Πριν από λίγες ημέρες, ανακοινώθηκε και επίσημα ένα μεγάλο μέρος των ονομάτων που θα συμμετάσχουν στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, ως υποψήφιοι βουλευτές.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως αρκετοί εκ των επίσημα ανακοινωθέντων υποψήφιων βουλευτών,[1] έχουν ήδη ξεκινήσει την προεκλογική τους δραστηριοποίηση, αν και ανέμεναν την επίσημη ανακοίνωση του κόμματος με τρόπο ώστε να μπορέσουν να απευθυνθούν πιο άνετα κυρίως στους ψηφοφόρους του κόμματος.
Και επίσης, ώστε να εκτεθούν στην εν ευρεία εννοία δημόσια σφαίρα (εδώ συμπεριλαμβάνουμε και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης), φέροντας την ιδιότητα του υποψήφιου βουλευτή και αποκτώντας έτσι την δυνατότητα να διαμορφώσουν το ό,τι θα προσδιορίσουμε θεωρητικά ως ‘ταυτότητα του πολιτευόμενου’. Και τι μπορεί να περιλαμβάνει εντός της μία τέτοια ταυτότητα;
Μπορεί να περιλαμβάνει το στοιχείο της ευελιξίας, με επίδικο το να πετύχουν ‘αυτό που θέλουν με τον τρόπο που το θέλουν,’ την πρόκληση διαδικτυακού και μη, θορύβου, προκειμένου να καταστούν ελκυστικοί πολιτικά κύρια προς όλους όσοι δεν τους γνώριζαν πριν, να σκιαγραφήσουν το προφίλ του ‘έτοιμου’ και του ‘ικανού για όλα’.
Το πρωί σε επίσκεψη σε έναν δημόσιο φορέα, το απόγευμα ομιλία σε προεκλογική-κομματική συγκέντρωση και εν συνεχεία συνέντευξη σε κάποιον ραδιοφωνικό σταθμό, πάντα όμως με την ίδια πίστη στο κόμμα και στις δυνατότητες του.[2] Εάν εστιάσουμε στο ψηφοδέλτιο του κόμματος στην Α’ Αθήνας, τότε θα παρατηρήσουμε αρχικά πως αυτό αποτελείται από 17 υποψήφιους βουλευτές.
Όμως, μας ενδιαφέρει περισσότερο η ποιοτική διάσταση που αναδύεται μέσα από τη διαμόρφωση του ψηφοδελτίου σε μία εκλογική περιφέρεια, η οποία, αφενός μεν συνδέθηκε με την κοινωνική, πολιτική και εν τέλει εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, έτσι όπως εκφράσθηκε στις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2012,[3] και, αφετέρου δε, με την εκλογική του επικράτηση στις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2015 (Ιανουάριος-Σεπτέμβριος).
Υπό αυτό το πρίσμα, θα υπογραμμίσουμε πως την βάση του ψηφοδελτίου την αποτελούν οι ενεργεία βουλευτές του κόμματος (δεν είχαμε κάποια οικειοθελή αποχώρηση από το ψηφοδέλτιο), που θα διεκδικήσουν την επανεκλογή τους στη Βουλή.
Επίσης, συναντάμε και την ύπαρξης μίας καλλιτεχνικής τριάδας (Τζένη Αρσένη, Μαρία Κανελλοπούλου, Άννα Ελεφάντη),[4] η οποία και ‘ελαφρύνει’ το ψηφοδέλτιο (η αναφορά μας αυτή δεν έχει ουδεμία υποτιμητική χροιά/Λέγοντας κάτι τέτοιο έχουμε κατά νου το ό,τι και οι τρεις γυναίκες δεν προέρχονται από τα γνωστά επαγγέλματα κύρους που αποτελούν εν πολλοίς εφαλτήριο για την πραγματοποίηση πολιτικής καριέρας), και ικανοποιεί ένα βασικό κριτήριο που ήσαν η επιλογή και η ένταξη στα ψηφοδέλτια αρκετών γυναικών, και προσφέρει την ευκαιρία για την σύναψη συμμαχιών, και μεταξύ τους και με άλλους υποψήφιους βουλευτές.
Ιδίως με αυτούς που μπορεί να γνωρίζονται πολλά χρόνια, που μπορεί να έχουν συμμετάσχει σε κοινές συλλογικές πρωτοβουλίες και μπορεί επίσης να έχουν μία μεγαλύτερη πολιτικοϊδεολογική εγγύτητα.
Λαμβάνονταν υπόψιν την παράμετρο της συμμετοχής των εν ενεργεία βουλευτών, θα στραφούμε στην περί πολιτικών ελίτ ανάλυση του Putnam,[5] επισημαίνοντας πως η παράμετρος αυτή προσδίδει στο ψηφοδέλτιο από το οποίο εκ-λείπουν τα πολύ αναγνωρίσιμα πρόσωπα (ακόμη και νέου τύπου εκκολαπτόμενοι πολιτικοί, όπως Instagramers), ομοιογένεια. Πάνω στην οποία θα στηριχθεί το ψηφοδέλτιο του κόμματος για να πετύχει μία καλή εκλογική επίδοση.[6]
Επίσης, δεν δύναται να παραλείψουμε το γεγονός πως από το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ στην Α’ Αθήνας, απουσιάζουν πρόσωπα που να ανήκουν σε εκείνο το στελεχιακό δυναμικό του οποίου η διαμόρφωση υπήρξε απόρροια των έκτακτων πανδημικών συνθηκών. Κοντολογίς, δεν παρατηρούμε την συμμετοχή σε αυτό αρκετών επαγγελματιών της υγείας (νοσηλευτές, νοσηλεύτριες), πλην μίας γιατρού.
Το εάν μία τέτοια έλλειψη διαδραματίσει κάποιον αρνητικό ρόλο, θα φανεί στο τελικό εκλογικό αποτέλεσμα. Το κινηματικό στοιχείο στο οποίο αρέσκεται να ομνύει αυτό το κόμμα,[7] το καλύπτει εν μέρει η παρουσία στο ψηφοδέλτιο του Νίκου Φίλη.
[1] Το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοδελτίων του συγκεκριμένου πολιτικού κόμματος, έχει ουσιαστικά κλείσει. Απομένει η ανακοίνωση ενός μικρού αριθμού υποψηφίων βουλευτών που εν προκειμένω θα συμβεί την αμέσως προσεχή περίοδο. Για ποιους λόγους όμως έμεινε ένα μικρό υπόλοιπο που μένει να ανακοινωθεί; Ας το δούμε αναλυτικότερα: Πρώτον, λόγω της δυστοκίας εύρεσης υποψηφίων και δη των κατάλληλων υποψηφίων είτε σε προβληματικές εκλογικά περιοχές, είτε σε θεωρούμενες ως ‘δύσκολες’. Οπότε, η αναζήτηση συνεχίζεται για εκείνους που θα δεν θα στελεχώσουν απλά ένα ψηφοδέλτιο, αλλά θα ενταχθούν σε αυτό με διακύβευμα του να του προσδώσουν την απαιτούμενη πολιτική δυναμική. Δεύτερον, λόγω του ό,τι σε αυτό το στάδιο, βρίσκονται σε εξέλιξη λεπτές διαπραγματεύσεις μεταξύ των μελών της Επιτροπής Κατάρτισης Ψηφοδελτίων και των ατόμων που έχουν επιλεγεί διότι πληρούν το προφίλ που πρέπει να έχει ένας υποψήφιος βουλευτής του κόμματος. Και έως ότου ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις, ανεξαρτήτως κατάληξης τους, δεν ανακοινώθηκαν υποψήφιοι σε κάποιες περιοχές. Τρίτον, λόγω του ό,τι ακόμη και τώρα αναζητούνται πρόσωπα αναγνωρίσιμα, τα οποία δεν θα ανήκουν αποκλειστικά στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να αναδειχθούν εναργώς στην επιφάνεια τα δια-παραταξιακά χαρακτηριστικά με τα οποία επιθυμεί να συμμετάσχει στις βουλευτικές εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ. Τέταρτον, διότι ρόλο στην επιλογή προσώπων διαδραματίζει η «κομματική ηγεσία», για να παραπέμψουμε στην ανάλυση των Meyer & Wagner, και πιο συγκεκριμένα ο επικεφαλής του κόμματος Αλέξης Τσίπρας, με τον ίδιο να σκοπεύει να αξιοποιήσει όλο το διαθέσιμο χρόνο προκειμένου να καταλήξει σε πρόσωπα που και μπορεί να εκπέμπουν πολιτικοϊδεολογικά ‘στίγμα ΣΥΡΙΖΑ,’ και να συμβολίζουν ή αλλιώς, να εκφράζουν την έμφαση που δίνει το κόμμα σε κάποιο συγκεκριμένο τομέα, και τις νέες τάσεις που έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια (βλέπε την συμμετοχή των γυναικών), ως προς την επιλογή και εκλογή βουλευτών. Βλέπε σχετικά, Meyer, Thomas., & Wagner, Markus., ‘Issue Engagement Across Members of Parliament: The Role of Issue Specialization and Party Leadership,’ Wiley Online Library, 2021, Διαθέσιμο στο: Issue Engagement Across Members of Parliament: The Role of Issue Specialization and Party Leadership - Meyer - 2021 - Legislative Studies Quarterly - Wiley Online Library
[2] Θα ήσαν άτοπο και εσφαλμένο και για εμάς θεωρητικά, αλλά και για τον αναγνώστη, να επισημάνουμε πως μπορεί να ισχύει ακόμη και την σημερινή μετα-νεωτερική περίοδο που είναι η περίοδος επικράτησης της Φεϊσμπουκικής και της Ινσταγκραμικής εικόνας (ας προσέξουμε τον τρόπο με τον οποίο πλασάρει τον εαυτό του στο Facebook ένας υποψήφιος βουλευτής και τις προσεκτικά διατυπωμένες λέξεις που συνοδεύουν την εικόνα του), η διατύπωση των Johnson-Cartee & Copeland, για τον τρόπο με τον οποίο διεξάγονταν η προεκλογική εκστρατεία την προ-νεωτερική περίοδο. «Όταν υπήρχαν φωτιές οι κομματικοί παράγοντες εμφανίζονταν έτοιμοι να βοηθήσουν με φαγητό, ρούχα και λεφτά. Στους γάμους, οι τοπικοί άρχοντες παρουσιάζονταν συχνά να δώσουν τα δώρα τους. Και όταν κάποιος πέθαινε βρίσκονταν εκεί για να δώσουν τα συλλυπητήρια τους». Μπορούμε να αναμένουμε κάτι τέτοιο και σήμερα; Να σπεύδει δηλαδή ένας υποψήφιος βουλευτής σε κάποιον συγκεκριμένο νομό και να βοηθά στην κατάσβεση της πυρκαγιάς; Να σπεύδει να βοηθήσει προσφέροντας ρουχισμό; Η απάντηση μας είναι πως όχι. Όμως, και εν καιρώ μετα-νεωτερικότητας, εκεί όπου οι αλλαγές που έχουν συντελεσθεί στον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται μία προεκλογική καμπάνια δεν είναι διόλου αμελητέες (μπορούμε να περιμένουμε για παράδειγμα, έναν υποψήφιου βουλευτή, αναλόγως του κόμματος στο οποίο συμμετέχει και του πολιτικοϊδεολογικού του φορτίου, να βάζει την υπογραφή του σε μία καμπάνια υπέρ ενός ‘ευγενούς σκοπού’), δεν καθίσταται διόλου παράλογο ή παράξενο να παραβρεθεί ένας υποψήφιος βουλευτής στην κηδεία ενός επιφανούς προσώπου (αυτοδιοικητικού παράγοντα, ανώτερου αξιωματικού των Ενόπλων Δυνάμεων, γιατρού με σημαντικό επιστημονικό έργο και κοινωνική προσφορά), εκπροσωπώντας το κόμμα του, μεταφέροντας τα συλλυπητήρια του πολιτικού αρχηγού και δίνοντας τα δικά του. ‘Υπολείμματα’ του τρόπου με τον οποίο λάμβαναν χώρα οι προ-νεωτερικές προεκλογικές εκστρατείες (αν και η παρουσία σε μία κηδεία δεν συνιστά ακριβώς ‘υπόλειμμα’ διότι ενσκήπτουν και άλλες παράμετροι που οφείλουμε να λάβουμε υπόψιν, όπως είναι τυχόν γνωριμία του θανόντος με τον υποψήφιο βουλευτή, η κοινή καταγωγή, το κοινό επάγγελμα, οι οικογενειακές σχέσεις), εντοπίζονται και σήμερα, στο εγκάρσιο σημείο όπου ιδιαίτερη έμφαση δίνονταν και δίνεται στην προσωπική επαφή και αλληλεπίδραση πολίτη-υποψήφιου που μπορεί να φέρει τον δεύτερο μέσα σε κάθε χώρο (καφέ, ταβέρνα), στον οποίο υπάρχει κόσμος, κίνηση, η δυνατότητα του ‘σου λέω και μου λες.’ Ιδίως στην επαρχία αυτή η διάσταση παραμένει έντονη. Βλέπε σχετικά, Johnson-Cartee, K.S., & Copeland, G.A., ‘Inside political campaigns: Theory and practice,’ Westport, Praeger, 1997.
[3] Η ποικίλη κοινωνική ανθρωπογεωγραφία της Α’ Αθήνας, καθώς και οι κοινωνικές ανακατατάξεις που μπορεί να συντελέσθηκαν την πρώτη περίοδο της βαθιάς κοινωνικοοικονομικής-πολιτικής κρίσης, συνέβαλλαν (δεν θα κάνουμε λόγο, απλοϊκά, για την εκδήλωση της ταξικής ψήφου), στη διαμόρφωση μίας εκλογικής συμπεριφοράς υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Η συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια, μπορεί να μην προσφέρει την εκλογική νίκη, όμως, λόγω της σημασίας που έχει (η Αθήνα και οι γειτονιές της-Η Α’ Αθήνας, κατέστη μία από τις πλέον προνομιακές περιοχές για την νεο-ναζιστική Χρυσή Αυγή στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2012 και του 2015), μπορεί και δίνει μία εικόνα του εύρους των αλλαγών και των κοινωνικών-εκλογικών μετατοπίσεων που έχουν συντελεστεί. Την προηγούμενη δεκαετία, ο ‘μεγάλος χαμένος’ ήσαν το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-Κίνημα Αλλαγής, με την εκλογική του επίδοση στην Α’ Αθήνας να μην εξαιρείται από την γενικότερη τάση σημαντικής έως πολύ σημαντικής μείωσης της εκλογικής του επιρροής. Μάλιστα, ως προς τις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου του 2019, προκύπτει η εξής αναντιστοιχία: Παρά δηλαδή την άνοδο της εκλογικής επιρροής του κόμματος κατά δύο περίπου μονάδες (από το 6,28% στο 8, 10%), στην Α’ Αθήνας βρέθηκε στην τέταρτη θέση, πίσω από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος (ΚΚΕ), κάτι που σημαίνει πως όχι μόνο δεν κατάφερε να αποκαταστήσει σε ικανοποιητικό βαθμό τους διαρρηγμένους του δεσμούς με κοινωνικά στρώματα που κατοικούν στην περιοχή, να δημιουργήσει εκ του μηδενός (πράγμα πολύ σημαντικό και ίσως το σημαντικότερο για το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής) εν όψει των επικείμενων εκλογών), νέους ψηφοφόρους, κάνοντας μία νέα πολιτική αρχή και αφήνοντας σταδιακά στην άκρη την ατέρμονη προσπάθεια του να πείσει παλαιούς υποστηρικτές του πως είναι το ‘μόνο γνήσιο και αληθινό ΠΑΣΟΚ’ (εν αντιθέσει με τον ΣΥΡΙΖΑ), αλλά, επίσης, δεν πέτυχε να κινητοποιήσει τον όλο κομματικό μηχανισμό (τοπικές οργανώσεις), υπέρ των υποψηφίων του, οι οποίοι βρέθηκαν εν μέσω παράλληλων ή διασταυρούμενων πυρών.
[4] Δεν θεωρούμε πως η επιλογή δύο ηθοποιών για το ψηφοδέλτιο της Α’ Αθήνας, έχει σχέση με τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών κατά του κυβερνητικού προεδρικού διατάγματος. Και αυτό διότι πρώτον, η επιλογή τους πρέπει να είχε αποφασιστεί πριν από αρκετό καιρό, και δεύτερον, πρόκειται για δύο ενεργεία μέλη του ΣΥΡΙΖΑ (η Μαρία Κανελλοπούλου είχε διατελέσει και στο παρελθόν βουλευτής του συγκεκριμένου κόμματος), τα οποία δραστηριοποιούνται εδώ και αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα από τις τάξεις του. Ακόμη και εάν έχουν συμμετάσχει κάποια στιγμή ή συμμετέχουν αδιαλείπτως στις κινητοποιήσεις της τελευταίας περιόδου, το κάνουν έχοντας ευδιάκριτη κομματική ταυτότητα, δίχως να ανήκουν στο διαμορφωθέν καλλιτεχνικό, ακτιβιστικό δυναμικό που αναδύεται στην επιφάνεια.
[5] Βλέπε σχετικά, Putnam, R., ‘The comparative study of political elites,’ Prentice Hall, New Jersey, 1976. Παρατηρώντας προσεκτικά την σύνθεση του ψηφοδελτίου, δεν προκύπτει πως ο ηλικιακός μέσος είναι ιδιαίτερα χαμηλός.
[6] Χρήζει θεωρητικής επισήμανσης το ό,τι ο νυν βουλευτής της Α’ Αθήνας και εκ νέου υποψήφιος για μία βουλευτική θέση Χριστόφορος Βερναρδάκης, δεν έχει επενδύσει πόρους κατά τη διάρκεια της τελευταίας βουλευτικής του θητείας, στο ήδη συσσωρευθέν επιστημονικό του κεφάλαιο (καθηγητής Πανεπιστημίου), προκειμένου να συγκροτήσει ένα δυναμικό και σύγχρονο πολιτικό προφίλ, προτιμώντας αντ’ αυτού να προβεί σε μία άκοπη επίδειξη ενός Συριζαϊκού λαϊκισμού που ενίοτε συνδέεται με την επίδειξη της κομματικής ‘νομιμοφροσύνης’: ‘Σίγουρα είμαι πιο ΣΥΡΙΖΑ από πολλούς.’ Eίναι ο Χριστόφορος Βερναρδάκης μέλος της πολιτικής ελίτ του κόμματος, όπως ο Νίκος Φίλης; Να ένα ενδιαφέρον ερώτημα.
[7] Ειδικά αυτή την περίοδο, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδίδει έμφαση σε έναν νέο «πληβειακό λαϊκισμό», όπως θα έλεγε ο Pierre-Andre Taguieff.