Η νίκη Μητσοτάκη είναι μια εξέλιξη που για πολλούς σηματοδοτεί αλλαγή πλεύσης για τη ΝΔ, είναι όμως νωρίς να μιλήσουμε για στροφή του κόμματος προς μια άλλη κατεύθυνση; Μια πρώτη ένδειξη για το αν οι προσδοκίες αυτές είναι βάσιμες θα πάρουμε από το πώς η νέα ηγεσία του κόμματος θα χειριστεί το ασφαλιστικό.
Μέχρι τώρα η ΝΔ αντιτίθεται και στην περικοπή των συντάξεων, αλλά και στην αύξηση των εργοδοτικών εισφορών. Αυτό φυσικά γεννά το εξής ερώτημα: αν δεν αυξηθούν οι εισροές στο σύστημα και δεν μειωθούν οι εκροές από το σύστημα, πώς ακριβώς θα βγουν τα μαθηματικά;
Η κυβέρνηση από την άλλη, με το νομοσχέδιο το οποίο έφερε στο τραπέζι και συζητά με την τρόικα, προσπαθεί να αποφύγει περικοπές σήμερα, καλύπτοντας την τρύπα με την αύξηση των εισφορών, δημιουργώντας δηλαδή ένα τεράστιο αντικίνητρο για όσους βγάζουν από 20 μέχρι 60 χιλιάδες ευρώ. Πρακτικά, όποιος βρίσκεται στην κατηγορία αυτή -δηλαδή ολόκληρη η μεσαία τάξη- έχει κάθε κίνητρο είτε να δουλέψει λιγότερο, είτε να δηλώσει λιγότερα, έτσι ώστε να μη πληρώσει αυξημένους φόρους και εισφορές. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί ότι κάτι τέτοιο θα προκαλέσει ανυπολόγιστη ζημιά και στα έσοδα του κράτους και στην πραγματική οικονομία.
Θα μου πείτε, είναι σημαντικό ό,τι μέτρα ληφθούν να προστατεύουν όσο το δυνατόν περισσότερο τους πιο αδύναμους, καθώς δεν έχουν άδικο όσοι λένε ότι μέσα από τις συντάξεις κάποιων ηλικιωμένων ζουν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Όμως την ίδια ώρα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το πρόβλημα δεν θα έχει λυθεί αν δεν βρουν δουλειά αυτά τα παιδιά και εγγόνια, κάτι το οποίο γίνεται ακόμη πιο δύσκολο όταν κανείς διαλύει τα κίνητρα για εργασία και παραγωγή.
Το στοίχημα λοιπόν για τη ΝΔ ποιο είναι; Αντί να βασιστεί στη στείρα επιλογή ενός γενικού και αόριστου όχι, να προτείνει συγκεκριμένα μέτρα τα οποία να πείθουν μεν την τρόικα, αλλά να μην υπονομεύουν και τη μόνη ελπίδα γι’ αυτή τη χώρα, η οποία παραμένει η άμεση επιστροφή σε γοργούς ρυθμούς ανάπτυξης. Και από πολιτική σκοπιά να το δει κανείς: αν το πρόβλημα του ασφαλιστικού λυθεί, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα χρεωθεί μόνο μερικώς το κόστος που συνεπάγεται η λύση του προβλήματος, ενώ με τον τρόπο αυτό αφενός δεν θα πρέπει να λύσει την εξίσωση ο ίδιος αργότερα (ενδεχομένως με χειρότερους όρους), αφετέρου η κατάσταση της οικονομίας που πιθανώς να παραλάβει θα είναι καλύτερη.