Στη Γαλλία η «Monde», όπως έγραψε σ’ ένα εξαιρετικό της ρεπορτάζ στα «Νέα» (20/10/2015) η Κίττυ Ξενάκη, άνοιξε μια συζήτηση με το ερώτημα, «υπάρχουν ακόμη αριστεροί διανοούμενοι;». Η εφημερίδα αναφέρθηκε σε «νεοαντιδραστικούς μιντιακούς ψευτοδιανοούμενους» οι οποίοι κυριαρχούν στα εξώφυλλα των γαλλικών περιοδικών και των εφημερίδων, στο prime time της γαλλικής τηλεόρασης, στις λίστες με τα ευπώλητα βιβλία». Η Ελληνίδα δημοσιογράφος συνοψίζοντας τη συζήτηση γράφει για την αγωνιώδη αναζήτηση της «Monde» για ένα δημόσιο διάλογο επαγρύπνησης και στοχασμού από ανθρώπους που έχουν τη δύναμη να διαλύσουν «την ομίχλη των ιδεολογικά ταραγμένων καιρών».
Αν εδώ άνοιγε μια τέτοια συζήτηση θα έπρεπε να έχει άλλο ερώτημα. «Στρίβουν δεξιά οι αριστεροί διανοούμενοι;» Σήμερα στην Ελλάδα διανοούμενοι, πρώην αριστεροί ή «αριστεροί», αποξενωμένοι από κάθε Αριστερά, γράφουν βιβλία, αρθρογραφούν, δίνουν συνεντεύξεις στα ΜΜΕ και παρουσιάζουν την Αριστερά ως το μεγαλύτερο λάθος της ιστορίας. Ακούμε και διαβάζουμε πως η Αριστερά (βεβαίως κάποιοι σπεύδουν να εξαιρέσουν εδώ τη Σοσιαλδημοκρατία, κάνοντας πιο μεγάλη τη σύγχυση για το τι είναι και τι δεν είναι Αριστερά) είναι μια παράταξη που επιδιώκει την εξίσωση όλων προς τα κάτω. Κίνητρο της δράσης της είναι το μίσος για την επιχειρηματικότητα, η βούληση για υπερφορολόγηση των εύπορων, η θεοποίηση των «ασθενών στρωμάτων» και της ανέχειας. ??Αλλά ακόμη και πριν απ’ αυτό το ερώτημα, το ζήτημα είναι αν γενικά ενδιαφέρονται οι κομματικοί μηχανισμοί για τις ιδέες και τους ανθρώπους που τις εκφράζουν. Γιατί τουλάχιστον στη Γαλλία μέχρι και ετήσια κομματικά «πανεπιστήμια» οργανώνουν για να μάθουν τα στελέχη τους τι λένε οι επιστήμονες και οι διανοούμενοι. Στην Ελλάδα οι τακτικισμοί των μηχανισμών δεν επιτρέπουν ούτε να διανοηθεί κανείς κάτι παρόμοιο.
Έτσι κανείς δεν συζητά σοβαρά τι είναι και τι δεν είναι αριστερό στην εποχή μας. Στην προ ΣΥΡΙΖΑ εποχή τον τόνο για το τι είναι αριστερό έδινε η αφήγηση του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό ως απάντηση στον «καταρρέοντα» καπιταλισμό. Η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής και η συνοδεύουσα αυτήν κρατικοποίηση της κοινωνικής, πολιτικής και ιδεολογικής ζωής ήταν η μια πλευρά ενός προσώπου, του οποίου η δεύτερη ήταν η θυματοποίηση των «αριστερών», όπως τους εννοούσε το ΚΚΕ και η παρουσίαση της Δεξιάς, όχι ως άλλη πρόταση για τη συγκρότηση των κοινωνιών, αλλά ως μπαμπούλα.
Στη συριζέικη όμως εποχή τροποποιήθηκε η αφήγηση για το τι είναι Αριστερά. Τα τελευταία χρόνια, αυτή ταυτίστηκε με τον εθνικο-λαϊκισμό, την ιδεολογικοποίηση του κρατισμού, τον ανορθολογισμο, την αμφίθυμη στάση έναντι της ασκούμενης στο πλαίσιο των δημοκρατικών κρατών βίας. Ως απάντηση σ’ αυτή την τραγελαφική αφήγηση που ναι μεν είναι αριστερή, αλλά δεν είναι η μόνη αριστερή, έχουμε την προαναφερθείσα δεξιά στροφή πολλών Ελλήνων διανοουμένων.
Σήμερα στην Ελλάδα ο «δεξιός» μπαμπούλας έγινε «αριστερός». Έτσι, για παράδειγμα, ο Μαρξ από θεός γίνεται δαίμονας. Ως αποτέλεσμα αυτής της ατμόσφαιρας, ο βουλευτής του Ποταμιού Γιώργος Αμυράς ισχυρίστηκε πως «η κυβέρνηση έφερε το μαρξισμό στην ελληνική οικογένεια». Ταυτίζοντας έτσι τον Μαρξ με τις κυβερνητικές «αρλούμπες», μετέτρεψε τη δική του «αρλούμπα» για τον Μαρξ σε πολιτική(sic) άποψη.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 αμερικανικά πανεπιστήμια, αλλά και αμερικανικές επιχειρήσεις, ταγοί του μάνατζμεντ και διευθυντές μεγάλων επιχειρήσεων, ανακαλύπτουν τον Μαρξ μαζί με τον Μακιαβέλι. Μέσω του έργου του Μαρξ επιδιώκουν να προσεγγίσουν τη λειτουργία του καπιταλισμού και μέσω του Μακιαβέλι τη δομή της εξουσίας. Ό,τι δηλαδή έκανε το 1942 ένας διανοητής τέτοιου βεληνεκούς, όπως ο Γιόζεφ Σουμπέτερ.
Αν κοιτάξουμε λίγο παραπέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ, θα δούμε πως και σήμερα την παγκόσμια αριστερή διανόηση την απασχολούν πολύ σοβαρά ερωτήματα για τις ανισότητες στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Ποιες ανισότητες πρέπει να μειώνονται; Μόνο όσες έχουν κοινωνική προέλευση ή και αυτές που γεννιούνται από βιολογικά πλεονεκτήματα; Πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο χωρίς να αδικούνται οι περισσότερο «ικανοί»; Είναι ο νεοφιλελευθερισμός η ιδεολογία που υποστηρίζει απλά την αγορά ή η ιδεολογία που κυρίως απολυτοποιεί τονρόλο της ατομικής επιτυχίας; Αντιφάσκει η αλληλεγγύη στην αξιοκρατία; Υπάρχουν προοδευτικές ανισότητες; Τι σημαίνει σήμερα κράτος πρόνοιας; Πρέπει να αναδιανέμονται, σε ποιους και με ποια κριτήρια είτε πόροι, είτε ευκαιρίες, είτε δυνατότητες ή και τα τρία μαζί; Δεν υπάρχουν εύκολες και αποκλειστικές απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, αλλά όλα αυτά αποτελούν το επίκεντρο της συζήτησης σοσιαλδημοκρατών, φιλελεύθερων και ρεπουμπλικάνων διανοούμενων.
Δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά στο ερώτημα αν στρίβουν δεξιά οι διανοούμενοι. Αλλά μπορώ με σιγουριά να απαντήσω αρνητικά στο ερώτημα αν οι ιδέες απασχολούν τις συνιστώσες της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, το Ποτάμι του κ. Αμυρά, τον ΣΥΡΙΖΑ ή και τη ΝΔ. Για την πολιτική μόνο ως επάγγελμα οι ιδέες είναι βαρετές και περιττές. Την στιγμή που οι επαγγελματίες πολιτικοί κατανοούν πόση σημασία έχουν οι ιδέες, είναι αργά γι’ αυτούς. Τις θέσεις τους έχουν ήδη καταλάβει οι πάσης φύσεως χρυσαυγίτες.