Το μέγα ζητούμενο για την Ελλάδα είναι να βγει πια από την ύφεση, εκκινώντας μια διαδικασία βιώσιμης ανάπτυξης που θα δημιουργεί εισοδήματα και απασχόληση. Για την ευρωζώνη συνολικά το μέγα ζητούμενο είναι επίσης η ανάπτυξη: ισόρροπη, ώστε να κλείσουν χάσματα επικίνδυνα – για τη δημοκρατία και για την επιβίωση της Ενωσης – ανάμεσα στις χώρες με μεγέθυνση και όσες τελματώνονται σε στασιμότητα ή φθίνουν. Στην ευρωζώνη η Ελλάδα απέκτησε βάρος δυσανάλογο προς το οικονομικό της μέγεθος, καθώς υφίσταται μια κρίση δραματικότερη από οπουδήποτε αλλού. Κατά καιρούς απείλησε το ίδιο το ευρώ, με τα δεδομένα θεσμικά/πολιτικά του ελλείμματα.
Και για τα δύο μεγάλα ζητούμενα, τη βιώσιμη ανάπτυξη στην Ελλάδα, την ισόρροπη ανάπτυξη στην Ευρώπη, κλειδί είναι η χρηματοδότηση: χρειάζεται να εξασφαλίζονται επαρκείς πόροι και να διοχετεύονται κατάλληλα ώστε να στηρίζονται και να διευρύνονται ανταγωνιστικές (στην παγκόσμια οικονομία όπου ζούμε) παραγωγικές δραστηριότητες, παράλληλα βασικά δημόσια αγαθά, που και αυτά, από παιδεία, έρευνα, πολιτισμό μέχρι την προστασία των ασθενέστερων, παίζουν καθοριστικό ρόλο για μια βιώσιμη, ισόρροπη ανάπτυξη. Από μόνες τους, οι παγκοσμιοποιημένες αγορές κεφαλαίων δεν διοχετεύουν κατάλληλα τους πόρους. Το απέδειξαν στους πιο φανατικούς θιασώτες τους όταν προκάλεσαν την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008. Απαιτούνται, συνεπώς, δημόσιες παρεμβάσεις σε εθνικό, ευρωπαϊκό, παγκόσμιο επίπεδο. Τέτοιες επιχειρήθηκαν, αποτρέποντας απείρως μεγαλύτερες οικονομικές καταστροφές. Μόνο που, για να μείνουμε στην Ευρώπη, γίνονται με μισή καρδιά, καθυστερημένα, κοντόφθαλμα, μερικά.
Το περιβόητο χρηματοδοτικό κενό 11 δισ. ευρώ, που κατά τους υπολογισμούς του ΔΝΤ θα αντιμετωπίσει η χώρα μας το δεύτερο εξάμηνο του 2014 και το 2015, δεν είναι παρά μικρή, δευτερεύουσα υποπερίπτωση του σοβαρού προβλήματος να εξασφαλιστούν πόροι προκειμένου να βγούμε από την ύφεση. Ωστόσο, αποκομμένο από κάθε αναπτυξιακή λογική έχει μονοπωλήσει την πολιτική αντιπαράθεση γύρω από τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας στην προεκλογική Γερμανία, κατ? επέκταση και στην Αθήνα. Ας είμαστε σαφείς: συνεχίζοντας όπως βαδίζουμε, με ύφεση έστω ηπιότερη, ίσως αδυνατούμε του χρόνου να εξοφλήσουμε κάποια λήγοντα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου (στην κατοχή κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης!), πράγμα που τυπικά θα ισοδυναμούσε με χρεοκοπία. Θέλοντας να αποκλείσει κάθε σχετική ανησυχία ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε διαβεβαίωσε ότι αν προκύψει τέτοια ανάγκη θα καλυφθεί, σύμφωνα άλλωστε με την απόφαση του Eurogroup του Δεκεμβρίου 2012, εφόσον η χώρα ανταποκρίνεται στους όρους των δανείων και διαμορφώνει πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα. Τη διευκρίνιση άρπαξε η αντιπολίτευση για να καταγγείλει την κυβέρνηση Μέρκελ ότι αποκρύπτει από τους φορολογούμενους το πολύ μεγαλύτερο κόστος που τάχα ενέχει η διάσωση της Ελλάδας. Η διαμάχη για τον προσεταιρισμό απληροφόρητων ψηφοφόρων συνεχίζεται με επιζήμιες δηλώσεις, όπως οι ομόθυμες της Καγκελαρίου και του προέδρου του SPD Ζίγκμαρ Γκάμπριελ ότι ήταν «λάθος» η αποδοχή της Ελλάδας στο ευρώ, με την εμμονή της Μέρκελ ότι πόροι πρέπει να δίνονται με το σταγονόμετρο ώστε να πιεστούμε να κάνουμε μεταρρυθμίσεις, χωρίς αντίλογο από κανένα γερμανικό κόμμα. Ο αποπροσανατολισμός είναι πλήρης. Αν εκ των υστέρων φαντάζει «λάθος» η ένταξη στην ΟΝΕ, με διαφορετικές πολιτικές, εθνικές και ευρωπαϊκές, δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί καλύτερα; Στον προσδιορισμό τέτοιων πολιτικών δεν πρέπει να επικεντρώνεται μπροστά στους πολίτες η συζήτηση για το αύριο της Ευρώπης – στην υλοποίησή τους για να έχει αύριο η Ευρώπη;
Σ? εμάς, προφανώς, η αντιπαράθεση δεν διεξάγεται ορθολογικότερα. Η διευκρίνιση Σόιμπλε, αφού καταγγέλθηκε για όσα νέα δεινά/Μνημόνια μας ετοιμάζει, στάθηκε αφορμή να ξαναπροβληθεί το αίτημα διαγραφής του χρέους (να μας χαρίσουν δηλαδή όσα μας δάνεισαν οι Γερμανοί, αλλά επίσης Ιταλοί και Ισπανοί φορολογούμενοι). Αγνοώντας ότι έτσι θα ενισχύονταν παντού αντιευρωπαϊκές δυνάμεις. Αγνοώντας ότι με τις έως τώρα ρυθμίσεις η δαπάνη για την εξυπηρέτηση του χρέους (τόκοι + χρεολύσια) τα επόμενα 35 χρόνια δεν ξεπερνά το 6% του ΑΕΠ, όταν το 2011 μόνο για τόκους πληρώσαμε πάνω από 7%, μαζί με χρεολύσια πάνω από 26% (ανάλυση Alpha Bank), ενώ περαιτέρω βελτίωση αφήνεται ανοικτή. Προπάντων αγνοώντας ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα γινόταν αφάνταστα πιο δυσεπίλυτο το κεφαλαιώδες πρόβλημα της χώρας: η εξασφάλιση πόρων για την ανάπτυξη.
Αναμφίβολα η ευρωπαϊκή ενοποίηση και αλληλεγγύη παραμένει πολιτικά δύσκολη υπόθεση. Είναι όμως το καλύτερο χαρτί που έχουμε.