Συχνότητες

Κώστας Μποτόπουλος 31 Αυγ 2016

Υπάρχουν δύο εξίσου θεμιτοί τρόποι να αντιμετωπίσει κανείς την όλη ιστορία με τις τηλεοπτικές άδειες. Ο ένας είναι σατυρικός-γελοιογραφικός: η υπόθεση έχει πράγματι πλήθος στοιχείων που προκαλούν τους επιγόνους του Αριστοφάνη, στους οποίους, ωστόσο, δυστυχώς δεν ανήκω. Ο άλλος τρόπος, ιδίως τώρα που τα πράγματα βαδίζουν στο (προδιαγεγραμμένο αλλά προσωρινό) τέλος τους, είναι της ψύχραιμης συνολικής αποτίμησης. Ας τον επιχειρήσουμε, πριν η ανακοίνωση των «νικητών» στρέψει πάλι τη συζήτηση στο κουτσομπολιό.

Αντίθετα από πολλές άλλες περιπτώσεις, η πολιτική βάση της συγκεκριμένης κυβερνητικής πρωτοβουλίας ήταν ορθή: ήταν αναγκαίο να τεθεί το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο υπό καθεστώς νομιμότητας, με την αδειοδότηση των σταθμών, όπως προβλέπει το Σύνταγμα (άρθρο 15 παρ. 2): η λειτουργία χωρίς άδεια κατόπιν ελέγχου και οι άτυπες ανανεώσεις επίσης χωρίς έλεγχο δεν περιποιούσαν τιμή ούτε στη νομιμότητα ούτε στη Δημοκρατία.

Το Σύνταγμα όμως ορίζει και δύο άλλα πράγματα. Πρώτον, ότι τμήμα του «άμεσου ελέγχου του Κράτους» αποτελεί και η αδειοδότηση, κάτι που σημαίνει ότι, αφού ο έλεγχος υπάγεται στην «αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης», η διαδικασία αδειοδότησης μπορεί να διενεργηθεί μόνο από το ΕΣΡ (ενδεχόμενη προσπάθεια να ερμηνευθεί ότι ο «έλεγχος» αναφέρεται στις κυρώσεις πέφτει στο κενό, αφού κατά την αρχή της διάκρισης των εξουσιών σε έλεγχο των κυρώσεων μπορούν να προβούν μόνο τα δικαστήρια). Και δεύτερον, ότι τα κριτήρια για τη χορήγηση της άδειας είναι, επίσης αποκλειστικά, κοινωνικού και όχι οικονομικού χαρακτήρα: η συνταγματική διάταξη κάνει ρητή αναφορά στην «κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και τηλεόρασης», στην «αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων» και στην «εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων».

Με τις πολιτικές και νομοθετικές επιλογές της, η κυβέρνηση υπηρέτησε μόνο την πρώτη συνταγματική υποχρέωση –την αδειοδότηση- και παραβίασε τις άλλες δύο –την υπαγωγή και διενέργεια της διαδικασίας από το ΕΣΡ και την πρόταξη κοινωνικών-ποιοτικών κριτηρίων για την αδειοδότηση. Έμμεσα δε, με ενέργειες και παραλείψεις, έθεσε εν αμφιβόλω και το σεβασμό της στην αρχή της ίσης και αντικειμενικής πληροφόρησης, καθώς και, γενικότερα, τη βούλησή της για πλήρη νομιμότητα και διαφάνεια της διαδικασίας αδειοδότησης.

Ο παραμερισμός του ΕΣΡ είναι ευθέως αντισυνταγματικός, χωρίς να χρειάζεται ερμηνεία: το Σύνταγμα ορίζει ως αποκλειστικά υπεύθυνη μια ανεξάρτητη αρχή και η κυβέρνηση νομοθέτησε μια διαδικασία που δεν την περιλαμβάνει. Αυτή η κάμψη της νομιμότητας, στο ανώτατο επίπεδό της, δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί με κανένα πρόσχημα και πάντως όχι με αυτό που χρησιμοποίησε η κυβέρνηση: η έλλειψη νόμιμης συγκρότησης του ΕΣΡ, τη στιγμή που η κυβέρνηση επέλεξε για την αδειοδότηση, δημιουργούσε μόνον υποχρέωση των αρμόδιων πολιτειακών οργάνων (κυβέρνηση και Βουλή) για συγκρότηση νέας σύνθεσης του ΕΣΡ κατά τις συνταγματικές αρχές που διέπουν τις ανεξάρτητες αρχές και ουδόλως μπορούσε να δώσει το πράσινο φως για νομοθέτηση διαδικασίας χωρίς το ΕΣΡ και μάλιστα υπό την ευθύνη του «πολιτικού προϊστάμενου» των μέσων ενημέρωσης. Ως προς την παραβίαση αυτή του Συντάγματος αρμόδιο να αποφανθεί είναι αποκλειστικά το Συμβούλιο της Επικρατείας, στο οποίο η υπόθεση έχει παραπεμφθεί και η κρίση επί της οποίας εκκρεμεί –η κυβέρνηση αποπροσανατολίζει όταν «συγχέει» την απόρριψη των ασφαλιστικών μέτρων, που επέτρεψε τη συνέχεια του διαγωνισμού, με την οριστική κρίση περί της νομιμότητας της διαδικασίας. Κρίση που δεν θα ολοκληρωθεί, εξάλλου, αν δεν αποφανθεί και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού η ραδιοτηλεοπτική ελευθερία και οι ραδιοτηλεοπτικές άδειες αποτελούν, όσο και αν δεν αρέσει στην ελληνική κυβέρνηση, δημόσια αγαθά προστατευόμενα και από τις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ιδιαίτερα προβληματική από πλευράς νομιμότητας είναι και η νομοθέτηση μιας διαδικασίας, κατά την οποία, μετά την πρώτη φάση ελέγχου των τυπικών –κυρίως οικονομικής φύσης- προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό (τον οποίο έλεγχο, ξαναλέω, θα έπρεπε να διενεργήσει η ειδική ανεξάρτητη αρχή και όχι η κυβέρνηση μέσω του Υπουργού Ενημέρωσης), η τελική αδειοδότηση γίνεται αποκλειστικά βάσει του κριτηρίου του υψηλότερου τιμήματος –και μάλιστα υπό συνθήκες απόλυτης αδιαφάνειας. Το να γεμίσουν τα ταμεία του κράτους –ακόμα και αν ουδόλως συγκοινωνούν με τα ταμεία του κυβερνώντος κόμματος- δεν επιτρέπεται να αποτελέσει βάση για τη ρύθμιση και τη λειτουργία του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου.

Δεν είναι επίσης δυνατό, και από νομική και από λογική άποψη, να μην διαχωρίζονται με κάποιο τρόπο ως προς τη μεταχείριση τους, με την ύπαρξη ειδικών κριτηρίων του διαγωνισμού, οι σταθμοί που ήδη λειτουργούν και όσοι ζητούν για πρώτη φορά τη συμμετοχή τους, καθώς και, μεταξύ των τελευταίων, εκείνοι που οι εκπρόσωποί τους και τα προγράμματα τους έχουν κάποια σχέση με τον τομέα της ενημέρωσης και εκείνοι που δεν έχουν.

Το Σύνταγμα, όπως είδαμε, κάνει λόγο μόνο για ποιοτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των μέσων ενημέρωσης, κάτι που δεν συνάδει με μια δημοπρασία-καζίνο υπό συνθήκες «ριάλιτι σόου» και υπό το φως των (μη αδειοδοτημένων) τηλεοπτικών καμερών. Οι συνθήκες αυτές, τις οποίες εντελώς συνειδητά δημιούργησε η κυβέρνηση, θέτουν σε αμφιβολία όχι μόνο τη διαφάνεια της διαδικασίας αλλά και την αμεροληψία της. Γιατί, ενώ σκοπός του Συντάγματος και, στα λόγια, και της κυβέρνησης ήταν η «νομιμότητα», δεν έλειψαν ούτε οι αναφορές σε «κυκλώματα διαπλοκής» (που δεν μπορεί παρά να συνδέονται με τα ήδη λειτουργούντα Μέσα, κάτι που εμφανίζει ως άσπιλα τα νεοεμφανιζόμενα), ούτε η έμμεση αλλά και η ευθεία παραδοχή του «πολιτικού ανασχεδιασμού» του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου: ένας Υπουργός παραδέχθηκε τη στενή του σχέση με το γιο διεκδικούντος άδεια, ο οποίος γιος εκπροσώπησε την εταιρία στο διαγωνισμό, ενώ ένας τουλάχιστον κυβερνητικός βουλευτής έκανε λόγο για την ανάγκη δημιουργίας «κυβερνητικών οχυρών» στο χώρο της ενημέρωσης. Αλλά και μόνη η αναζήτηση υποταγής στην εξουσία –εγκλεισμός στη Γενική Γραμματεία, «κατάκτηση» της άδειας με την καταβολή του υψηλότερου δυνατού τιμήματος- τραυματίζει σοβαρά το κύρος και την αμεροληψία του διαγωνισμού.

Συμπερασματικά: η κυβέρνηση καλώς προέβη σε διαδικασία αδειοδότησης, αλλά κακώς παραβίασε τη νομιμότητα και κακώς προσέδωσε στη διαδικασία πολιτικά χαρακτηριστικά. Όποιο και να είναι το σημερινό αποτέλεσμα, ούτε τα δικαστήρια θα έχουν πει την τελευταία τους λέξη, ούτε τάξη στο χώρο θα έχει μπει, ούτε η κοινωνία θα έχει πεισθεί.