«Στον Κασιδιάρη σε θέλω παλικάρι»

Κώστας Κούρκουλος 30 Μαρ 2013

Ήμουν μικρό παιδί. Θυμάμαι να ’ρχεται πεζός κάθε τόσο στο χωριό μου («Μακράδες», που βρίσκεται στη ΒΔ Κέρκυρα), ο «Ν…» από το διπλανό χωριό, τους «Λάκωνες», ένας άκακος και βαθιά ευγενής άνθρωπος, που όμως είχε μία αδυναμία. Το κρασί. Ερχόταν λοιπόν στο χωριό για να συναντήσει τον ομόλογό του, με τον οποίο «του ’διναν και καταλάβαινε».

Για να ζηλέψει ο αναγνώστης, έγραφε τον 19ο αιώνα ο Ιωσήφ Παρτς, για τη διαδρομή του «Ν…» μεταξύ των δύο χωριών: «Σπανίως εν τη οικουμένη υπάρχει εικών τοπίου επί τοσούτον ελκυστική…». Ο προηγούμενος, επίσης Γάλλος πρεσβευτής, όταν πριν από λίγα χρόνια περπάτησε στο ίδιο μέρος, έγραψε αμέσως μετά στο «ΓΕΩ» της «Ελευθεροτυπίας»: «Φέτος περπάτησα στο ωραιότερο μέρος της Ευρώπης». Οι Βενετσιάνοι είχαν δώσει και την πρέπουσα ονομασία σ’ ένα σημείο της διαδρομής: «Bella vista». Παρά τα «κάλλη» της, η διαδρομή είχε τότε ένα πολύ σοβαρό «ελάττωμα»: Σε γεφύρι που μεσολαβούσε, δεν είχαν τοποθετηθεί προστατευτικά τοιχία, παρ’ ότι και από τις δύο πλευρές του υπάρχει γκρεμός. Το σημείο αυτό λέγεται «Κακότραφος».

Κατά την επιστροφή λοιπόν του «Ν…» στο χωριό του μετά την οινοποσία, το πέρασμα του γεφυριού του «Κακότραφου» ήταν αληθινός εφιάλτης. Γιατί, καθώς από το οινόπνευμα έκανε πιρουέτες, υπήρχε κίνδυνος να βρεθεί στον γκρεμό. Αυτό τον έκανε να θεωρεί ότι το μεγαλύτερο κατόρθωμα ενός ανθρώπου, ήταν να περάσει όρθιος τον «Κακότραφο». Τότε μόνον ήταν παλικάρι. Ήταν δε τέτοιο το δέος του, ώστε μόλις έφτανε στο γεφύρι, το πέρναγε «στα τέσσερα» με τα γόνατα ή και έρποντας. Το πέρασμα δηλαδή του «Κακότραφου», ήταν για τον «Ν…» η «λυδία λίθος» της παλικαριάς. Γι’ αυτό και έλεγε συχνά: «Στον Κακότραφο σε θέλω παλικάρι».

Αυτή τη ρήση του «Ν…» μου θύμισε η πρόσφατη αθώωση Κασιδιάρη. Θυμίζω: Δικαζόταν ο Κασιδιάρης για συνέργεια σε ληστεία. Απ’ όσα διαβάσαμε στον τύπο, με τη ληστεία τον συνέδεε το ίδιο το αυτοκίνητό του. Μάλιστα, αυτόπτης μάρτυρας (καθηγήτρια πανεπιστημίου) κατέθεσε στη δίκη ότι με το σύζυγό της κράτησαν τον αριθμό του αυτοκινήτου με το οποίο διέφυγαν οι δράστες. Και αποδείχτηκε πως ήταν του Κασιδιάρη. Η αξιοπιστία της καθηγήτριας ήταν αναντίρρητη. Διότι όταν κατέθεσε πρώτη φορά – πριν από πέντε χρόνια – το περιστατικό αυτό, ο Κασιδιάρης ήταν παγκοσμίως άγνωστος. Επίσης, είναι αυτονόητο ότι δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει τότε τη μελλοντική ανάδειξη του Κασιδιάρη στο στρατόπεδο των νεοναζί. Πλην αν της αποδοθούν μεταφυσικές ικανότητες μαντικής. Κατά συνέπεια, είναι εκτός λογικής η εκδοχή ότι επειδή ανήκει στο αντιναζιστικό στρατόπεδο, κατέθεσε προ πενταετίας ψέματα πως στη ληστεία χρησιμοποιήθηκε το αυτοκίνητο του Κασιδιάρη.

Με αυτά τα δεδομένα, οποιοσδήποτε άλλος κατηγορούμενος σήμερα θα βρισκόταν στις φυλακές. Στην περίπτωση όμως Κασιδιάρη, είχαμε μία συνθήκη που ανέτρεπε την ισχύ κάθε αποδεικτικού μέσου: Στο ακροατήριο είχαν στηθεί μεταξύ των άλλων και οι γνωστές «χτισμένες ντουλάπες», ως έσχατο «δικανικό επιχείρημα» του κατηγορουμένου. Έτσι, μπροστά στις ανθρωπόμορφες «ντουλάπες», το δικαστήριο οδηγήθηκε στη μοναδική «αλήθεια» που αυτές επέβαλαν: Ότι η μάρτυρας ήταν αναξιόπιστη και ο Κασιδιάρης αθώος!

Ο ίδιος δεν κρατήθηκε και με θράσος μας πέταξε «κατάμουτρα» τη βεβαιότητά του, ότι έχει επιβάλει το καθεστώς αυτό: Αμέσως μετά την πρόσφατη άρση της ασυλίας του από τη Βουλή, μας απείλησε από τηλεοράσεως πως και πάλι θα απαλλαχθεί, παρ’ ότι είδε όλη η Ελλάδα τη βιαιοπραγία για την οποία παραπέμπεται. Και δεν υποκρίνεται. Μετά την αθώωσή του, είναι σίγουρος πλέον ότι οι ανθρωπόμορφες «ντουλάπες» των ναζί μπορούν να επιβάλλουν ερήμην των αποδείξεων και δικαστικές αποφάσεις.

Όταν λοιπόν μετά από αυτά βλέπω να οδηγείται στις φυλακές ένας κοινός άνθρωπος, ή ένας φτωχοδιάβολος, ή «πτώματα» –πολιτικοί του παρελθόντος, με λιγότερα μάλιστα αποδεικτικά στοιχεία από αυτά που δεν ήταν αρκετά για την καταδίκη του Κασιδιάρη, μου ’ρχεται αυτόματα στο μυαλό η «ιστορική» φράση του «Ν…», προσαρμοσμένη στα δικά μας: «Στον Κασιδιάρη, σε θέλω παλικάρι!».