Εχει ήδη περάσει η πρώτη από τις δύο εβδομάδες που είχε θέσει ως όριο ο κ. Βαρουφάκης προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία πριν η χώρα βρεθεί σε χρηματοδοτικό αδιέξοδο. Ακόμα όμως κανείς δεν γνωρίζει τι πρόκειται να γίνει.
Πέρα από δηλώσεις αυτοϊκανοποίησης, οι διαπραγματεύσεις καρκινοβατούν. Τα «αγκάθια» παραμένουν, ενώ η κυβέρνηση δείχνει ανίκανη να ξεπεράσει τις ιδεολογικές της αγκυλώσεις και τις εσωτερικές αντιστάσεις των ακραίων συνιστωσών της. Ο βαθμός της αβεβαιότητας μάλιστα αυξάνεται μάλλον, παρά μειώνεται. Στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ η ενημέρωση για την πορεία των διαπραγματεύσεων προκάλεσε εξέγερση και πρόσκληση στους λαούς της… Ευρώπης για κινητοποιήσεις. Ακόμα και οι υπουργοί πλέον βάζουν τις δικές τους «κόκκινες γραμμές». Ετσι, πέρα από τα στελέχη της Αριστερής Πλατφόρμας, είναι τώρα οι «άνθρωποι του προέδρου» που εκβιάζουν αποφάσεις. Ο κ. Σκουρλέτης έκανε την αρχή σπεύδοντας να αποκλείσει υποχωρήσεις σε εργασιακά και Ασφαλιστικό, την ώρα ακριβώς που διεξάγονταν συζητήσεις για τα θέματα αυτά. Ακολούθησε ο κ. Βαρουφάκης, ο οποίος ανακοίνωσε πως δεν υπογράφει συμφωνία που δεν θα βγαίνει «μακροδυναμικά». Θα μπορούσε να είναι απλώς άλλη μια εκκεντρικότητα – το αντίθετο της δημιουργικής ασάφειας με την οποία ο υπουργός των Οικονομικών έκανε το ντεμπούτο του. Αν το εννοεί, όμως, τότε είναι η απόλυτη συνταγή αδιεξόδου. Γιατί βέβαια οι ατελείς συμφωνίες που αναθεωρούνται στην πορεία είναι ο τρόπος της Ευρώπης προκειμένου να ξεπερνιούνται οι πολιτικές αντιθέσεις. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε πολλοί εξέλαβαν την υπουργική διακήρυξη ως προειδοποίηση: στρίβειν διά της αδιαλλαξίας;
Με αυτά τα δεδομένα και με την αλλοπρόσαλλη διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για όλα. Οσο και αν είναι παράλογο, κανείς δεν μπορεί πια να αποκλείσει τον εκτροχιασμό, να κληθούμε να πάρουμε αποφάσεις για το αν θέλουμε να παραμείνει η χώρα στην Ευρωζώνη. Και βέβαια, σε αυτή την περίπτωση η αντιπολίτευση θα κληθεί να υπερασπιστεί την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Είναι περισσότερο ανέτοιμη από ποτέ.
Στη Νέα Δημοκρατία ο κ. Σαμαράς παραμένει αρχηγός υποστηρίζοντας μια παραλλαγή του αναντικατάστατου. Δεν αποχωρεί, λέει, γιατί δεν μπορεί να τα παρατήσει την ώρα της μάχης. Λες και δεν υπάρχει άλλος να τη δώσει. Ετσι η αξιωματική αντιπολίτευση παραμένει καθηλωμένη στο χθες ελπίζοντας ότι σε περίπτωση κρίσης ο εκλογικός νόμος θα της επιτρέψει να συσπειρώσει ευρύτερες δυνάμεις πολιτών που αγωνιούν.
Στο Ποτάμι έχουν μια ικανοποιητική κοινοβουλευτική παρουσία, το κόμμα ωστόσο παραμένει πολιτικά υπό διαμόρφωση και εξαιρετικά αρχηγικό. Ακόμα χειρότερα, ενώ κατ’ ιδίαν σχεδόν όλα τα στελέχη του αναγνωρίζουν την ανάγκη ευρύτερων συνεργασιών, ο κ. Θεοδωράκης επιμένει σε μια πολιτική λαμπρής απομόνωσης που πολλοί εκλαμβάνουν ως ένα σχέδιο συγκυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ – αν και όταν ο κ. Τσίπρας έρθει σε ρήξη με τους ακραίους του κόμματός του. Πρόκειται για μια δύσκολη μανούβρα που μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε ατύχημα.
Οσο για το ΠΑΣΟΚ, στα προφορικά, διά του κ. Βενιζέλου, παίρνει άριστα. Αυτήν τη στιγμή ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κάνει την πιο ολοκληρωμένη και εμπεριστατωμένη κριτική στους κυβερνητικούς χειρισμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Τσίπρας απέφυγε να απαντήσει στην ερώτηση του κ. Βενιζέλου στην Ωρα του Πρωθυπουργού. Από εκεί και πέρα όμως, άβυσσος… Γιατί βέβαια έχει πληγεί η αξιοπιστία του κόμματος και μόνο μια μικρή μειοψηφία των πολιτών είναι διατεθειμένη να το ακούσει. Οργανωτικά αποδεκατισμένο και φορτωμένο με ένα υπέρογκο χρέος που δεν θα αποπληρώσει ποτέ, πηγαίνει σε ένα συνέδριο το οποίο δεν απασχολεί την ελληνική κοινωνία. Ιδίως όταν οι πρωταγωνιστές δίνουν την εντύπωση ότι διαγκωνίζονται για την καρέκλα. Το κόμμα της ελληνικής Σοσιαλδημοκρατίας δίνει μάχη επιβίωσης και το ζητούμενο σήμερα είναι «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης» με επιλογές σε πρόσωπα και πολιτικές που θα υπηρετούν τον βασικό του στόχο: την ενότητα και την ανασυγκρότηση της προοδευτικής παράταξης.Ετσι, ο πραγματικός κίνδυνος είναι μέσα από μια βεβιασμένη εκλογή αρχηγού να δώσει την εικόνα ότι επιλέγει μια από τα ίδια και να χάσει και την τελευταια ίσως ευκαιρία ανανέωσης.
Κάτω από άλλες συνθήκες, τα προβλήματα της αντιπολίτευσης θα μπορούσαν να θεωρηθούν φυσιολογικά. Μετά από μια εκλογική ήττα χρειάζεται χρόνος για την ανασυγκρότηση των κομμάτων. Χρόνος όμως δεν υπάρχει. Μέσα στις επόμενες εβδομάδες μπορεί να έχουμε εξελίξεις που θα επηρεάσουν την πορεία της χώρας για δεκαετίες. Κι όλα ενδέχεται να κριθούν από μια χούφτα ανθρώπων, ένα συνονθύλευμα κομμουνιστών και μαοϊκών της δεκαετίας του ’70, γραφικών φωνακλάδων με ακροδεξιές ή ακροαριστερές καταβολές και βέβαια την απαραίτητη δόση πρώην στελεχών καριέρας του ΠΑΣΟΚ. Πόσο χειρότερα;