Στο παρά πέντε

Ελίζα Παπαδάκη 20 Σεπ 2012

Καθώς οριστικοποιούνται πια τα μέτρα για την εξάλειψη του δημόσιου ελλείμματος, που είχε δεσμευτεί η χώρα μας να εφαρμόσει τη διετία 2013-14 όταν προ εξαμήνου συνομολογούσε τη δεύτερη δανειακή σύμβαση με την ευρωζώνη και το ΔΝΤ, ακούστηκαν και κάποιες ενθαρρυντικές δηλώσεις: από τη Λευκωσία, όπου συνήλθε το Eurogroup την περασμένη εβδομάδα, από την Ουάσιγκτον, έδρα του ΔΝΤ, από ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, το Βερολίνο ιδίως, και σε επίπεδο ηγετών, στην ίδια την Αθήνα ευρωπαίοι αξιωματούχοι σαν τον Ράιχενμπαχ αναγνωρίζουν και στηρίζουν τις προσπάθειες που καταβάλλονται, εκδηλώνεται επίσης ξένο επιχειρηματικό ενδιαφέρον, όπως στο ελληνο-κινεζικό συνέδριο τις προάλλες. Το αρνητικό κλίμα φάνηκε να αλλάζει, τοποθετήσεις που προδίκαζαν αποτυχία της Ελλάδας και τελική έξοδο από το ευρώ βρίσκονται σε υποχώρηση στα σχόλια πολιτικών προσώπων και στην αρθρογραφία του ευρωπαϊκού Τύπου. Κλειδί ωστόσο για να εξασφαλιστεί η άμεσα αναγκαία χρηματοδότηση και να τερματιστεί η παραλυτική αβεβαιότητα, ώστε να αντιστραφεί η καθοδική πορεία της οικονομίας, είναι η έκθεση που θα συντάξει η τρόικα. Και εδώ επιβεβαιώνονται δυστυχώς οι εκτιμήσεις ότι τα περιθώρια της ελληνικής κυβέρνησης να διαπραγματευτεί με τους εντεταλμένους εκπροσώπους των δανειστών της χώρας θα ήταν στην παρούσα φάση μηδαμινά.

Τις δογματικές εμμονές – έως και κακοπιστία – της τρόικας δεν μέμφονται μόνο πολιτικοί ή μιντιακοί παράγοντες, εκτεθειμένοι στην κριτική ότι κατανοούν ελλιπώς οικονομικές συναρτήσεις και δυναμικές. Τις αντικρούουν και έμπειροι, ειδικευμένοι αναλυτές, για παράδειγμα οι της Διεύθυνσης Μελετών της Alpha Βank, τεκμηριώνοντας την καλύτερη από όσο αναγνωρίζεται πορεία και προοπτική των δημοσίων οικονομικών – θα απαιτούσε μικρότερης έκτασης μέτρα, διατείνονται – και παράλληλα πραγματικές δυνατότητες μεγέθυνσης της οικονομίας υπό τον όρο να μην καθηλώνονται με συνεχείς αναβολές στη χορήγηση συμφωνημένης ρευστότητας και με μαύρες προβλέψεις. Ούτε εντελώς ουδέτερες μπορούμε άλλωστε να θεωρούμε τις εκθέσεις της, ανεπηρέαστες από το πολυσύνθετο πλέγμα διαφόρων συμφερόντων στην Ευρώπη, και πέρα από αυτήν, που συνδέονται με την ελληνική περίπτωση. Ας θυμηθούμε την περυσινή αιφνιδιαστική επιδείνωση των προβλέψεων του ΔΝΤ για τη μεγέθυνση της οικονομίας ώς το 2020 (αυθαίρετη για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα με άγνωστο πλήθος παραγόντων) που έστρωσε τον δρόμο για το PSI και έγινε κατόπιν αυτοεκπληρούμενη. Αλλά η αποτίμηση των παρεμβάσεων της τρόικας δεν είναι της ώρας. Στις παρούσες συνθήκες η κατάληξη σε συμφωνία μαζί της για μέτρα που να κρίνονται επαρκή είναι από την πλευρά μας αναγκαστική.

Αν όμως τα διαπραγματευτικά περιθώρια με την τρόικα ήταν σήμερα πράγματι μηδαμινά, στο χέρι μας ήταν να διαπραγματευτούμε εντός της χώρας την κατανομή των βαρών για την προσαρμογή της οικονομίας σε βιώσιμη τροχιά. Επιβάλλεται τρία χρόνια τώρα, ενόσω διαδοχικές κυβερνήσεις, πολιτικά κόμματα, οργανώσεις διαφορετικών και αντιτιθέμενων κοινωνικών συμφερόντων αδυνατούν, ή και αρνούνται πεισματικά, να διεξαγάγουν μια τέτοια συνολική διαπραγμάτευση: θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια γενικότερη αίσθηση δικαιοσύνης ως προς τις απαιτούμενες θυσίες, στην προστασία των πιο αδύναμων και, συνάμα, σε καλύτερες επιδόσεις στην παραγωγή, την απασχόληση, τα εισοδήματα. Εκεί όπου είχε φτάσει η οικονομία το 2009 η ύφεση, μια πτώση του ΑΕΠ, ήταν αναπότρεπτη, ίσως όμως να είχε μικρότερο βάθος και διάρκεια. Αλλά σαν αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας δεν αυξήθηκε μόνο το κόστος της προσαρμογής, με εξαιρετικά οδυνηρές συνέπειες. Κινδυνεύει το όλο εγχείρημα της παραμονής της χώρας στο ευρώ, η διαφύλαξη ακόμα και του υποβαθμισμένου σημερινού βιοτικού επιπέδου, των έστω δραστικά περικομμένων παροχών του κοινωνικού κράτους, της δημόσιας εκπαίδευσης και υγείας. Τον κίνδυνο θέλουν να αγνοούν μαχητικοί διοργανωτές εκδηλώσεων που βλέπουμε στους δρόμους, εκπροσωπώντας θιγόμενες επαγγελματικές κατηγορίες (των ειδικών μισθολογίων π.χ.), όχι όμως όσους έχουν πληγεί βαρύτερα από την κρίση, πάντοτε αμετανόητοι φοροφυγάδες, μεγάλοι και πάμπολλοι μικρότεροι, βουλευτές που ετοιμάζονται να καταψηφίσουν τα μέτρα.

Από την άλλη πλευρά, ολοένα περισσότεροι πολίτες γύρω μας προσπαθούν να βοηθήσουν: επαγγελματίες κόβουν αποδείξεις για σωστές υπηρεσίες, εργαζόμενοι κάνουν καλά τη δουλειά τους όχι για παραπάνω αμοιβή αλλά για την ίδια τη δουλειά, άλλοι, νέοι και γυναίκες ιδίως, μετέχουν σε αλληλέγγυες δράσεις – χωρίς, είναι αλήθεια, εκπροσώπηση που να τους έδινε βάρος στο πολιτικό παιχνίδι. Κοινωνιολόγοι ίσως να εξηγούσαν ότι η αλλαγή ριζωμένων νοοτροπιών και πρακτικών είναι διαδικασία που παίρνει μάκρος. Χρόνος όμως δεν προσφέρεται. Για να επιταχυνθεί, η ρήτρα ισοδύναμων μέτρων, ώστε με καλύτερες επιδόσεις σε εξοικονομήσεις και έσοδα να αμβλύνονται οι κοινωνικά επαχθέστερες περικοπές, που εισηγείται η ΔΗΜΑΡ, είναι η καλύτερη πολιτική πρακτική πρόταση τούτη τη στιγμή. Διότι θα κινητοποιούσε «οριζόντια». Μακάρι να ψηφιστεί.