Ο ΥΠΕΞ Κ. Κόμπος δήλωσε προσερχόμενος στη σύνοδο των ΥΠΕΞ της ΕΕ (28/8) το πολύ σωστό «ότι ο ρόλος της Τουρκίας ως περιφερειακού παίκτη αναγνωρίζεται, και αυτός έρχεται με ευθύνες. Η σχέση της Τουρκίας με την ΕΕ έχει προοπτικές και αυτές έρχονται με απαιτήσεις». Ύστερα συμπλήρωσε: «Οι ηγέτες των κρατών μελών έχουν ορίσει το πλαίσιο για τα επόμενα βήματα των ευρωτουρκικών σχέσεων, αλλά και τις υποχρεώσεις της, και πως εναπόκειται στην ίδια τη χώρα να επιλέξει...»
Είναι ακριβής η διατύπωση Κ. Κόμπου ότι η Τουρκία έχει «υποχρεώσεις». Όμως μισή, καθώς και η Κύπρος έχει τις δικές της «υποχρεώσεις». Αυτές συνιστούν την ευθύνη του κράτους μέλους να εργαστεί σοβαρά και με ειλικρίνεια για την επίλυση του κυπριακού, όπως ορίζει η πολιτική λογική (ένα ενωμένο κράτος στην ΕΕ) και όπως οριοθετεί η Συνθήκη Προσχώρησης (νομικά έχει ενταχθεί στην ΕΕ ολόκληρη η επικράτεια). Γι’ αυτό ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ επανέφερε την συζήτηση στην επίλυση: «Η πρόσκληση προς τον ΥΠΕΞ της Τουρκίας θα είναι το πρώτο βήμα για την επανάληψη της διαδικασίας διαλόγου προκειμένου να αναζητηθεί λύση στο Κυπριακό πρόβλημα».
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Π. Ξανθούλη «πηγή στην έδρα της ΕΕ αποκάλυψε στην «Καθημερινή» ότι η Λευκωσία είχε ζητήσει από τις Βρυξέλλες και από το Βερολίνο τον διορισμό ενός εκπροσώπου της ΕΕ από τον Ιούνιο του 2023, πριν λάβει αποφάσεις ο ΓΓ του ΟΗΕ για διορισμό δικού του απεσταλμένου. Η κυπριακή κυβέρνηση ετοίμασε και σχετική παράγραφο την οποία κοινοποίησε σε κάποια κράτη-μέλη, ζητώντας όπως περιληφθεί στα Συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής του Ιουνίου, 2023. Η «Κ» εξασφάλισε την εν λόγω παράγραφο με το οποίο η Λευκωσία ζητούσε «διορισμό, ως πρώτο βήμα, ενός εκπροσώπου της ΕΕ για τη διευκόλυνση της επανέναρξης των διαπραγματεύσεων». (14/8/23). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αφού απέρριψε το αίτημα της Λευκωσίας, πέρασε στα Συμπεράσματα ότι για την επίλυση του κυπριακού ζητά «ταχείαν επανέναρξη των διαπραγματεύσεων και είναι έτοιμη να συμβάλει ενεργά στην υποστήριξη όλων των σταδίων της διαδικασίας υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με όλα τα κατάλληλα μέσα που διαθέτει». («Καθημερινή», 29/6/23)
Η αντίληψη ότι η Άγκυρα έχει ευθύνες και η Λευκωσία απλά θέτει όρους, αντιφάσκει με τα πράγματα. Τα ΗΕ ενημερώνουν την ΕΕ, (Γκουτέρες-Μπορέλ) και ως εκ τούτου τα δοχεία συγκοινωνούν: 1ον Η Λευκωσία κουβαλά στην πλάτη της την διάλυση του διαπραγματευτικού τοπίου επί 3 και μισό χρόνια-Κραν Μοντάνα, 2017, έως Οκτώβρη, 2020. 2ον Η Τουρκία, την ίδια περίοδο, το διπλό λάθος- εκλογή Τατάρ και στροφή στα «δύο κράτη». 3ον Γίνεται ανατροπή; Το κλειδί: η πλευρά που διέλυσε το τοπίο να ξεκαθαρίσει αν αποδέχεται το συμφωνημένο κεφάλαιο για την Διακυβέρνηση (2017) για να έχει η Μ.Α. Ολγκίν «εργαλεία» για επιστροφή στο συνολικό πακέτο Γκουτέρες
Οι ηγέτες της ΕΕ τον Ιούνιο του 2023 αποφάσισαν: «Η ΕΕ υποστηρίζει ενεργά όλα τα στάδια της διαδικασίας υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με όλα τα κατάλληλα μέσα που διαθέτει». Συνεπώς η μηχανική της επίλυσης είναι στα χέρια του ΓΓ και της προσωπικής του απεσταλμένης. Τα ΗΕ οικοδομούν την πρώτη ύλη, η ΕΕ παράγει την επιπρόσθετη. Η επιπρόσθετη έρχεται αφού φέρει αποτέλεσμα η Μ.Α. Ολγκίν. Η επί μακρόν σιωπή της μιλά από μόνη της και συνδέεται με ατυχείς χειρισμούς για την «τριμερή» (13/8) που δεν έγινε.
Αλλά για όσους ενδιαφέρονται για την πολιτική με αποτελέσματα, ο Νίκος Θέμελης αφηγείται: «Ο Κλίντον είχε τηλεφωνήσει μιάμιση ώρα την νυχτα στον Κώστα Σημίτη. Για το ίδιο ζητημα και ο Ζακ Σιρακ-πιέζοντας και οι δύο να ξεμπλοκάρει η Ελλάδα την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία...Τρομαχτική ένταση από αυτή την εμπειρία... Το συζητήσαμε, γυρνά ο Γιάννος Κρανιδιώτης και μού λέει «Πού θα πάει...θα τα καταφέρουμε».
Ο Γ. Κρανιδιώτης επεξεργάστηκε την ελληνική στρατηγική ενόψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 1999 και την δημοσιοποίησε στις 12/7: «Η Ελλάδα μπορεί να επιτρέψει την έναρξη ενταξιακών συνομιλιών με την Τουρκία, κάτω από δύο προϋποθέσεις: απρόσκοπτη ένταξη της Κύπρου, χωρίς η επίλυση να συνιστά προϋπόθεση, και 2ον Δήλωση αλληλεγγύης από την ΕΕ στην Ελλάδα για το Αιγαίο».
Επιστροφή στην αφήγηση Ν. Θέμελη: «Μόλις οριστικοποιήθηκε η στρατηγική μας, ο Κ. Σημίτης μάς ανέθεσε την πρώτη κρούση στην γερμανική κυβέρνηση, στο Βερολίνο. Κατά τη συνάντηση με τον Γιόσκα Φίσερ, ο Γ. Κρανιδιώτης ξεδίπλωσε με σαφήνεια και με νηφαλιότητα τα επιχειρήματά μας. Ο Φίσερ δεν έδειχνε ενθουσιασμένος, είχε αιφνιδιαστεί. Δεν έβρισκε όμως σοβαρά επιχειρήματα για να αντικρούσει. Προς το τέλος της συνάντησης ο γερμανός υπεξ, άνθρωπος ευθύς, κατά τα άλλα, προβληματιζόταν σοβαρά και εγκατέλειπε την αρχική του θεση...Φύγαμε με την αίσθηση ότι είχε γίνει η αρχή ενός εγχειρήματος που ήθελε χρόνο να ωριμάσει και να φτάσει τον Δεκέμβριο στο Ελσίνκι..» (πηγή, ΝΘ, διευθυντής γραφείου Κ. Σημίτη, ομιλία, Λευκωσία 25/2/2009)
Στα σημερινά: η αντίληψη ότι μέσω ΕΕ θα στριμώξουμε τον Φιντάν επειδή είμαστε μέσα και αυτός έξω, δεν έχει καμμία τύχη. Το γενικότερο ζήτημα απαιτεί άλλες προσεγγίσεις. Το ευρωπαϊκο πεδίο αφορά παίχτες με στρατηγική σκέψη: «κοινοτικοποίηση» του κυπριακού θα προκύψει με ένα σύνολο από πολιτικές που αφορούν την επίλυση του κυπριακού, τις ευρωτουρκικές και ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η αφήγηση Θέμελη και η σκέψη Κρανιδιώτη, δείχνουν ποιος είναι ο τρόπος για να κερδίζεις και όχι απλά για να γυρίζεις γύρω από τα ίδια. Η στρατηγική Κρανιδιώτη, όπως την διατύπωσε στις 12/7/99, αφορούσε κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα-ταυτόχρονα οφέλη για Κύπρο, Τουρκία, ΕΕ. Εργάστηκε, έτρεξε το σχέδιο, ο κατά, Δ. Σουλιώτη, «μάγκας Πειραιώτης». Το πέρασε ομόφωνα από τους «15» στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 10-11/12/1999!