Η αύξηση της εγκληματικότητας είναι αναμφισβήτητα θεαματική, η Αθήνα θυμίζει πλέον έντονα Σικάγο της εποχής του Μεγάλου Κραχ και της ποτοαπαγόρευσης, ο φόβος σκεπάζει την πόλη και ίσως και ολόκληρη τη χώρα, αλλά από τον δημόσιο διάλογο απουσιάζουν ο προβληματισμός και η συζήτηση για τα αίτια του φαινομένου και τους τρόπους αντιμετώπισής του. Σπανίως τα άφθονα μίντια και οι ακόμη περισσότερες «ενημερωτικές» εκπομπές, που υποτίθεται ότι πλαισιώνουν και βαθαίνουν τη δημοκρατία συμβάλλοντας στην πληροφόρηση του πολίτη, ασχολούνται με το θέμα. Η εγκληματικότητα απειλεί να αλώσει πλήρως την καθημερινότητά μας, όπως ακριβώς αλώθηκε το κέντρο της Αθήνας μέσα σε ελάχιστα χρόνια, ενώ οι «εθνικοί συζητητές» σφύριζαν αδιάφορα…
Λογικά, τα τηλεοπτικά πάνελ και οι συζητήσεις σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα για την εγκληματικότητα θα είχαν μεγάλη θεαματικότητα και αντίστοιχα ακροαματικότητα. Η ζωή όλων των πολιτών στην Αθήνα κυρίως, αλλά και σε άλλες πόλεις, έχει επηρεασθεί αρνητικά και επομένως θα είχαν ενδιαφέρον να παρακολουθήσουν τέτοιες εκπομπές. Υπάρχει όμως προφανής απροθυμία για τη διοργάνωση τέτοιων εκπομπών και αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους. Οι «εκπομπάρχες» ζουν στον δικό τους κόσμο ή φοβούνται να ασχοληθούν με τέτοια θέματα μήπως γίνουν στόχος, οι πολιτικοί και οι καθηγητές που συνήθως καλούνται για να πολιτικολογήσουν ή να θεωρητικολογήσουν δεν συγκινούνται ιδιαίτερα από την έννοια «του νόμου και της τάξης» και είναι βέβαιο ότι ακόμη και σήμερα η αστυνομία αντιμετωπίζεται με καχυποψία από τον κόσμο των μίντια και τα κόμματα της Αριστεράς. Αυτό το διαπιστώνουμε κάθε φορά που καλείται να δράσει για να αποκαταστήσει την τάξη.
Η οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα αναμφίβολα συμβάλλει στην αύξηση της εγκληματικότητας. Ωστόσο, είχε παρατηρηθεί σημαντική αύξηση εγκληματικότητας στην Ελλάδα, και ειδικά στην Αθήνα, προτού ξεσπάσει η κρίση. Η διαφορά τού τότε με το τώρα είναι ότι αρχικά το βίαιο έγκλημα ήταν σχετικά περιορισμένο στο πλαίσιο του υποκόσμου και δεν είχε εξαπλωθεί τόσο πολύ και με τόσο άγριο τρόπο. Τότε βλέπαμε να αυξάνονται οι κλοπές και οι ληστείες, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις δολοφονιών δράστες και θύματα ήταν συνήθως του ιδίου φυράματος. Τώρα μιλούν τα όπλα σε καθημερινή βάση, το βίαιο έγκλημα εισβάλλει στα σπίτια και τα θύματα των δολοφονιών και των απαγωγών είναι μέσοι πολίτες. Παράλληλα έχουν αυξηθεί οι κλοπές, οι διαρρήξεις, όπως και η δράση απατεώνων πάσης φύσεως.
Οι επιπτώσεις δεν είναι αποκλειστικά ψυχολογικές, αλλά και οικονομικές, αφού οι πολίτες προσπαθούν να πάρουν μέτρα προφύλαξης που έχουν κόστος. Κοστίζει η εγκατάσταση συναγερμού στα σπίτια, κοστίζουν οι κλειδαριές ασφαλείας, κοστίζουν τα κάγκελα σε πόρτες και παράθυρα, κοστίζουν όλες οι συναφείς προφυλάξεις που λαμβάνονται, όχι τόσο για να προστατευθούν περιουσιακά στοιχεία, αλλά κυρίως για να αποτραπούν οι κίνδυνοι για τη ζωή των ενοίκων. Πέρα από το ότι ανεβάζουν και το κόστος πολλών επιχειρήσεων που αναγκάζονται να προσλάβουν υπαλλήλους ή να προσφύγουν στις εταιρείες ασφαλείας. Κόστος, που στη συνέχεια περνάει στον καταναλωτή, φυσικά.
Ολα αυτά συνέβησαν με απίστευτη ταχύτητα γιατί η συντεταγμένη Πολιτεία δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, να οργανωθεί κατάλληλα και να υπερασπιστεί τον εαυτό της και τους πολίτες της. Οι αρμόδιες υπηρεσίες αποδείχθηκαν ανίκανες να ελέγξουν ποιος και τι έμπαινε στη χώρα, καθώς και τις δραστηριότητες των παρανόμων, η δε εκπαίδευση της αστυνομίας σε όλες τις βαθμίδες υστέρησε χαρακτηριστικά και ακόμη υστερεί, αν και τελευταία σημειώνει κάποιες επιτυχίες ομολογουμένως. Και υπάρχει βέβαια πρόβλημα τόσο με το δικαστικό σύστημα όσο και με το σύστημα των φυλακών. Η εγκληματικότητα στην Ελλάδα έχει φτάσει στα μη περαιτέρω και απόδειξη είναι ακόμη και η… άνθηση της Χρυσής Αυγής. Η κατάσταση απαιτεί άμεσα εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης και αποφασιστικότητα, ίσως και αλλαγή νόμων επί το αυστηρότερο. Μια δημοκρατική Πολιτεία έχει δικαίωμα και υποχρέωση να υπερασπιστεί τον εαυτό της.