Στον ελληνικό δημόσιο διάλογο τείνουν να γίνουν κοινός τόπος διαπιστώσεις που αφορούν την εξάντληση του ενός ή του άλλου συστήματος της χώρας, είτε αυτό είναι το πολιτικό είτε το παραγωγικό είτε κάποια επιμέρους συστήματα όπως αυτά της υγείας και της παιδείας. Αυτό όμως που έχει επίσης εξαντλήσει τα όριά του και χρειάζεται άμεσα να αλλάξει είναι και το ίδιο το μοντέλο ενημέρωσης. Το πρόβλημα έχει μια γενική παγκόσμια υφή, η οποία αφορά την παγκόσμια μεταλλαγή της δημοσιογραφίας και μια ειδική εσωτερική, η οποία αφορά το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου στη χώρα και πώς αυτός αντανακλάται στο δημοσιογραφικό επίπεδο.
Οσον αφορά την παγκόσμια διάσταση της κρίσης της δημοσιογραφίας, αυτή προκύπτει όχι επειδή η έντυπη ενημέρωση αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό της τηλεοπτικής και της διαδικτυακής, αλλά επειδή η δημοσιογραφία ταυτίζεται με την επικοινωνία. Η δημοσιογραφία σίγουρα είναι ενημέρωση και επικοινωνία. Πριν όμως από αυτά είναι πρωτίστως εκείνη η μορφή της κριτικής σκέψης, η οποία αντίθετα από την επιστημονική, μπορεί και πρέπει να γίνεται κτήμα ευρύτερων κοινωνικών αποδεκτών. Η δημοσιογραφία, σε όλες της τις εκφάνσεις, αποτελεί την κριτική σκέψη της καθημερινότητας. Η εποίκηση όμως των ανθρώπινων σχέσεων από την καπιταλιστική ανάγκη της ταχύτητας και της κάλυψης των κενών χώρων δημιουργεί εκείνη τη δημοσιογραφία, στην οποία προτεραιότητα έχει η ίδια η ταχύτητα και όχι η γνώση. Τα κενά απαιτούν μια αποστασιοποίηση του υποκείμενου από το αντικείμενο, η κάλυψή τους από την ταχύτητα μετατρέπει τη σκέψη σε επικοινωνία.
Είναι αυτή ακριβώς η μετατροπή της κριτικής σε επικοινωνία και ενημέρωση και όχι οι νέες τεχνολογίες, που προκαλούν την κρίση της δημοσιογραφίας. Η ιδέα της πληροφορίας ως αυταξίας ήταν άγνωστη στον Διαφωτισμό, ενώ σήμερα αποτελεί τον πυρήνα του σύγχρονου κόσμου. Αυτός ο κόσμος όμως βρίθει από πληροφορίες-εμπορεύματα που εκπροσωπούν τα πράγματα, στη θέση των ίδιων των πραγμάτων. Για να αποκτήσει νόημα ο πλούτος των πληροφοριών, χρειάζεται να γίνει γνώση. Αυτό το κάνει η επιστήμη και το διαδίδει ο δημοσιογραφικός λόγος, ανεξαρτήτως του μέσου με τον οποίο διαδίδεται. Προσωπικά θεωρώ πως ο έντυπος λόγος αποτελεί το πλέον κατάλληλο μέσο για την καθημερινοποίηση της κριτικής σκέψης.
Αν πάντως η δημοσιογραφία – με οποιαδήποτε μορφή – θέλει να υπερβεί εκείνο το μοντέλο που τη θέλει δήθεν αντικειμενική, άρα μόνο ενημερωτική, πρέπει να επιστρέψει στο μοντέλο που έκανε σαφή διάκριση μεταξύ της αλήθειας και του ψέματος. Η δημοσιογραφία του μέλλοντος θα είναι αυτή του παρελθόντος, με τη χρήση σύγχρονων μέσων. Είναι αυτή που παρέχει όχι μόνο πληροφορίες, αλλά και συγκροτημένες γνώσεις και υλικό για κριτικές επισημάνσεις. Είναι αυτή που θα ανακαλύψει εκ νέου τη διαφορά αλήθειας και ψέματος. Είναι αυτή που οδηγεί από τη γνώση και την κριτική στη σοφία. Είναι αυτή που λέει όχι τι, αλλά πώς να σκεφτούμε.
Η εσωτερική διάσταση της κρίσης της ελληνικής δημοσιογραφίας έχει να κάνει με το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου. Ενας λόγος που στη θέση της έρευνας τοποθετεί την καταγγελία, της αντιπαράθεσης τις ύβρεις και τον εκμηδενισμό, της αποκάλυψης την καταγγελία. Σε αυτό το πλαίσιο του ελληνικού δημόσιου διαλόγου αντιστοιχούν τα σημερινά ναρκισσιστικά τηλεοπτικά δελτία, στα οποία πλέον δεν κυριαρχεί ούτε καν η επικοινωνία, αλλά ο ναρκισσισμός των ίδιων των παρουσιαστών. Είδηση είναι ο παρουσιαστής. Καθετί που θολώνει την κυριαρχία του παρουσιαστή είναι ένας παρείσακτος εισβολέας, γι’ αυτό και το μόνο που του αξίζει είναι η προσβολή και η ταπείνωσή του. Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε ο Γιάννης Ραγκούσης, όταν προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει υπέρ της δικής του πρότασης για την απελευθέρωση του επαγγέλματος των ιδιοκτητών ταξί, είναι χαρακτηριστικός της δημοσιογραφίας της αγένειας.
Αυτός ο τρόπος δεν έχει τόσο να κάνει με το μέσο ούτε με συγκεκριμένους δημοσιογράφους. Αυτή η δημοσιογραφία του ναρκισσισμού, του αυτισμού αφού συζητά με τον εαυτό της και της αγένειας έχει να κάνει με το κυρίαρχο στη χώρα μας καταναλωτικό πρότυπο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αυτό όμως το μοντέλο, παρά τις πρόσκαιρες επιτυχίες του, έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του πριν και από το πολιτικό και παραγωγικό μας σύστημα. Το ίδιο συμβαίνει και με ό,τι συνδέεται με αυτό το μοντέλο. Μόνο που όταν το συνειδητοποιήσουμε, μπορεί να είναι αργά για εμάς και τη χώρα.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας και αναπληρωτής επιστημονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ