στο Λαοκράτη Λευτέρη
Υποτίθεται ότι η «Στροφή» τού Σεφέρη άλλαξε τα ποιητικά πράγματα στην Ελλάδα όταν πρωτοκυκλοφόρησε. Δεν αρκούσε στην ψοφοδεή αρχοντιά μας η κορυφή Καβάφης, στην οποία υποκλίθηκε κι ο Παλαμάς ακόμη. Μια χαρά ο Σεφέρης. Δε λέω ωστόσο το ίδιο για τη γενιά τού 30 εν συνόλω. Διέλυσε την πεζογραφία, αποτόμησε την όποια σύνδεσή της της με την πεζογραφία της Δύσης: Μακρυγιάννης και ξερό ψωμί (να το πω: το είχε έγνοια ο καημένος ο Κριαράς, την κουβάλησε έως τον τάφο. Αν υπήρξε ζωογόνα γενιά του 30 αυτή θα εντοπιζόταν στη φιλολογία και την κριτική με τους δύο ανυπέρβλητους φωτεινούς κολοσσούς, το Δημαρά και τον Κριαρά τον ίδιο, δυτικοστραμμένους αμφότερους εν πάση περιπτώσει, αδικημένους πια στην πρόσληψή τους από τη μιζέρια των ακαδημαϊκών μας, ανυπόδεκτους).
Την πνευματική οπισθοδρόμηση, τον απομονωτισμό που σήμανε ο Μακρυγιαννισμός πληρώνουμε και τώρα. Το 2015 μάς κόστισε παραπάνω από ένα ΑΕΠ. Τώρα στην εξωτερική πολιτική μάς κοστίζει ανυπολόγιστα, ηθικά, οικονομικά, πολιτικά, φυσιογνωμικά. Μας απομονώνει. Στροφή χρειαζόμαστε ή απλώς έμπνευση από την προ εικοσαετίας ρεαλιστική ωφελιμιστική προσέγγιση Σημίτη;
Μία ή άλλη οι απαντήσεις ενδιαφέρουν ρητορικά μόνον. Η ειρήνη και η ευημερία αποτελούν το σκοπούμενο. Και για αυτό χρειάζεται ευθύνη και αλήθεια: διάλογος, μη δεσμευτικός με την Τουρκία σε ΟΛΑ.
Ω, ναι! Ειλικρινά ποιος αμερόληπτος διεθνής παράγοντας θα μπορούσε να πειστεί για το αναφαίρετο και αδιαπραγμάτευτο των 10 μιλίων εναερίου χώρου; Ποιος επιδιώκει το απροσδιόριστο, το αδέσποτον κάθε βράχου, ξέρας ή σκοπέλου στη θάλασσα που αντί να μας ενώνει μάς χωρίζει; Πόσα είναι τα Ίμια και πώς τα ονομάζουν; Γιατί το κράτος να μην κάνει μια κίνηση καλής θέλησης επιτρέποντας, ως οφείλει από τη διεθνή του και τη συνταγματική του υπόσταση, τη συλλογική χρήση του τουρκικού αυτοπροσδιορισμού; Επίσης, αναγνωρίζοντας τις προαιώνιες τουρκικές κοινότητες σε Κω και Ρόδο; Φοβούμαστε που εδώ και κάποια χρόνια ο Αλή μετέφερε το καταπληκτικό του εστιατόριο από τον Πλάτανο, δηλαδή τον Κερμεντέ στην πόλη της Κω; Ή μας απειλεί ο ανιθαγενής Κώος δήμαρχος του Μπόντρουμ-Αλικαρνασσού που δίνει μάχη να αναστηλώσει την εκκλησία τού Αγίου Νικολάου όπου μετά την άλωση των Ψαρών μετέφερε ο Μιαούλης την εικόνα του Αγίου και σε αυτήν προσευχήθηκε πριν θριαμβεύσει στη ναυμαχία του Γέροντα;
Ο Γεράσιμος Αρσένης αναπαύεται εις τόπον χλοερόν, οι πολιτικές του στο Αιγαίο όμως στοιχειώνουν ακόμη, μας γκριζάρουν. Κι οι συγγνώμες που δε δώσαμε για τις βόμβες στα τζαμιά προ τριών συν πλην δεκαετιών. Κι αυτές μας γκριζάρουν. Γκριζάραμε πια.
Δεν παρίστανται προβλήματα που επείγουν και απειλούν ειδικά τώρα; Όσο πιο δυσεπίλυτα τόσο πιο βαρύνουσα η γεωγραφία από την πολιτική, η δημογραφία και ο φόβος από την προοπτική ενός μέλλοντος ευημερίας, εκκοσμίκευσης, αισιοδοξίας, δημοκρατίας, ΝΑΙ: συναδέλφωσης.
«Κι άλλοι μάς τα είπαν». Δε θα το ακούσουν φέτος τα παιδιά στα κάλαντα λόγω πανδημίας κι αναγκαστικού εγκλεισμού. Κι άλλοι μιλούν για Χαγή όπως την εννοούν, σαν ουτοπία-δυστοπία, σαν τιμωρία των γειτόνων. Δεν είναι έτσι. Πρέπει να προστεθούν περαιτέρω θέματα αν πράγματι επιδιώκουμε την, έτσι κι αλλιώς απαραίτητη, τουρκική συναίνεση για την προσφυγή στη Χάγη. Μήπως «επιδιώκουμε» τη Χάγη με τον τρόπο με τον οποίο προωθεί την ομοσπονδία ο Κύπριος πρόεδρος; Σαμποτάροντάς την ανεπανόρθωτα, χαιρέκακα.
Σαν ήμουν μικρό παιδί άκουσα για την ταινία, και τη μουσική της, «Παρίσι Τέξας». Την είδα ενήλικας. Στα παιδικά μου μάτια έμεινε κολλημένο το φάσμα μιας πορείας από την Ευρώπη στο υπερπόντιο ταξίδι που οδηγούσε στη γη της αμερικανικής, βίαιης, «πιστολέρο» γραφικότητας. Δεν ήταν έτσι τελικά. Η παρισινή συνωνυμία της τεξανής κώμης συνέβαλλε στο παραξένισμα και τη δραστικότητα του φιλμικού τίτλου.
Υπάρχει Χάγη και στην κομητεία Γουόρεν της Νέας Υόρκης. Νομίζω πως αξίζει να προσβλέπουμε στη δική μας, την ευρωπαϊκή μας, την ολλανδική Χάγη. Άλλωστε κανείς δε θα γράψει για την άλλη Χάγη τόσο ωραία μουσική όπως το σάουντρακ της ταινίας τού Βέντερς. Κι αντί για Κίνσκι θα μείνουμε με τη χιμαιρική πριγκίπισσα Ναστάζια των Ρομανώφ, μη στεναχωρήσουμε και το «ξανθόν γένος» που πλέον της διακοσαετίας μάς φροντίζει. Αξίζει η κομπορρημοσύνη παραπάνω από την προκοπή και την ανεξαρτησία;