Σε προηγούμενο κείμενό μου εδώ προσέγγισα γενικά τον λαϊκισμό ως βασικό σύγχρονο εχθρό της φιλελεύθερης δημοκρατίας (δεν είναι πια πλεονασμός η χρήση το επιθετικού προσδιορισμού της δημοκρατίας, όταν έχει ενσκήψει και τερατούργημα των μη-φιλελεύθερων δημοκρατιών). Οι σκέψεις εκείνες ήταν ηθελημένα εν μέρει «ασαφείς» ως προς το αντικείμενο επειδή σκοπός του ήταν απλώς να προσανατολίσουν τον αναγνώστη «γενικά» στο θέμα, δηλαδή πάνω στη βάση της χαλαρής συζήτησης που διεξάγεται στον καθημερινό πολιτικό διάλογο.
Συνεχίζοντας τις σκέψεις μου τώρα και για να μη μπερδευόμαστε σε πρόσθετες ασάφειες βασικών όρων, είναι ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε ένα κοινά αποδεκτό ορισμό του λαϊκισμού στην σύγχρονη μορφή του. Σκοπός μας εν προκειμένω είναι να οργανώσουμε την έρευνά μας και να τεκμηριώσουμε την εγγενή πολλαπλή τοξικότητα του λαϊκισμού. Γιατί, έτσι ή αλλιώς, η αποδεδειγμένη κατάληξη του «υπαρκτού» λαϊκισμού σε τραγωδία, έχει πλήρως καταγραφεί στην πρόσφατη Ιστορία. ‘Όταν ο λαϊκισμός παρασίτησε στον σοσιαλισμό, ανέκυψαν τα τέρατα του φασισμού και του ναζισμού. Και όταν παρασίτησε στην αριστερά παρήγαγε τα χαρακτηριστικά καθεστώτα της Νότιας Αμερικής. Περισσεύει επομένως ή όποια αναφορά στην πραγματικότητα. Η συλλογιστική μου, λοιπόν θα συνεχίσει να είναι απριοριστική για να κρατηθεί στη λογική δομή μιας συνοπτικής θεωρίας του λόγου ενάντια στο λαϊκισμό. Μια τέτοια θεωρητική τοποθέτηση, εκτιμώ ότι θα μπορούσε να θεμελιώσει στη συνέχεια την εμπειρική απόδειξη ή απόρριψή της από εξειδικευμένους ερευνητές. Δηλαδή, εννοώ, ότι η αξιολόγηση της λαϊκιστικής πράξης είναι δουλειά άλλων και, δόξα τω θεώ, ο ερευνητικός πλούτος επί του προκειμένου, είναι ήδη εντυπωσιακός και ισχυρά πειστικός. Μια συστηματοποίηση της εμπειρικής αξιολόγησης ασφαλώς θα διευκολυνθεί με την ύπαρξη θεωρητικού πλαισίου αναφοράς, αλλά δεν παύει να είναι «άλλη δουλειά άλλων».
Ως αφετηρία και για προφανείς λόγους, επιλέγω ένα συνοπτικό ορισμό και όχι κάποιον από τους πλουσιότερους που προσφέρει η διεθνής βιβλιογραφία. Οι «πληρέστεροι» ορισμοί ( όπως, Ταγκιέφ, Μούντε, Laclau κ.α.) έχουν το μειονέκτημα ότι εμπεριέχουν αρκετές υποκρυπτόμενες αξιολογήσεις που μας βάζουν στον κίνδυνο να προκαταλάβουμε το αποδεικτέο ως αποδεδειγμένο. Η προσφυγή σε πληρέστερα αναλυτικό ορισμό, όπως είναι κατ’ εξοχή η κωδικοποίηση των στοιχείων του λαϊκισμού που μας προσφέρει ο Wiles που απαριθμεί 24 σχετικούς παράγοντες, δεν θα προσέφερε την ευκαιρία να επικεντρώσουμε την ανάλυσή μας στα κρίσιμα χαρακτηριστικά που καθιστούν τον λαϊκισμό σήμερα τον υπ΄ αριθμό ένα εχθρό της δημοκρατίας και του εκσυγχρονισμού, Επιλέγω ως εκ τούτου τον ορισμό που έχει δώσει ο Α. Πανταζόπουλος (Αριστερός Εθνικολαϊκισμός, σελ.11) που έχει ως εξής « Ο λαϊκισμός είναι ένα πολιτικό ύφος που μπορεί να έλθει σε συγχρωτισμό με οποιαδήποτε ιδεολογία. Θεμελιώνεται στην αδιαμεσολάβητη προσωπική, πολεμικού τύπου, κλήση που ένας χαρισματικός ηγέτης απευθύνει στο λαό, στον υγιή λαό, κατά του «κατεστημένου», κατά των «διεφθαρμένων» ελίτ που συνωμοτούν εναντίον του λαού». Ο Cas Mudde (The Populist Zeitgeist) έχει δώσει έναν ακόμη πιο συνοπτικό ορισμό περιγράφοντας τον λαϊκισμό ως «μια ιδεολογία που θεωρεί ότι η κοινωνία είναι χωρισμένη σε δύο ομοιογενείς και ανταγωνιστικές ομάδες, «τον αγνό λαό» και τη «διεφθαρμένη ελίτ», και υποστηρίζει ότι η πολιτική θα πρέπει να είναι η έκφραση της γενικής βούλησης του λαού». Στη συνέχεια της ανάλυσής μας θα καταφύγουμε σε αυτόν τον λιτό ορισμό ως εφεδρικό για την στήριξη της άποψής μας.
Τι μας λέγει αυτός ο ευσύνοπτος ορισμός του Πανταζόπουλου, όταν αναπτυχθεί λογικά; Μας λέγει πολλά και σημαντικά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, κυρίως για την συνάντηση του λαϊκισμού με τις βασικές παραδοχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας και τον τρόπο με τον οποίο υποσκάπτει το δημοκρατικό αφήγημα. Σε αυτές τις συναντήσεις θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας.
Τι το Κακό, λοιπόν, φέρει ο λαϊκισμός;
Ο λαϊκισμός ως ηγεμονεύουσα ιδεολογία και κυρίως ως κυβερνητική πρακτική θίγει καίρια τους δύο βασικούς πυλώνες της νεωτερικής κοινωνίας: Την δημοκρατία αφενός και την ορθολογική οργάνωση της κοινωνικής οικονομίας αφετέρου. Οι συνδυασμένες επιπτώσεις αυτής της επίθεσης καταλήγουν σε αναστολή έως οπισθοδρόμηση της προόδου που χάραξε ως ιστορικό αφήγημα ο νεωτερικός ανθρωπισμός. Ας δούμε, λοιπόν πώς συμβαίνει αυτό.
- Ο λαϊκισμός ως το σύγχρονο όπιο του Λαού
Η λαϊκίστικη τακτική οδηγεί ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος, σε ναρκωτικές παραισθήσεις ως προς την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Η «νάρκωση» γίνεται σκόπιμα, για να μπορέσει η λαϊκιστική ηγεσία να ασκήσει την εξουσία της καλυπτόμενη με ένα πέπλο ασάφειας που κρύβει το κενό συνεκτικότητας της πρακτικής πολιτικής της. Η λαϊκίστικη κλίκα υποθέτει, όχι εντελώς αδικαιολόγητα, ότι οι ναρκωμένοι οπαδοί δεν μπορούν να διακρίνουν τον τυχοδιωκτισμό και καιροσκοπισμό της ενάσκησης της εξουσίας ως αυτοσκοπού. Το βασικό συστατικό της ναρκωτικής επίδρασης του λαϊκισμού είναι ό άκρατος βολονταρισμός που καλλιεργεί ο Ηγέτης στο σώμα του «λαού». Αφού το θέλουμε, θα γίνει επειδή αυτή είναι θέληση του λαού. Την θέση αυτή την ακούσαμε στην περίπτωσή μας επανειλημμένα ως καταγγελία των «δανειστών» που δεν στέργουν να εφαρμόσουν αυτό που ψήφισε ο Ελληνικός λαός. Προσέξτε- όχι οι λαοί των δανειστών, αλλά εμείς των οποίων η θέληση οφείλει να γίνει σεβαστή απλώς και μόνο επειδή ο δικός μας λαός το αποφάσισε! Αλλά, ας δούμε με μια αυστηρότερη σειρά πως καταλήγει ο λαϊκισμός στο ρόλο του όπιου του λαού.
Κατά τον ορισμό που επιλέξαμε, « Ο λαϊκισμός είναι ένα πολιτικό ύφος που μπορεί να έλθει σε συγχρωτισμό με οποιαδήποτε ιδεολογία». Άλλοι συγγραφείς θέτουν το ίδιο θέμα με σαφέστερο τρόπο, ορίζοντας τον λαϊκισμό ως «παρασιτικό» φαινόμενο που τρέφεται από το δυναμικό οποιασδήποτε πολιτικής παρατάξεως κρίνει συγκυριακά ότι του προσφέρει την εκλογική πελατεία που χρειάζεται για να κατακτήσει την εξουσία. Η ουσία πάντως μένει ότι, είτε ως πολιτικό ύφος, είτε ως ιδεολογικό παράσιτο, ο λαϊκισμός συνδέεται εγγενώς με ένα «κεκρυμμένο δημοκρατικό ελάττωμα» της ίδιας της πολιτικής πλατφόρμας του: Την προβολή ψεύτικης ιδεολογίας, που εξυπηρετεί τους πραγματικούς σκοπούς της λαϊκιστικής ηγεσίας, σκοπούς που κρύβονται επιμελώς πίσω από την λεοντή του όποιου ξενιστή. Έχει την πολιτική εξαπάτηση εγγενώς στο αίμα του. Γιατί, πως αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί η χρήση αλλότριας ιδεολογίας ως λεοντής της δικής του πραγματικής ταυτότητας; Πώς αλλιώς να ελπίζει η λαϊκίστικη ηγετική ομάδα ότι μπορεί να διατηρήσει επί μακρόν την υποστήριξη του εκλογικού σώματος, όταν φανερωθεί η ανικανότητά της να αντιμετωπίσει τα πολιτικά προβλήματα και η εμμονή της στην διατήρηση της εξουσίας πάση θυσία, ως τρόπαιο του λαϊκιστικού μηχανισμού που έχει στήσει;
Θα μπορούσε να πει κάποιος, παραφράζοντας πασίγνωστη μαρξική ρήση, ότι ο λαϊκισμός είναι το σημερινό «όπιο του λαού», που τον ναρκώνει για να αφεθεί η λαϊκιστική ηγεσία ελεύθερη να εφαρμόσει το πραγματικό της πρόγραμμα επειδή, ακριβώς, δεν τολμάει να το αναρτήσει σε πλήρη διαφάνεια και σε περίοπτη θέση της πολιτικής Αγοράς. Ο λαϊκιστής «ηγέτης» κολακεύει το εκλογικό σώμα με το πλάσμα του «αγαθού» και «αθώου» Λαού, και έτσι του προσφέρει μια υπερβατική πίστη που εκτροχιάζει την συνείδηση του πολίτη από την επίγνωση της πραγματικότητας και τον οδηγεί σε μια εξ αποκαλύψεως αλήθεια, ακριβώς όπως εννοούσε ο Μαρξ τον ρόλο της θρησκείας στα πλαίσια της κοινωνικής δυναμικής των ταξικών συμφερόντων. Σε αυτό το σχήμα, ο Θεός υποστασιοποιείται στο πρόσωπο του λαϊκιστή ηγέτη και η υπέρβαση γίνεται με την πίστη ότι «αφού εμείς το θέλουμε, η αρχηγός ασφαλώς μπορεί να το καταφέρει» και να μας οδηγήσει στη πραγμάτωση των επαγγελιών του. Διαπιστώνουμε εύκολα, ότι πίσω από αυτήν την υπερβατική κολακεία του Λαού κρύβεται το τυπικό πρόγραμμα κάθε λαϊκισμού που είναι, απλώς και μόνο, η κατοχή και διαχείριση ανεξέλεγκτης εξουσίας εκ μέρους της λαϊκιστικής ηγεσίας ως, περίπου, αυτοσκοπού. Η λαϊκίστικη ηγετική κλίκα κυβερνά όχι επειδή έχει κάποιο συγκροτημένο όραμα για την ευημερία του λαού. Αυτό εμφανίζεται καιροσκοπικά σαν εικόνα καλειδοσκοπίου κατά την συγκυρία. Κυβερνά για να βιώνει την εξουσία. Κυβερνά για να διατηρεί την «καρέκλα» όπως εκλαϊκεύθηκε από τους γελοιογράφους το φαινόμενο στην παρούσα του μορφή.
Αυτήν την απεχθή αλήθεια προσπαθούν να κρύψουν πάση θυσία οι λαϊκιστικές εξουσίες με απατηλές διακηρύξεις. Είναι αλήθεια που υποστασιοποιεί την χειρότερη μορφή διαφθοράς που βαρύνει την παράταξη που επαγγέλλεται την κάθαρση του διεφθαρμένου κατεστημένου ως βασικό σκοπό της διακυβερνήσεώς της. Είναι η διαφθορά που προκαλεί η εργαλειακή χρήση του πολιτικού ψεύδους από το οποίο οφελούνται μόνο οι εξουσιαστές. Κάθε λαϊκιστής ηγέτης, έχει το δικό του «πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» και κάθε μιμητής του από την δεξιά έχει προσφέρει πρόσκληση σε «Ζάππεια». Εμείς είχαμε την τύχη να δούμε με τα ίδια μας τα μάτια τον λαϊκισμό ως παράσιτο της δεξιάς και της αριστεράς συνάμα και σχεδόν συγχρονικά. Σπάνια η Ιστορία προσφέρει τέτοιες ευκαιρίες συγχρονικής παρατήρησης.
Τι το κοινό είχε ο λαϊκισμός του Τσίπρα με τον λαϊκισμό του Σαμαρά ώστε να βολεύει και τους δυο εξ ίσου ως ναρκωτικό σε βάρος του λαού; Φως φανάρι: Και οι δύο ήθελαν να υφαρπάξουν την ψήφο του εκλογικού σώματος χωρίς να αποκαλύψουν το πραγματικό πρόγραμμά τους, που απλούστατα δεν διέθεταν, και τις αληθείς προθέσεις τους για τις οποίες «ντρέπονταν». Και οι δύο λαϊκιστές ηγέτες εξαπάτησαν εν γνώσει τους.
Ο μεν Τσίπρας, όφειλε να ξέρει τις συνέπειες των εξαγγελιών του στη Θεσσαλονίκη και, γνωρίζοντας ότι δεν είχε καμία απολύτως πιθανότητα να διατηρήσει την εξουσία αν το εφάρμοζε, δεν έπρεπε καν να το παρουσιάσει εξ αρχής. Η εκ των υστέρων διαβόητη δικαιολογία της «αυταπάτης» θεμελιώνει αναμφισβήτητα τον ενδεχόμενο δόλο χωρίς και να αποκλείει τον πλήρη. Γιατί, ποιος μπορεί να δεχτεί ότι ένας πολιτικός που απέδειξε ότι πολύ καλά «ξέρει» πώς να κερδίσει τις εκλογές, δεν θα έπρεπε αυτονόητα να ξέρει ότι οι υποσχέσεις του προς το εκλογικό σώμα ήταν εξ αρχής ανέφικτες; ‘Άλλωστε, η ταχύτητα με την οποία έκανε την διαβόητη κωλοτούμπα καθώς και η αποφασιστικότητα με την οποία απηλλάγη από τους χρήσιμους ηλιθίους της παράταξής του, δείχνουν ότι έχει επαρκή νοητικά εφόδια για να καταλάβει τον κόσμο γύρω του. Ο σκοπός του, προφανώς, δεν ήταν να αντιμετωπίσει με ρεαλισμό τα προβλήματα της εποχής του, αλλά απλώς ήθελε να κατακτήσει την εξουσία «κι ύστερα βλέπουμε». Τυπική συμπεριφορά τυχοδιώκτη οπορτουνιστή, όπως υπήρξε η συμπεριφορά όλων των μέχρι τώρα γνωστών λαϊκιστών ηγετών. Η κατάληξή του σε darling boy του συντηρητικού κατεστημένου της ΕΕ και των ΗΠΑ, έδειξε τη δυναμική του ως καλού διαχειριστή της ωμής εξουσίας έστω και για λογαριασμό άλλων και για το δικό τους συμφέρον. Γιατί, αφού διέθετε τα απαραίτητα προσόντα της πολιτικής διαχείρισης, τότε για ποιο λόγο δεν έδειξε την ίδια ικανότητα στην αντιμετώπιση των δομικών αδυναμιών της χώρας που προκάλεσαν την χρεοκοπία και θα ξαναπροκαλέσουν την επόμενη αν δεν διορθωθούν;
Αλλά, η αποφασιστικότερη απόδειξη της ωμής εξουσιολογνείας του υποδειγματικού (τσιπραϊκού) λαϊκισμού, είναι η συστηματική και κρύφια κομματικοποίηση των βασικών θεσμών της Πολιτείας, όπου το ενδιαφέρον των «εταίρων» δεν επικεντρώνονταν, για λόγους δικούς τους και όχι βέβαια για το συμφέρον της ελληνικής κοινωνίας. Η τσιπραϊκή εξουσία κομματικοποιεί συστηματικά την Δικαιοσύνη, μεταβάλλει την Βουλή από βουλευόμενο σώμα σε «καρεκλάδες» που το μόνο που επιδιώκουν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι η εκμετάλλευση των αρχηγικών προτερημάτων του Τσίπρα, για να διαιωνίζουν το κάθισμα σε καρέκλα που ούτε στα πιο άγρια όνειρά του «επαναστατικού» παρελθόντος τους είχαν φανταστεί, ισοπεδώνουν την εκπαίδευση ώστε να μη μπορεί πια να παραγάγει αναβαθμισμένο ανθρώπινο κεφάλαιο που θα αμφισβητούσε την εξουσία των μετρίων, υποθηκεύουν την εξωτερική πολιτική της χώρας με τρόπο που την καθιστά «περιζήτητο» προτεκτοράτο και παρεμποδίζουν συστηματικά κάθε οικονομική πρωτοβουλία που έρχεται σε οιανδήποτε σύγκρουση με τα εκλογικά πελατειακά μικροσυμφέροντα που εκπροσωπούν οι ποικίλες φυλές του κόμματος. Αντί για οικονομική πολιτική αναπτυξιακού χαρακτήρα, εφαρμόζουν τη τυπική λαϊκίστικη πολιτική των κρατικών βοηθημάτων, δηλαδή της ευθείας εξαγοράς εξαθλιωμένων ψηφοφόρων, με χρήματα που απομυζούν από τον επενδυτικό μηχανισμό της κοινωνίας. Τι άλλη απόδειξη χρειάζεται για να θεμελιωθεί η διάγνωση ότι ο λαϊκιστής Τσίπρας χρησιμοποιεί τον λαϊκισμό του ως «όπιο του Λαού», για να κρατήσει τον λαό ναρκωμένο και ανήμπορο να σκεφτεί για το πραγματικό του συμφέρον; Επειδή το μόρφωμα Συριζα/Ανελ, από την οργανωσιακή φύση του και το ανθρώπινο δυναμικό του, είναι εντελώς ανίκανο να υπηρετήσει το προοδευτικό κοινό συμφέρον της κοινωνίας μας, καταλήγει στην διηνεκή πολιτική εξαπάτηση για διατηρεί τον έλεγχο του «πλήθους» που ανερυθρίαστη συνεχώς κολακεύει αναγορεύοντάς το σε «αγνό και παντογνώστη λαό».
Με την ίδια ακριβώς οπτική μπορούμε να δούμε και την εξ ίσου λαϊκιστική έφοδο του Σαμαρά για την κατάκτηση της εξουσίας, με τα διαβόητα σχέδια των διαδοχικών εμφανίσεών στο Ζάππειο. Και στην περίπτωση αυτή έκρυψε τις πραγματικές προθέσεις του, μέχρι να καταλάβει την πολυπόθητη εξουσία, οπότε με την ίδια ευκολία έκανε κι αυτός την κωλοτούμπα του και μπήκε στη λογική των μνημονίων λες και με αυτό το σύνθημα είχε κερδίσει τις εκλογές. Η πολιτική και ιδεολογική υπευθυνότητα των σοσιαλδημοκρατών τον έσωσαν από τον πλήρη εξευτελισμό και τον οδήγησαν στην εξουσία πάνω στη πλάτη του καθημαγμένου ΠΑΣΟΚ που με τόσο κυνισμό είχε ανατρέψει σε de facto συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η συνάντηση αριστερού και δεξιού λαϊκισμού είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού στην περίπτωσή μας. Είναι το ίδιο γένος τσιμπουριού που, όπου βρει αίμα με υπόσχεση εξουσίας για τον Αρχηγό, προσκολλάται χωρίς άλλον δισταγμό. Στη συγκεκριμένη, μάλιστα περίπτωση, οι ΑΝΕΛ του Καμένου μπορεί να θεωρηθούν ως οι προδοκιμαστές του δεξιού διατροφικού παραδείσου του εθνικολαϊκισμού πάνω στο σώμα της Αριστεράς.
Αν, τώρα, τοποθετήσουμε την ελληνική εκδοχή του λαϊκισμού στα διεθνή συμφραζόμενά του, δεν είναι καθόλου δύσκολο να διακρίνουμε ότι ο κεντρικός σκοπός του λαϊκισμού είναι η γυμνή εξουσία και η άνευ περιορισμού διαιώνισή της. Γιατί, καμία λαϊκιστική κυβέρνηση μέχρι τώρα δεν έλυσε θεμελιώδη προβλήματα της χώρας της. Αντιθέτως, συστηματικά πρόσθεσε νέα και κυρίως υπονόμευσε την Δημοκρατία για να διατηρήσει την γυμνή εξουσία της στο τέλος με βία και παράβαση θεμελιωδών οικουμενικών αρχών. Η περίπτωση Μαδούρο είναι η γιγαντοαφίσα που απεικονίζει τις εξελίξεις του λαϊκιστικού φαινομένου για όσες χώρες δεν πάρουν εγκαίρως τα μέτρα τους.
Ποια μπορεί και πρέπει να είναι η άμυνα των φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων όλων των αποχρώσεων (από την σοσιαλδημοκρατία μέχρι την δημοκρατική δεξιά), απέναντι σε αυτή την υπονομευτική δράση που αναπτύσσει ο λαϊκισμός εναντίον των βασικών αξιών της φιλελεύθερης δημοκρατίας; Μα, προφανώς η αναγωγή της ανάσχεσης του λαϊκισμού σε πρωτεύον ζήτημα της πολιτικής ατζέντας τους. Αν εξ αυτού προκύψουν προκλήσεις ή ευκαιρίες συνέργειας για να ενδυναμώσουν και επιταχύνουν την αντι-λαϊκιστική πολεμική τους, με κανένα τρόπο δεν πρέπει να αγνοηθούν.
- Προεισαγωγικό Άλμα για την τυραννία.
Ας συνεχίσουμε με το επόμενο συνθετικό του ορισμού που επιλέξαμε για τον λαϊκισμό: «Θεμελιώνεται στην αδιαμεσολάβητη προσωπική, πολεμικού τύπου, κλήση που ένας χαρισματικός ηγέτης απευθύνει στο λαό.» Με άλλα λόγια, η λαϊκίστικη επέλαση για την εξουσία στηρίζεται στην προσωπικότητα και μόνο του αρχηγού που πρέπει να είναι «χαρισματικός» και να απευθύνεται χωρίς την διαμεσολάβηση ενδιάμεσων συλλογικών οργάνων απ’ ευθείας στον «λαό». Εδώ, δεν πρόκειται για το Βεμπεριανό «χάρισμα» που προσθέτει αποτελεσματικότητα στον ρόλο κάθε ηγέτη ως έντιμου συνεργού στη διαχείριση της εξουσίας. Το χάρισμα στην ειδική περίπτωση του λαϊκιστή ηγέτη συνίσταται στην αδιαμεσολάβητη απήχησή του απ’ ευθείας στο «λαό». Δηλαδή, η πολιτική ηγεσία πλησιάζει επικίνδυνα τη λειτουργία των σωτηριολογικών θρησκειών εφόσον η υπόσχεση του Ηγέτη δεν στηρίζεται σε αναλυτικό πολιτικό λόγο αλλά σε δόγμα πίστης στον «λόγο» του. Η κατάσταση αυτή, βέβαια, δεν είναι θρησκεία στην κυριολεξία της, επειδή της λείπουν τα δεδηλωμένα υπερβατικά στηρίγματα, αλλά οπωσδήποτε αγγίζει την πολιτική έκφραση της θρησκείας, δηλαδή τυραννία που επιβάλλει ο χαρισματικός λαϊκιστής ηγέτης μπλοκάροντας την ορθολογική σκέψη των οπαδών του με την θυμική επιβολή του. Σε ακραίες περιπτώσεις, η κατάσταση εξελίσσεται σε πραγματικό παρα-θρησκευτικό φαινόμενο, όπως η ανάδειξη των αυτοκρατόρων της παρακμάζουσας Ρώμης σε Θεούς, ή η απόπειρα αγιοποίησης της Εβίτα Περόν στις μέρες μας, η επίκληση του φαντάσματος του Τσάβες από τον διάδοχό του Μαδούρο. Ας κάνουμε μια έκπτωση για να μη φανεί η ερμηνεία αυτή υπερβολική : Είναι τουλάχιστο φανερό, ότι ο λαϊκισμός είναι ένα είδος προθέρμανσης, ένα «εισαγωγικό άλμα» προς την τυραννία που εκφράζεται από την υπερβατική πίστη. Πίσω από την «πολεμικού τύπου» κλήση του Ηγέτη, κρύβεται η πραγματική πρόθεση να μετατεθεί ο πολιτικός λόγος και η πολιτική πράξη, από την κατά τεκμήριο ορθολογική αγορά της διαβουλευτικής δημοκρατίας, στην πυρετώδη λειτουργία της παρασυρόμενης οχλοκρατίας που άγεται και φέρεται με πολεμικές κραυγές ενάντια κάποιου «εχθρού» αντί της καθοδήγησης της με πειστικά επιχειρήματα μετά λόγου γνώσης που αποτελούν το ιδεατό τουλάχιστο πρότυπο της Αγοράς του Δήμου στη νεώτερη εποχή και εκδοχή του. Η πολεμική κατάσταση αναπόφευκτα αντικαθιστά την διαβούλευση και πειθώ με την άνωθεν διαταγή και απειλή καταστολής κάθε αντίρρησης ή ακόμη και επιφύλαξης. Ο πολίτης μετατρέπεται σε πειθαρχικό στρατιώτη και δι’ αυτού εκτελείται με συνοπτική διαδικασία η λειτουργία της Δημοκρατίας. Σαν γνώριμο παράδειγμα, ας θυμηθούμε τον ρόλο που έπαιξε η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ στην παρανοϊκή λειτουργία της «Πλατείας» στη πρώτη φάση της χρεοκοπίας.
- Οδηγεί το πολιτικό και το κοινωνικό σύστημα σε κατάσταση εντροπίας.
Το τελευταίο μέρος του ορισμού, που διαλέξαμε για ανάλυση, αναφέρει ότι ο λαϊκιστής ηγέτης (προφανώς και η κλίκα του) Απευθύνεται στον υγιή λαό, κατά του «κατεστημένου», κατά των «διεφθαρμένων» ελίτ που συνωμοτούν εναντίον του λαού. Σε αυτό το αρκετά σύνθετο διακριτικό του λαϊκισμού κρύβεται αυτό που θα ονομάσω «καταστροφή της τεχνολογίας του δημοκρατικού συστήματος». Μιλάμε για καταστροφή της «τεχνολογίας», επειδή με τον τρόπο που αναφέρει ο ορισμός, αλλά και εμπειρική θεμελίωσή του, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο λαϊκιστής ηγέτης και η κλίκα του χτυπάει το δημοκρατικό σύστημα στα λειτουργικά θεμέλια του, σε αυτό δηλαδή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «τεχνολογία του δημοκρατικού συστήματος». Η «τεχνολογία» ενός συστήματος, εν προκειμένω της Δημοκρατίας, είναι η οργανωτική του συγκρότηση που εξειδικεύει τον ρόλο των επιμέρους οργάνων και λειτουργιών που είναι απαραίτητες για την βιωσιμότητα, αποτελεσματικότητα και εν τέλει την ομοιοστασία του συστήματος. Για παράδειγμα, όσο και αν πιστέψουμε στην «καλή πίστη» των δηλώσεων ενός φασίστα (είδος λαϊκιστή) ηγέτη ότι δουλεύει για την δημοκρατία, η πράξη δείχνει ότι χωρίς την επαναφορά των συστημικών λειτουργιών της Δημοκρατίας, δηλαδή χωρίς αναίρεση του ολοκληρωτικού του συστήματος, οι λόγοι του είναι ψεύτικοι και απατηλοί.
Εδώ ανοίγουμε ένα τεράστιο ζήτημα που έχει, μεταξύ άλλων, το ενδιαφέρον ότι δεν έχει θιγεί ή, έστω, δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς στην τρέχουσα βιβλιογραφία. Στο θέμα αυτό θα αναφερθούμε στην τρίτη συνέχεια του δοκιμίου μας, έστω και σχηματικά ως «ανώριμη θεωρία», επειδή πιστεύω ότι προσφέρει σημαντικό εργαλείο για την κατανόηση και εκτίμηση του «κακού», του κοινωνικού κόστους, δηλαδή, που προκαλεί ο λαϊκισμός.
Έπεται συνέχεια.