Αυτή τη φορά η στροφή των 360 μοιρών έγινε. Η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός βρίσκονται στο ίδιο σημείο με πριν, με τη διαφορά ότι οι συνθήκες είναι χειρότερες. Ξεκινήσαμε τη στροφή μέσα σε πρόγραμμα και την ολοκληρώσαμε εκτός προγράμματος, χωρίς να έχουμε πληρώσει το ΔΝΤ και με κλειστές τράπεζες. Επίσης έχουμε για παρακαταθήκη το, πράγματι πολύ ισχυρό, όχι στο δημοψήφισμα.
Γιατί όμως έγινε αυτή η επιλογή. Νομίζω ότι η πιο απλή απάντηση είναι αυτή που ισχύει. Το δημοψήφισμα έγινε για το εσωτερικό και όχι για το εξωτερικό, έγινε για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας, για να μην έρθει σε ρήξη με το εσωτερικό του κόμματος, αποφάσισε να ρισκάρει μια ρήξη με την ΕΕ, ώστε να ενδυναμωθεί απέναντι στην εσωτερική αντιπολίτευση. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι του βγήκε και με το παραπάνω, πολύ μεγάλο ποσοστό του ελληνικού λαού πίστεψε ότι θα του δώσει, όπως έλεγε στα επαναλαμβανόμενα διαγγέλματα, την ευκαιρία για μια «καλύτερη συμφωνία».
Οι Ευρωπαίοι έχουν ήδη τοποθετηθεί επί του όχι με σκληρή γλώσσα και είναι απορίας άξιο πώς θα πάει ο Πρωθυπουργός να διαπραγματευτεί με αυτό το όχι στα χέρια. Η αποπομπή του Γιάννη Βαρουφάκη φαίνεται ότι ήταν η απάντηση της Αθήνας στη στάση των εταίρων.
Όμως αυτό που νομίζω ότι είναι το σημαντικό διαπραγματευτικό χαρτί είναι η σύγκληση του Συμβουλίου Αρχηγών και η κοινή, πλην Δημήτρη Κουτσούμπα, δήλωση. Αυτό που έπρεπε να γίνει από την αρχή της κρίσης, πριν το πρώτο μνημόνιο, έγινε την ύστατη στιγμή, λίγο πριν το γκρεμό.
Πλέον ο Α. Τσίπρας έχει όλα τα χαρτιά στα χέρια του, καθώς μέσω του δημοψηφίσματος εδραίωσε την απόλυτη κυριαρχία του στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και μέσω του Συμβουλίου Αρχηγών έχει την εξουσιοδότηση της πλειοψηφίας για τη νέα διαπραγμάτευση. Η ευθύνη είναι αποκλειστικά δική του μέσα σε ένα εξαιρετικά αρνητικό διεθνές περιβάλλον, καθώς κανείς δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται γιατί έπρεπε να γίνει όλο αυτό, από τη στιγμή που βρισκόμαστε πάλι στο ίδιο σημείο, δηλαδή να διεκδικεί η Ελλάδα συμφωνία και νέο μνημόνιο, κάτι το οποίο αρνήθηκε τόσο μαζικά προχτές την Κυριακή.