Μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εξέλιξη έλαβε χώρα τις τελευταίες ημέρες στο διεθνο-πολιτικό γίγνεσθαι.
Και λέγοντας κάτι τέτοιο, αναφερόμαστε στην στρατηγικού τύπου, συμμαχία που συνήψαν Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Μεγάλη Βρετανία και Αυστραλία στην θαλάσσια περιοχή του Ινδικού και του Ειρηνικού Ωκεανού, με βασικά διακυβεύματα, αφενός με την ανάσχεση της Κινεζικής πολιτικής της ‘υπερ-επέκτασης’ που ως σημείο αναφοράς έχει την συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή, που είναι κομβική για λόγους που έχουν να κάνουν με τις θαλάσσιες μεταφορές, τους ανταγωνισμούς που αναπτύσσονται μεταξύ των κρατών της περιοχής, και, αφετέρου δε, την λειτουργία της με τέτοιον τρόπο ώστε να λειτουργήσει ως ένα γεω-στρατηγικό και γεω-πολιτικό σύμπλεγμα. Το οποίο και θα εμπλέκεται στην διαδικασία διασφάλισης της ασφάλειας και της σταθερότητας στην περιοχή.
Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να αναφέρουμε πως το στοιχείο που προξενεί το θεωρητικό ενδιαφέρον είναι η συμμετοχή της Αυστραλίας, που εν προκειμένω, δέχθηκε να παραλάβει πυρηνοκίνητα υποβρύχια από τα άλλα δύο συμβαλλόμενα μέρη της συμμαχίας, ακυρώνοντας το συμβόλαιο που είχε υπογράψει με τη Γαλλία, η οποία και έσπευσε να εκδηλώσει την αντίδραση της κλιμακωτά,1 η οποία, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, διακηρύσσει (με αυτόν τον τρόπο) την πρόθεση της να διαδραματίσει ρόλο στην περιοχή, να εμπλακεί ενεργά σε συμμαχίες που διαθέτουν συγκεκριμένα διακυβεύματα, διεκδικώντας η ίδια status περιφερειακής δύναμης.2
Αυτή η Αυστραλιανή διεκδίκηση, εδράζεται πάνω σε δύο άξονες: Ο πρώτος άξονας, σχετίζεται με την συμμετοχή της στη συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και με την Μεγάλη Βρετανία, που ως σημείο ενδιαφέροντος έχει μία περιοχή και δη θαλάσσια περιοχή που δεν της είναι άγνωστη, κάτι που μας ωθεί, περαιτέρω, στο να αναφέρουμε πως κινούμενη με αυτόν τον τρόπο θέτει ως στόχο το να απορροφήσει ανώδυνα για την ίδια τις ενδεχόμενες πιέσεις που μπορεί να της ασκηθούν κύρια από την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας αλλά και από άλλες χώρες της περιοχής.
Μία συμμαχία αυτού του τύπου και του εύρους, της προσφέρει το απαραίτητο υπόβαθρο ώστε και να διαμορφώσει και να εκδηλώσει την στρατηγική της, να οικοδομήσει το προφίλ που θέλει, κερδίζοντας τον απαραίτητο χρόνο.
Και ο δεύτερος άξονας που εντοπίζουμε έχει σχέση με το γεγονός πως επιλέγει να αποκτήσει ή αλλιώς, να διεκδικήσει status περιφερειακής δύναμης στη θαλάσσια περιοχή Ινδικού-Ειρηνικού Ωκεανού, διαμέσου ενός κλασικού τρόπου, ο οποίος και παραπέμπει στην ενίσχυση της στρατιωτικής της ισχύος, και στην επίσημη υιοθέτηση από την ίδια του δόγματος της επιθετικής αποτροπής.
Σε αυτό το πλαίσιο, ως καύσιμη ύλη το δόγμα αυτό έχει την λεγόμενη «επιθετικότητα της γείτονος»,3 για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Αλέξη Ηρακλείδη, εκεί όπου, στη θέση του επιτιθέμενου, συμβατικά και υβριδικά, πραγματικά και δυνητικά, τίθεται η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Αυτή η στενή οπτική, θεωρείται ό,τι μπορεί να αυξήσει την αίσθηση ασφάλειας της Αυστραλίας, στο εγκάρσιο σημείο όπου, η Αυστραλία επίσης προσέρχεται σε μία συμμαχία η οποία και δεν σχετίζεται ιδιαίτερα με θέματα εμπορικού και οικονομικού τύπου. Μέσω της Αυστραλίας, η σημαντική παρουσία της οποίας εντός της συμμαχίας παραγνωρίζεται από διάφορες αναλύσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Μεγάλη Βρετανία θα επιδιώξουν να προσδώσουν βάθος στις κινήσεις τους στην περιοχή, ιδίως την πρώτη περίοδο.
Ως προς αυτό, η Αυστραλία λειτουργεί ως κάτι περισσότερο από ένα ασφαλές ‘αγκυροβόλιο,’4 παρέχοντας την δυνατότητα της επέκτασης του γεω-πολιτικού ανταγωνισμού με την Κίνα και προς θαλάσσιες ζώνες εξόν του μαλακού της υπογαστρίου.