αμβλύνουν τη δυναμική της κοινωνικής έντασης και να αποπροσανατολίζουν τις κοινωνικές μάζες, διότι διαθέτουν τα μέσα και την μέθοδο για την αποσυμπίεση της έντασης. Σε αυτή την περίπτωση η πολιτική μπαίνει στο περιθώριο και δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στο ρυθμιστικό ρόλο, που της αναλογεί σε μια δημοκρατική κοινωνία.