Το καλοκαίρι του 1968 , χούντα βαριά, δούλευα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης τότε, μαθαίνουμε για την εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία. Μαζί με τα ονόματα Γιαν Πάλακ, Ντούμπτσεκ κ.λ.π., στις κουβέντες των καθημερινών ανθρώπων κυριαρχούσε ένα επίθετο, όχι πρωτόγνωρο για μένα, αλλά ο τρόπος που το χρησιμοποιούσαν οι άλλοι, μου έδινε την αίσθηση της πρώτης φοράς. Διανοούμενος. Ηταν υπό διωγμόν από τους εισβολείς. Θυμάμαι την κουβέντα κάποιου που είχε συγγενείς εκεί: «Ο θείος μου είναι διανοούμενος και τον συλλάβανε.» Σαν να ήταν μηχανικός ή τροχονόμος.
Δεν μπόρεσα ποτέ να της δώσω συγκεκριμένο περιεχόμενο της λέξης αυτής. Άλλαζε ανάλογα με τα διαβάσματα μου και γενικά δεν με απασχολούσε και τόσο. Κατά καιρούς έβλεπα πολλοί να κολλούν δίπλα στο επώνυμο τους (που για το πιο σικ του πράγματος μεσολαβούσε και το αρχικό του πατρωνύμου) και διάφορες ιδιότητες…συγγραφέας, ποιητής, ιστορικός και άλλα τέτοια. Ο Τσαρούχης είχε κάνει καλά την δουλειά του (ή απ αυτόν που το άκουσε όπως έλεγε ο ίδιος).
Σε κάτι τέτοιες στιγμές θυμόμουν αυτό που είχε πει κάποτε ο Μάριος Χάκκας σε μια συνέντευξη του.
«Είναι μερικοί που στις στιγμές της μεγάλης ανίας τους, τα ξύνουν. Κατά λάθος τραβούν μια τρίχα, βγάζουν μια μικρή κραυγή πόνου και μετά τρέχουν στο σαλόνι και γράφουν ένα ποίημα».
Κακεντρέχεια; Ισως. Αλλά οι καταγεγραμμένες τέτοιες περιπτώσεις πάρα πολλές, ώστε να μην μπορεί να θεωρηθούν εξαίρεση κάποιου κανόνα.
Στην παρούσα φάση, ζούμε μια υπερβολή. Νοιώθουμε όλοι την ανάγκη να πούμε κάτι όταν συμβεί κάτι ιδιαίτερα δραματικό (και ο γράφων καμιά φορά) και τα δραματικά δεν λείπουν από την ζωή μας. Δεν έλειπαν ποτέ νομίζω. Τώρα απλώς μεγεθύνονται και παραμορφώνονται πολλές φορές. Μερικά «βαριά» ονόματα, που «καθιερώθηκαν» ως τέτοια, μέσα στην χλαπαταγή της διαρκούς ενημέρωσης, της εν γένει λογοτεχνίας, του πανεπιστημιακού λόχου, και της δημοσιογραφικής λαίλαπας, νοιώθουν την ανάγκη να μιλήσουν πρώτοι. Και όπου βγει. Ακόμη και η «γνώμη» πρέπει να έχει την προτεραιότητα της. Πρώτοι ….Και δεν περιορίζονται σ αυτό. Αλλά ως πεζικάριοι δίνουν μάχη σώμα με σώμα με υβριστές, με το ίδιο το σινάφι τους, ακόμη και με τον εαυτό τους. Κάτι τους τρώει; Ποιος ξέρει…Μου θυμίζει το παιδικό μας παιχνίδι…ποιος θα κατουρήσει πιο μακρυά. Ηταν ένα είδος στίγματος, αυτοεπιβεβαίωσης.
Επιβλήθηκε έτσι ένας ιντερνετικός διαγκωνισμός, μια διαρκής επένδυση στον χώρο που αυτοί προσδιόρισαν εκ των προτέρων ότι τους ανήκει και ο σύμπας λαός πρέπει να στέκεται γύρω-γύρω και να θαυμάζει και ας λέγεται και γράφεται εκεί μέσα ότι πιο βαρετό, ανακόλουθο, πατριωτικό ή μη, ένα διαρκές ο.φ.α*
Θα ζήσουμε μ? αυτό, δεν γίνεται αλλιώς, όπως και με τόσα άλλα στην ζωή μας. Όμως αυτή η συνεχής υποβάθμιση κάποιων ορόσημων και αξιών που είχαμε στην ζωή μας, για ανθρώπους και καταστάσεις, που τους και τις, είχαμε στο προσωπικό μας εικονοστάσι, η μετατόπιση τους σε άλλο σημείο του σπιτιού μας και τελικά ο εξοβελισμός τους απ αυτό με τα υπόλοιπα απορρίμματα είναι, φαίνεται, η μόνη διέξοδος.