Όλοι στην Ε.Ε. έχουν συμφωνήσει ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα πρέπει να αναμορφωθεί και να αρχίσει να εφαρμόζεται και πάλι το 2024, μετά από την αναστολή του κατά τη διάρκεια της πανδημίας καθώς και μετά την παράταση της αναστολής του λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και της συνακόλουθης ενεργειακής κρίσης. Το θέμα όμως είναι το περιεχόμενο που θα έχει το αναμορφωμένο Σύμφωνο. Η επ’αυτού συμφωνία προμηνύεται δύσκολη.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε προχχθές τις προτάσεις της, στις οποίες, είναι αλήθεια, προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύτωνδιαφορετικών απόψεων, όπως τουλάχιστον αυτές είχαν εκφρασθεί μέχρι τώρα. Το αν θα το επιτύχει θα φανεί από την εξέλιξη των σχετικών συζητήσεων.
Η προτεινόμενη από την Επιτροπή αναμόρφωση του Συμφώνου διατηρεί τα όρια του 60% του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ και του 3% για το έλλειμμα του προϋπολογισμού, αλλά προτείνει – και αυτό είναι το σημαντικό στοιχείο της πρότασης - να θεσπίζονται ειδικοί κανόνες tailor-madeγια κάθε χώρα, που θα διαμορφώνουν τη «διαδρομή» της δημοσιονομικής προσαρμογής της. Με την πρόταση παρακάμπτονται οι αυστηροί σημερινοί κανόνες σύμφωνα με τους οποίους οι χώρες με υπερβολικό έλλειμμμα έπρεπε να το μειώνουν κατά 5% ετησίως. Για να μετριάσει όμως τις προεξοφλούμενες γερμανικές αντιρρήσεις, η Επιτροπή πρόσθεσε στην πρότασή της -την τελευταία στιγμή όπως λέγεται-ότι η αύξηση των καθαρών δαπανών κάθε χώρας δεν πρέπει να υπερβαίνει την αύξηση του ΑΕΠ της και ότι οι χώρες με έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ τους θα πρέπει να μειώνουν τις δαπάνες τους κατά 0,5% ετησίως.
Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.Οι πρώτες βολές ήλθαν από τη Γερμανία που διά στόματος του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερκατέθεσε ένα κατηγορηματικό «nein» στις προτάσεις της Κομισιόν.Σύμφωνα με τον Γερμανό υπουργό απαιτούνται καθαροί και ενιαίοι για όλους κανόνες καθώς και συγκεκριμένοι αριθμητικοί στόχοι.
Αντίθετα, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών ΜπρινόΛεΜερ θεωρεί μενότι η πρόταση της Επιτροπής κινείται στη σωστή κατεύθυνση, αλλά εκτιμά ότι ορισμένα στοιχεία της, όπως η υποχρέωση των χωρών με υψηλό έλλειμμα να μειώνουν τις δαπάνες τους κατά 0,5% ετησίως, είναι αντίθετα με το πνεύμα της αναγκαίας αναμόρφωσης του Συμφώνου Σταθερότητας. Κοντά στις εκτιμήσεις του Γάλλου υπουργού βρίσκονται και οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, οι οποίες με τη Γαλλία δίπλα τους αποκτούν άλλες δυνατότητες σε ό,τι αφορά τις διεκδικήσεις τους.
Ωστόσο, από τις μέχρι σήμερα εκατέρωθεν αντιδράσεις διαφαίνεται ότι οι διαφορές δεν περιορίζονται μόνο σε συγκεκριμένους αριθμούς. Είναι διαφορές συνολικής αντίληψης και μπορεί να λεχθεί ότι οι διαφορές αυτές αποκτούν ταυτοτικές διαστάσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για τους μεν, η δημοσιονομική πειθαρχία - και, καλύτερα, η δημοσιονομική αυστηρότητα- ανάγεται περίπου σε αυτοσκοπό, επομένως δεν επιτρέπονται, αλλά ούτε συγχωρούνται, παρεκκλίσεις. Βοηθάει σε αυτό και η πάντοτε παρούσα στη Γερμανία, όπως και σε άλλες βόρειες χώρες, ισχυρή προτεσταντική παράδοση, η οποία, ως γνωστόν, ήταν μεταξύ άλλων αντίθετη στα «συγχωροχάρτια» της παπικής εκκλησίας. Δεν είναι βέβαια απαλλαγμένη και κάποιων εθνικών ιδιοτελειών αυτή η αντίληψη, η οποία εν τοις πράγμασι προτάσσει το επί μέρους εθνικό συμφέρον έναντι των όσων απαιτεί η διασφάλιση της ευρωπαϊκής ενότητας και η πρόοδος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Όπως άλλωστε συμβαίνει και σε ό,τι αφορά τις κρατικές ενισχύσεις, τις οποίες η Γερμανία απαιτεί να μπορεί να δίδει αφειδώς. Την ίδια όμως στιγμή απορρίπτει προτάσεις για ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις που θα άμβλυναν τις στρεβλώσεις ανταγωνισμού που προκαλούνται από αυτή την πρακτική της.
Για την άλλη πλευρά χωρών, με την οποία αυτή τη φορά συντάσσεται σε μεγάλο βαθμό και η Επιτροπή, η – οπωσδήποτε αναγκαία – δημοσιονομική πειθαρχία δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός αλλά να χρησιμοποιείται ως μέσο επίτευξης των μεγάλων στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως μέσο το οποίο μπορεί και πρέπει να προσαρμόζεται στις εκάστοτε συνθήκες και ανάγκες. Δεν είναι μυστικό ότι και στην περίπτωση αυτή τα εθνικά συμφέροντα προτάσσονται, μόνο που αυτό φαίνεται – και προβάλλεται - ότι συνάδει περισσότερο με το ευρύτερο ευρωπαϊκό συμφέρον.
Υποκρύπτουν όμως και κάτι άλλο οι αντιδράσεις στην πρόταση της Επιτροπής. Η πρόβλεψη για διαμόρφωση των τετραετών εθνικών σχεδίων δημοσιονομικής προσαρμογής μέσα από διμερή συνεννόηση της κάθε χώρας με την Επιτροπή, αποδυναμώνει τον κυρίαρχο σήμερα έλεγχο των κρατών-μελών και ενισχύει τον ρόλο της Επιτροπής. Έρχεται δηλαδή και πάλι στο προσκήνιο η διελκυστίνδα μεταξύ της διακυβερνητικής προσέγγισης, κατά την οποία τον κυρίαρχο ρόλο έχουν τα κράτη-μέλη, και της λεγόμενης «κοινοτικής μεθόδου», σύμφωνα με τη οποία βαρύνοντα ρόλο έχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή,που ως υπερεθνικό όργανο θεωρείται ότι προάγει εξ ορισμού την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Και η χώρα μας; Πού βρίσκεται σε όλη αυτή τη διαδικασία; Κατ’ αρχάς, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι συντάσσεται με τις λοιπές χώρες του Νότου και υποστηρίζει εν γένει την πρόταση της Επιτροπής, επιφυλασσόμενη βεβαίως για ορισμένα σημεία της. Ας μη λησμονούμε όμως ότι βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο, με τους αναπόφευκτους χρονικούς περιορισμούς που αυτή επιβάλλει στους υπουργούς που είναι επιφορτισμένοι να διαπραγματεύονται τα σημαντικά αυτά ζητήματαεντός, και κυρίως εκτός, αιθουσών συνεδριάσεων.
Η κατάσταση θα είναι ακόμη δυσκολότερη όταν, όπως είναι πολύ πιθανό, όλο τον Ιούνιο η διαπραγμάτευση αυτής της πολύ σημαντικής αναμόρφωσης του Συμφώνου Σταθερότητας θα είναι στα χέρια υπηρεσιακού υπουργού (και πρωθυπουργού). Η προοπτική αυτή επιβάλλει αφ’ενός να επιλεγεί ως αρμόδιος υπηρεσιακός υπουργός πρόσωπο που θα έχει τη γνώση, την εμπειρία αλλά και το κύρος που θα του επιτρέπουν να συνδιαλέγεται ουσιαστικά με τους ομολόγους του και αφ’ ετέρου να επιδιωχθεί ήδη από τώρα σύγκλιση απόψεων των πολιτικών δυνάμεων για το ζήτημα αυτό, καθώς και για άλλα ζωτικού ενδιαφέροντος ευρωπαϊκά θέματα (όπως το Ταμείο Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας). Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα τόσο στους υπηρεσιακούς υπουργούς όσο και στον υπηρεσιακό πρωθυπουργό που θα μετάσχει στην μάλλον κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής στις 29-30 Ιουνίου, να διαπραγματευθούν και να υποστηρίξουν θέσεις που δεν θα θεωρούνται ότι απηχούν μόνο τις θέσεις μιας, ούτως ή άλλως, βραχύβιας κυβέρνησης αλλά θα έχουν τη στήριξη τουλάχιστον της πλειονότητας των πολιτικών δυνάμεων της χώρας και σε κάθε περίπτωση της διαφαινόμενης τότε επόμενης κυβέρνησης.