Όσοι ανησύχησαν με τις πρόσφατες εξελίξεις στο θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων κάθε άλλο παρά καθησυχάστηκαν παρακολουθώντας τη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή. Κοινή δημοκρατική απαίτηση όλων ήταν ο διάλογος να περιστραφεί γύρω από τη διερεύνηση των αιτίων που δημιούργησαν το πρόβλημα καθώς και την προστασία του δικαιώματος στην ελεύθερη από ανεπιθύμητες «επισυνδέσεις» επικοινωνία, όταν δεν συντρέχουν ουσιαστικοί και τεκμηριωμένοι λόγοι εθνικής ασφάλειας. Η συζήτηση δεν ασχολήθηκε παρά προσχηματικά και με τα δύο αυτά ζητήματα.
Αντίθετα, οι «επισυνδέσεις» αποδείχτηκαν τελικά το εφαλτήριο για την κοινοβουλευτική έναρξη μιας προεκλογικής περιόδου που όλοι σπεύδουν να καταγγείλουν ως τοξική ενώ στην πράξη συνεχίζουν να ρίχνουν λάδι στη φωτιά της πόλωσης. Επί της ουσίας, τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης άδραξαν την ευκαιρία για να ξετυλίξουν την προεκλογική τους στρατηγική αναδεικνύοντας τις προτεραιότητες και τους στόχους τους. Αν στη συνέχεια που θα δοθεί, τόσο στην «επιτροπή θεσμών και διαφάνειας» όσο και στην «εξεταστική επιτροπή» επικρατήσει η ίδια δημοσκοπική λογική, τότε η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν έχει τίποτα καλό να περιμένει από μια διαδικασία που θα μπορούσε -και έπρεπε- να έχει θετική κατάληξη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέπτυξε τη στρατηγική της αυτοδυναμίας, στην οποία από καιρό είχε καταλήξει. Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας έχει κάθε δικαίωμα να ταυτίζει την πολιτική σταθερότητα με μια αυτοδύναμη κυβέρνηση του κόμματός του και να την επιδιώξει εκλογικά. Για να το πετύχει όμως αυτό, χρειάστηκε να στριμώξει για δεύτερη φορά στην ίδια «αριστερή πολυκατοικία» το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, προειδοποιώντας ουσιαστικά τους κεντρώους ψηφοφόρους: «Προσέξτε μήπως ψηφίζοντας Ανδρουλάκη σας βγει Τσίπρας». Με τον τρόπο ανέλαβε το ρίσκο αλλά και τις ενδεχόμενες συνέπειες ενός πολιτικού εκβιασμού.
Διαβάστε τη συνέχεια στην athensvoice.gr