Με αφορμή τις εκλογικές αναμετρήσεις του έτους που αφήσαμε πίσω μας, γράψαμε αρκετές φορές στη “Μεταρρύθμιση” για τους όρους και τις προϋποθέσεις που εμπεριέχει η πιθανότητα συνεργασιών μεταξύ κομμάτων. Τότε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ήταν η συμπεριφορά των πολιτικών φορέων με βάση τα ενδεχόμενα εκλογικά αποτελέσματα, κυρίως λόγω του εκλογικού νόμου που ίσχυσε στην κάλπη του Μαΐου. Αν και οι ψηφοφόροι έκαναν επιλογές που η διεκδίκηση της αυτοδυναμίας από τη Ν.Δ. έμοιαζε πλέον μονόδρομος, το ζήτημα των συνεργασιών δεν παύει -πέρα από το ζητούμενο της κυβερνησιμότητας- να αποτελεί σημείο αιχμής και για θέματα πιο “χαμηλού πολιτικού ενδιαφέροντος”.
Εκ του πονηρού
Θα ρωτήσετε, λοιπόν, γιατί ενώ έχουμε μπροστά μας μια γεμάτη -εκτός απροόπτου- τριετία μέχρι την επόμενη κάλπη στην οποία θα κριθεί η επιλογή κυβέρνησης, το θέμα του παρόντος κειμένου είναι και πάλι οι συνεργασίες. Απαντάμε: Το τελευταίο διάστημα τα σενάρια περί σύγκλησης κομμάτων της ευρύτερης Κεντροαριστεράς επανέρχονται συνεχώς στον δημόσιο διάλογο. Η δημοσκοπική καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ, η πορεία προς το άγνωστο της Νέας Αριστεράς και η σταθερή δυναμική του ΠΑΣΟΚ, τροφοδοτούν τη συζήτηση και διευκολύνουν τις υποθέσεις. Υποθέσεις που τις περισσότερες φορές εξυπηρετούν την ατζέντα, όχι τόσο των ίδιων των εμπλεκομένων, όσο των πολιτικών τους αντιπάλων.
Σαφείς στόχοι
Πάμε επί του συγκεκριμένου. Μετά τις εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου και του Ιουνίου, αλλά και τη μάχη της αυτοδιοίκησης, τα κόμματα της ευρύτερης Κεντροαριστεράς βρίσκονται σε μεταβατική πορεία. Μια πορεία που περνάει από τις επικείμενες ευρωεκλογές, για να καταλήξει στις επόμενες εθνικές εκλογές, όποτε αυτές γίνουν. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κάθε προαναφερόμενος πολιτικός σχηματισμός έχει θέσει τους δικούς του στόχους. Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να μην πέσει ούτε 0,5% από το ήδη χαμηλό ποσοστό του Ιουνίου, η Νέα Αριστερά θέλει να εκλέξει τουλάχιστον έναν ευρωβουλευτή -κυρίως για να δικαιολογήσει το βήμα εξόδου από το κόμμα Κασσελάκη-, ενώ το ΠΑΣΟΚ θέλει να αποδείξει ότι η ανοδική του πορεία θα συνεχιστεί χωρίς πισωγυρίσματα, να καταγραφεί από τώρα ως δεύτερη δύναμη και τελικά να δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα που θα του επιτρέψει να αναγνωριστεί ως το αντίπαλο δέος στη Ν.Δ.
Ξεκάθαρα όλα
Ωστόσο, όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να συμβούν ταυτόχρονα. Άρα το κάθε κόμμα θέτει την στρατηγική του, η οποία όμως, για να έχει αποτέλεσμα, πρέπει να γίνει σε βάρος των υπολοίπων. Γίνεται έτσι ξεκάθαρο στους ψηφοφόρους -όσο καλοπροαίρετοι και αν θέλουν να φανούν με την ψήφο τους- ότι με την όποια επιλογή τους μπορούν να στηρίξουν έναν και μόνο στόχο. Με λίγα λόγια, όποιος θέλει το ΠΑΣΟΚ να γίνει “αξιωματική αντιπολίτευση ευρωεκλογών” δεν μπορεί να θέλει ταυτόχρονα και τον ΣΥΡΙΖΑ με διψήφιο ποσοστό, ούτε τη Νέα Αριστερά στο 6%.
Με προϋποθέσεις
Εκεί βασίζεται και η πολύ προσεκτική επισήμανση του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος όταν ρωτήθηκε για την πιθανότητα συγκλήσεων είπε ότι θα αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες μετά τις εκλογές της 9ης Ιουνίου και με την προϋπόθεση ότι το ΠΑΣΟΚ -με βάση τα ποσοστά του- θα έχει την πολιτική νομιμοποίηση, από τους ίδιους τους ψηφοφόρους, να το πράξει. Ταυτόχρονα, για ακόμα μία φορά θα γράψουμε ότι οι συνεργασίες, κάθε μορφής, πρέπει να βασίζονται σε προγραμματικές συγκλίσεις και συμφωνίες δράσης επί συγκεκριμένων θεμάτων. Δεν αρκεί να χάσει η Ν.Δ., αλλά θα πρέπει η εναλλακτική απέναντί της να είναι τέτοια που να εγγυάται μια πορεία της χώρας προς το μέλλον και όχι προς το κακό και πολλάκις καταδικασμένο πρόσφατο παρελθόν.