Στρουθοκαμηλισμός ή αποκατάσταση του εθνικού αυτοσεβασμού;

Μιχάλης Κυριακίδης 04 Ιαν 2018

Άλλο ένα εθνικό θέμα,  μετά το Κυπριακό, αυτή τη φορά το «Μακεδονικό», καλείται να διαχειριστεί  η κυβέρνηση Τσίπρα- ΑΝΕΛ, καθώς μετά την αλλαγή ηγεσίας στη γειτονική χώρα με την αποχώρηση των ακραίων  του  VMRO-DPMNE του Ν. Γκρούεφσκι και την κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών του  Ζόραν Ζάεφ, άνοιξε νέο παράθυρο για τη λύση του, σε μια διαμάχη που κρατάει από το 1991.

Τότε η ελληνική πλευρά παρασύρθηκε σε ένα εκτός ελέγχου εθνικιστικό παραλήρημα και παρ΄ότι είχε από την άλλη πλευρά έναν αρκετά διαλλακτικό συνομιλητή, τον Γκλιγκόροφ, που αγωνιούσε εκτός των άλλων  και για την επιβίωση της χώρας του, έχασε την ευκαιρία επίλυσης.

Ο τότε πρωθυπουργός Κων. Μητσοτάκης πέτυχε μια ρεαλιστική συμφωνία με σύνθετη ονομασία- το γνωστό «Πακέτο Πινέιρο»- ωστόσο η κυβέρνησή του έπεσε, με κύριο υπεύθυνο τον Αντώνη Σαμαρά, αλλά όχι μόνον…  Διότι ολόκληρη η ελληνική κοινωνία με επικεφαλής τους ηγέτες της- πολιτικούς και θρησκευτικούς –  και τα ΜΜΕ,  σε μια έξαρση εθνικισμού, είχε ταμπουρωθεί πίσω από το σύνθημα «Η Μακεδονία είναι (μόνον) Ελληνική», με μεγαλειώδη συλλαλητήρια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Η εκτός ρεαλισμού θέση, επιβεβαιώθηκε και από το περιβόητο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών, υπό τον αείμνηστο Κων. Καραμανλή και ενισχύθηκε και από το δάκρυ του Προέδρου της Δημοκρατίας σε πανελλήνια μετάδοση.

Έτσι χάθηκε μία ευκαιρία και η Ελλάδα την περίοδο εκείνη της μεγάλης κρίσης στα Βαλκάνια, κατόρθωσε να μετατραπεί από παράγοντας λύσης, σε μέρος του προβλήματος.

Ιδιαίτερα αρνητικό ρόλο έπαιξαν τα ΜΜΕ, τα οποία, στη συντριπτική τους πλειοψηφία πλειοδοτούσαν σε εθνικιστικό παραλήρημα. Ανάλογο  ρόλο έπαιξαν άλλωστε και στο θέμα των ταυτοτήτων, αλλά και την περίοδο της κρίσης. Τα ΜΜΕ, σε κρίσιμες για τη χώρα στιγμές, δεν στάθηκαν στο ύψος τους και με ανέυθυνο τρόπο πρόβαλαν και προπαγάνδιζαν τις πιο ακραίες θέσεις, προετοιμάζιντας το έδαφος σε κάθε είδους εθνικιστές και λαϊκιστές.

Η θέση αυτή της πολιτικής ηγεσίας, όχι μόνον οδήγησε σε μια πραγματική διπλωματική ήττα της Ελλάδας, καθώς σχεδόν το σύνολο της υφηλίου αναγνώρησε τη γειτονική χώρα με το συνταγματικό της όνομα, «Δημοκρατία της Μακεδονίας», αλλά συνέβαλε ώστε να υποχωρήσουν οι μετριοπαθείς και να ενισχυθούν οι ακραίες εθνικιστικές δυνάμιες στην ΠΓΔΜ, και να κυβερνήσουν  το μεγαλύτερο διάστημα έως σήμερα, προχωρώντας  σε αλυτρωτικές και συμβολικές κινήσεις μέχρι γελοιότητας…

Έτσι, μείναμε μόνοι να μιλάμε για το κράτος ή κρατίδιο των Σοπίων, για «σκοπιανό», αντί «Μακεδονικό»,  και ως σύγχρονοι στρουθοκάμηλοι της διεθνούς πολιτικής σκηνής, να διαρρηγνύουμε τα ιμάτιά μας εάν κάποιος ξένος ηγέτης αποκαλεί τη γειτονική μας χώρα με το όνομα με το οποίο η χώρα του την έχει αναγνωρίσει…

Σήμερα, λοιπόν, μετά από 25 και πλέον χρόνια, άνοιξε ακόμα μία φορά ένα παράθυρο ευκαιρίας για οριστική λύση, οι πολιτικές δυνάμεις  δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν με τη σοβαρότητα που πρέπει το θέμα.

Η κυβέρνηση  έχει να αντιμετωπίσει το σύμμαχό της Πανο Καμμένο και τους βουλευτές του, οι οποίοι καταφεύγουν στις παλιές εθνικιστικές κορώνες.  Έτσι αδυνατεί να αποσαφηνήσει την διαπραγματευτική της γραμμή, προκαλώντας πολλά ερωτήματα. Είναι άλλωστε πρόσφατη η εμπειρία από την αποτυχημένη προσπάθεια (άλλη μία), επίλυσης του Κυπριακού, όπου από πολλούς επιρρίπτεται ευθύνη στο Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών για τους χειρισμούς του.

Η ΝΔ, επί των ημερών της οποίας το 2008 με ΥΠΕΞ την κ. Ντόρα Μπακογιάννη, διαμορφώθηκε η θέση για σύνθετη ονομασία με σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό- θέση αποδεκτή από το σύνολο σχεδόν των δημοκρατικών φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων- επιχειρεί τώρα να μετατρέψει το θέμα σε πρόβλημα εσωτερικής πολιτικής, θέτοντας θέμα δεδηλωμένης για την κυβέρνηση… Δηλώνει ότι δεν πρόκειται να στηρίξει μια λύση εάν δεν υπάρχει ενιαία στάση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ. Ακούγονται, μάλιστα επιχειρήματα – σοφιστείες ακόμη και από πολύ σοβαρά στελέχη της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης…

Η ευκαιρία που φαίνεται στον ορίζοντα για μια ρεαλιστική συμβιβαστική λύση, χρειάζεται περισσότερη υπευθυνότητα από όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις της χώρας, όχι μόνον για να αποκατασταθεί η σοβαρότητά μας στη διεθνή σκηνή, αλλά και για εσωτερικούς λόγους. Να αποκατασταθούν οι πληγές στην εθνική μας συνείδηση που άνοιξε η υπόθεση αυτή…

Ο  ιστορικός Φίλιππος Ηλιού, ιδρυτής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας , σημείωνε πολύ εύστοχα σε κείμενό του που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στις 21/2/1993, στην εφημερίδα Εποχή:

«Το πιο ενοχλητικό, επικίνδυνο και ανησυχητικό για την Ελλάδα και τους Έλληνες δεν είναι ότι πιθανόν να αναγνωριστεί ένα κράτος με το όνομα που αυτό έχει επιλέξει, όπως έχει άλλωστε το δικαίωμα, αλλά ότι με αφορμή το Μακεδονικό αναδείχθηκαν και επιβλήθηκαν, ως κυρίαρχες τάσεις στην ελληνική κοινωνία και τους παράγοντες που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, στοιχεία μιας πρωτοφανούς αρχαϊκότητας, που μας εμφανίζουν να αθετούμε δημοκρατικές κατακτήσεις και πολύτιμες δημοκρατικές ευαισθησίες, που, μετά τη μεταπολίτευση, είχε θεωρηθεί ότι αποτελούσαν πλέον κοινό κτήμα των Ελλήνων πολιτών.

 Χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε πάντοτε, μέσα σε μια έξαρση εθνικισμού, αναβιώσαμε, στο επίπεδο της πολιτείας, των κομμάτων, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά και σε αριστερά κινήματα, έναν εθνικισμό και έναν σοβινισμό άλλων εποχών, έναν ρατσισμό που δεν τιμά την ελληνική κοινωνία. Τα φαινόμενα της μισαλλοδοξίας, του φανατισμού και των νέων δογματισμών που αναπτύσσονται, υπονομεύουν την εθνική συνοχή και τις συλλογικές συνειδήσεις πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι υπαρκτοί ή οι εφευρισκόμενοι εξωτερικοί «κίνδυνοι». Και όλα αυτά γίνονται με τη βεβαιότητα και την ήσυχη συνείδηση ότι πράττουμε ένα εθνικό καθήκον. Στην ουσία καταρρακώνεται κάθε έννοια εθνικού αυτοσεβασμού και αυτογνωσίας».