Καμία συμφωνία του ευρωκοινοβουλίου δεν πολεμήθηκε περισσότερο από τη Βρετανία, όσο αυτή που αφορούσε τη θέσπιση μιας οροφής στα bonus των golden boys του τραπεζικού συστήματος το Φεβρουάριο του 2013. Λογικό. Πρόκειται για μια αγορά 700.000 εργαζομένων στο Λονδίνο, που μοιράζονταν bonus 13,30 δις ευρώ το 2008, περίπου 5 δις το 2012, ενώ αναμένουν να μοιραστούν κάτι λιγότερο από 1,3 δις το 2013. Τέτοιες μειώσεις μπορεί να επιφέρουν τη μεταφορά στελεχών του τραπεζικού κλάδου – και πολλών πελατών τους – σ’ άλλες ανερχόμενες αγορές, από τη Σιγκαπούρη ως τη Γκάμπια. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι το να χτυπάς τις τράπεζες είναι λαϊκισμός, αφού η ροή του κεφαλαίου είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της αγοράς.
Το πρόβλημα είναι ότι σήμερα, μια καλή τράπεζα δεν δανείζει. Μπορεί η λογική να λέει ότι η διάσωση των τραπεζών είναι ο δρόμος για την ανασύνταξη της αγοράς κεφαλαίου, αλλά μια ισχυρή τράπεζα, για να είναι ισχυρή, πρέπει να έχει επάρκεια κεφαλαίου. Δεδομένου ότι οι κανόνες αλλάζουν, πολλές τράπεζες πρέπει να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα και η «εξυγίανση» απαιτεί απομόχλευση, δηλαδή ξεφόρτωμα δανείων και συγκέντρωση κεφαλαίου. Σε συνθήκες κρίσης, κάθε χρόνο, η μοίρα κάθε τράπεζας κρίνεται από δύο παράγοντες: α) σε ποια αγορά είναι εκτεθειμένη και β) το σχετικό της μέγεθος.
Ξεκινώντας από την/τις αγορές, αξίζει κανείς να επισημάνει ότι η διαφορά του κόστους δανεισμού μιας ιταλικής ή ισπανικής επιχείρησης και μιας γερμανικής, είναι περίπου 1,5%, σε σύγκριση με το «0, κάτι» πριν από μόλις δύο χρόνια. Οι χώρες με το μεγαλύτερο κόστος δανεισμού στην Ευρώπη είναι η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Σλοβενία (ούτε λόγος για την Κύπρο φυσικά). Με απλά λόγια, όσο μεγαλύτερη είναι η κρίση σε μια χώρα, τόσο μεγαλύτερη η επισφάλεια των δανείων: συνεπώς, τόσο μεγαλύτερη πρέπει να είναι και η απομόχλευση και η αποθησαύριση κεφαλαίου. Σήμερα, ο καταθέτης καλείται να επιστρέψει το χρήμα του στο λογαριασμό του «για το καλό της εθνικής οικονομίας». Στην πραγματικότητα, η στήριξη του τραπεζικού συστήματος δεν είναι άμεσα ταυτισμένος στόχος με τη στήριξη επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας.
Το μέγεθος, επίσης, μετράει. Διεθνείς και μεγάλες «περιφερειακές» τράπεζες, όπως η Santander, η BBVA, η Intesa Sanpaolo και η UniCredit, μπορούν να έχουν πρόσβαση σε διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Αυτό δε σημαίνει ότι μειώνουν το κόστος χορήγησης δανείων σημαντικά, αλλά ότι μπορούν να εκμεταλλεύονται το μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους, προκειμένου να ξεφορτώνουν λιγότερα δάνεια από το χαρτοφυλάκιό τους. Για παράδειγμα, εάν το κόστος δανεισμού της Intesa στην Ιταλία είναι 295 μονάδες βάσης, το κόστος δανεισμού της Monte dei Pasci di Siena είναι 708. Φυσικά, το κόστος δανεισμού από την Intesa δεν είναι το μισό απ? αυτό της Monte dei Pasci. Και υπάρχει άλλη μια διαφορά μεταξύ μικρών και μεγάλων παικτών στον τραπεζικό κλάδο: οι επενδυτές, αλλά και οι καταθέτες, γνωρίζουν ότι οι συστημικοί παίκτες διασώζονται, άρα ο κίνδυνος «κυπριοποίησής» τους είναι μικρότερος. Έτσι, το μεγαλύτερο βάρος της απομόχλευσης θα το επωμιστούν οι λεγόμενες «μικρές» ευρωπαϊκές τράπεζες», που υπολογίζεται ότι έως το 2018 πρέπει να αδειάσουν το χαρτοφυλάκιό τους από δάνεια ύψους 2,6 τρις.
Από εδώ και πέρα αρχίζει το σπιράλ. Όσο κόβεται το οξυγόνο της ρευστότητας, μειώνεται η ανταγωνιστικότητα, αυξάνεται η επισφάλεια, εντείνεται η ανάγκη απομόχλευσης και διαγραφής «κακών δανείων». Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αφού συνεισέφερε 41 δις ευρώ στον κουμπαρά της διάσωσης των ισπανικών τραπεζών, σήμερα ζητά από την Ευρώπη να προβλέψει ανάγκες νέας χρηματοδότησής τους, αφού η ανεργία αυξάνεται και τα χαρτοφυλάκια βουλιάζουν. Στο μεταξύ, ο Επίτροπος Αλμούνια (Ισπανός) προειδοποιεί ότι οι τράπεζες που δεν θα περάσουν τα stress tests του 2014, δεν θα έχουν πρόσβαση σε δημόσιο χρήμα. Με βεβαιότητα, στο επόμενο δελτίο ειδήσεων των οκτώ, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας θα καλέσει ακόμα μία φορά τις τράπεζες να δανείσουν και ο Υπουργός Ανάπτυξης θα εξαγγείλει τη δημιουργία ενός ακόμα «ειδικού ταμείου». Μάταια.
Αφού οι τράπεζες δεν μπορούν ν? αλλάξουν αγορά, αλλάζουν μέγεθος. Αυτή είναι η λεγόμενη «συγκέντρωση του κλάδου». Στην Ελλάδα, έχουν πλέον απομείνει «τεσσερισήμισι» τράπεζες. Από τις 53 ισπανικές τράπεζες το 2009, έχουν απομείνει περίπου μια ντουζίνα και αναμένεται σφαγή στην Ιταλία των 700 τραπεζών. Το μέγεθος μετράει για έναν ακόμα λόγο: όσο αυξάνεται το μέγεθος, τόσο πιο ανυπολόγιστο γίνεται το κόστος κυπριοποίησης μιας τράπεζας, επειδή δεν είναι σαφές ποιοι και πόσο είναι εκτεθειμένοι, από ασφαλιστικά ταμεία έως μεγάλες επιχειρήσεις διαφόρων εθνικοτήτων. Για την ακρίβεια, όσο πιο αδιαφανές είναι το κόστος χρεοκοπίας, τόσο πιο «συστημική» θεωρείται η τράπεζα. Βέβαια, υπάρχουν δύο διόλου αμελητέες επιπτώσεις της συγκέντρωσης του κλάδου: α) οδηγούν σε «συνέργειες», δηλαδή κλείσιμο καταστημάτων και «μόνο ως έσχατη λύση» απολύσεις και, β) οι συγχωνεύσεις απαιτούν χρόνο, μέχρι να καταλάβουν οι εξαγοράζοντες τι σκελετούς στη ντουλάπα τους κρύβουν οι εξαγορασμένοι (έως ότου το διαπιστώσουν, δεν δανείζουν).
Συγκριτικά, οι ελληνικές τράπεζες είναι μικρές, ενώ βρισκόμαστε στην πιο επισφαλή αγορά της Ευρωζώνης. Σ? όλη την Ευρώπη, αυτός που υποφέρει από το αυξημένο κόστος του χρήματος είναι η μικρή και μικρομεσαία επιχείρηση, δηλαδή η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας. Και αυτό που ονομάζουμε μικρομεσαία επιχείρηση στην Ελλάδα, είναι μια πολύ μικρή επιχείρηση για την Ευρώπη. Και αυτό που ονομάζουμε πολύ μικρή επιχείρηση στην Ευρώπη, καλύπτει το 70% της αγοράς εργασίας εκτός δημοσίου στην Ελλάδα. Μεγάλο μέρος αυτών των επιχειρήσεων δουλεύει σε περιβάλλον πιστωτικής κατάθλιψης, δεδομένου ότι ακόμα και εάν έχει κανείς μια «ασφαλή» (αν είναι δυνατόν) θέση εργασίας, ακόμα και εάν εγκριθεί το δάνειό του (με μέσον), δεν μπορεί να υπολογίσει το κόστος δανεισμού του στο εγγύς μέλλον, πόσο μάλλον μεσομακροπρόθεσμα. Ακόμα και εάν έχει εξαγωγικό προσανατολισμό, οι εφοριακές του υποχρεώσεις και το κόστος δανεισμού του, είναι ανυπολόγιστο (κυριολεκτικά). Συνεπώς, ο ρόλος του κράτους ως εγγυητή συμβολαίων, είναι ανέκδοτο, όπως πρόσφατα έμαθαν και οι επενδυτές στην αγορά φωτοβολταικών.
Και όσο χαμηλώνει το κόστος εργασίας, ούτε η ανταγωνιστικότητα, ούτε η αγορά βελτιώνεται. Αναπόφευκτα, όπως ένα κράτος πρέπει να σώσει το φορολογούμενο για να έχει έσοδα, έτσι και μια τράπεζα πρέπει να σώσει τον δανειζόμενο για να μην εγγράψει χρέη. Όμως, η ορθόδοξη συνταγή χαρακτηρίζεται από στατικότητα, υπολογίζοντας τι χρειάζεται εδώ και τώρα, χωρίς να υπολογίζει τις επιπτώσεις των μέτρων στη δυναμική της κρίσης.
Μπορεί κανείς απλά να αφήσει τις τράπεζες να χρεοκοπήσουν; Ο δρόμος της Ισλανδίας δεν φαίνεται να είναι η λύση. Ο πληθωρισμός είναι σε διψήφιο νούμερο, το δημόσιο χρέος πενταπλασιάστηκε, το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης παραμένει, η αξία των ακινήτων μειώνεται, το κόστος δανεισμού αυξάνεται και το διεθνές εμπόριο – δεδομένων των περιορισμών κίνησης κεφαλαίου – είναι εφιάλτης. Φυσικά, εκεί η ανεργία μειώθηκε, αλλά οι μισθοί είναι καθηλωμένοι, οι δόσεις δεν εξυπηρετούνται, η κυβέρνηση υπόσχεται ειδικά ταμεία διάσωσης και οι ψηφοφόροι δεν την πιστεύουν. Στην Ελλάδα βέβαια η ανεργία αυξάνεται και οι μισθοί επίσης μειώνονται. Αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές, ακόμα και για τους τολμηρούς. Όμως, το να υποκρίνεσαι ότι ο γιατρός είναι καλός, επειδή δεν υπάρχει άλλος, είναι παράλογο.
Σίγουρα, η Ευρώπη πρέπει να είναι η αφετηρία της αντιμετώπισης των όποιων διλημμάτων, αλλά όσο επενδύει μια κυβέρνηση σε ψέματα, επειδή δεν βρίσκει μια βολική αλήθεια, τόσο ο σοβαροφανής λαϊκισμός ακούγεται το ίδιο αξιόπιστος με τον γραφικά εθνικιστικό. Αυτά συμβαίνουν ακόμα και στην Ισλανδία, όπου η υπόθεση εργασίας του ράθυμου νότιου, χωλαίνει. Πράγματι, το θέμα είναι η διάσωση της Ελλάδας εντός του ευρώ, αλλά αυτό δεν θα συμβεί με δηλώσεις επιτυχίας, αλλά με αναγνώριση της αποτυχίας, χωρίς να περιμένουμε τ? αποτελέσματα οποιωνδήποτε εκλογών. Σε αντίθετη περίπτωση, μπορεί ο κόσμος να προτιμήσει οποιαδήποτε εναλλακτική, έναντι της βέβαιης αποτυχίας.