Το προεκλογικό σκηνικό αρχίζει να στήνεται. Οι πρωταγωνιστές προετοιμάζονται για τον ρόλο τους. Οι επικείμενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν, θα είναι μάχη για δύο. Τσίπρας και Μητσοτάκης, ανατοποθετούμενοι στο νέο περιβάλλον, αποκρυσταλλώνουν τη στρατηγική τους. Μελετώντας τις τάσεις της κοινής γνώμης, διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την κεφαλαιοποίηση των εκλογικών τους στόχων.
Ο πρωθυπουργός αισθάνεται την πολιτική και κοινωνική ασφυξία, στην οποία περιήλθε. Όπως έχει φανεί, διαθέτει αντανακλαστικά και ένστικτο. Οι κατά καιρούς πρωτοβουλίες και οι μεταμορφώσεις του το επιβεβαιώνουν. Η πολιτικότητά του αποδεικνύεται χρήσιμο όπλο για να κάνει τις απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις. Με το επικοινωνιακό του χάρισμα καλλιεργεί εντυπώσεις. Το βέβαιο πάντως είναι ότι οι χαμηλές επιδόσεις, του ίδιου και της κυβέρνησής του, απομείωσαν το πολιτικό του κεφάλαιο. Οι πρακτικές του αποδυναμώνουν περαιτέρω την κυριαρχία του. Τα προβλήματα της κυβερνητικής διαχείρισης, το ύφος και το ήθος της εξουσίας ακυρώνουν ακόμη και το πολυδιαφημιζόμενο «ηθικό πλεονέκτημα».
Ο Τσίπρας επιχειρεί να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, ακολουθώντας συνταγές του παρελθόντος. Στην πραγματικότητα θεμελιώνει την προεκλογική του στρατηγική στη σκληρή αντιδεξιά ρητορική. Ξέρει ότι για λόγους ιστορικούς, πολιτικούς, ταξικούς υπήρχαν εμπεδωμένα στην κοινωνία τα αντιδεξιά σύνδρομα. Μολονότι εναγκαλίστηκε τους ΑΝΕΛ, τον Παπαγγελόπουλο, την Παπακώστα κ.ά., δαιμονοποιεί τη ΝΔ, εγκαλώντας τη για ακροδεξιά στροφή. Στοχοποιεί τον αντίπαλό του, κατηγορώντας τον για νεοφιλελευθερισμό.
Το αποκαλούμενο «Προοδευτικό Μέτωπο» που προωθεί δεν αποσκοπεί μόνον στον απογαλακτισμό του από τις ανάρμοστες συμμαχίες του, με χαρακτηριστικότερη αυτή του Καμμένου. Πρωτίστως έχει στρατηγική στόχευση. Αφορά την επόμενη ημέρα. Ουσιαστικά πολιτεύεται με δεδομένη την ήττα και με απώτερο ορίζοντα την κατάληψη της Κεντροαριστεράς που άλλοτε εξέφραζε το ΠΑΣΟΚ. Προτεραιότητά του, η αλίευση ψηφοφόρων και στελεχών από τον διαμελισμένο αυτόν χώρο, εκτιμώντας ότι το ασθενικό ΚΙΝΑΛ αδυνατεί να τον εκπροσωπήσει. Παράλληλα, θέλοντας να αποτρέψει τμήμα κεντροαριστερών εκλογέων να ψηφίσουν τον Μητσοτάκη, τον ενοχοποιεί με βαρείς χαρακτηρισμούς.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης από την άλλη, εισπράττοντας την κυβερνητική φθορά και αξιοποιώντας την τιμωρητική διάθεση των πολιτών επενδύει στο υπαρκτό αντί-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα. Διαπιστώνοντας ότι το ρεύμα αυτό αναζητά έκφραση επιδιώκει να ανταποκριθεί. Επιπλέον, προσπαθεί να ισοσκελίσει το μειονέκτημα, ότι ηγείται ενός κόμματος με έντονες συντηρητικές αποχρώσεις, με το προσωπικό του πλεονέκτημα, την αποδεδειγμένη απήχησή του στο κεντρογενές ακροατήριο.
Η διάστασή του με τον σκληρό πυρήνα της ΝΔ εύλογα επισκιάζεται από την προσδοκία της εξουσίας. Οι εμφανείς αντινομίες στη φάση αυτή εξουδετερώνονται και από το ότι ο Μητσοτάκης λειαίνει τη μεταρρυθμιστική του επαγγελία. Έτσι ερμηνεύεται και η προσχώρησή του στη μακεδονολογία. Η επιλογή του να είναι πολυσυλλεκτικός εξυπηρετεί εκλογικές σκοπιμότητες. Ενέχει όμως τον κίνδυνο να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα στην ενδεχόμενη πρωθυπουργία του.
Η αποτελεσματικότητα των στρατηγικών στοχεύσεων των δύο μονομάχων θα φανεί στην πράξη. Η προσωπική και πολιτική τους αξία δεν κρίνει μόνο την ανθεκτικότητά τους, αλλά και την ικανότητά τους να ανταποκριθούν στις ανάγκες και απαιτήσεις του τόπου.