Η κάθε εποχή έχει ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Και πρωτίστως, τις δικές της ανάγκες. Ο εντοπισμός τους είναι αναμφίβολα σύνθετη και απαιτητική υπόθεση. Αλλά και δύσκολη πολιτική άσκηση. Η αποκρυπτογράφησή τους προϋποθέτει αίσθηση της πραγματικότητας και γνώση των τάσεων που διαπερνούν κατά καιρούς την κοινωνία. Διαφορετικά, καθίσταται αδύνατη η σωστή ανάγνωση και η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων. Πόσω μάλλον η θεμελίωση ενός επίκαιρου στρατηγικού σχεδίου. Στον πολιτικό ανταγωνισμό κερδίζει εκείνος που βρίσκεται σε αρμονία με τις απαιτήσεις της εκάστοτε περιόδου. Είτε είναι αρνητικές είτε θετικές. Έτσι άλλωστε, επιτυγχάνεται και η αποκαλούμενη κυριαρχία.
Στη φάση της χρεοκοπίας επικρατούσε η τιμωρητική διάθεση προς τα τότε κόμματα εξουσίας, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Σε εκείνη επένδυσε ο Αλέξης Τσίπρας, προκαλώντας τη μεγάλη ανατροπή. Αντιθέτως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασε την ανάγκη να κλείσει ο κύκλος μιας πρωτοφανούς περιπέτειας. Αμφότεροι πέτυχαν τον στόχο τους για έναν και μοναδικό λόγο: Ανταποκρίθηκαν με τον τρόπο τους στη βούληση του κοινωνικού σώματος. Αυτή αποδεικνύεται ισχυρός καταλύτης για τον πρωταγωνιστή της κάθε εποχής. Ο ρόλος της είναι καθοριστικής σημασίας.
Την αυτονόητη αυτή παραδοχή προσπερνά ο Αλέξης Τσίπρας, υποτιμώντας το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα, το οποίο δημιουργήθηκε στη διάρκεια διακυβέρνησής του. Μάλιστα, όπως προκύπτει, δεν συνιστούσε μονάχα πρόσκαιρη και εφήμερη αποδοκιμασία της κυβερνητικής του θητείας. Επιπροσθέτως, αντανακλούσε βαθιές κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές.
Δύο χρόνια μετά το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δείχνει να μην έχει αντιληφθεί τι ακριβώς συνέβη. Και πολύ περισσότερο δεν κατανοεί τα όσα επακολούθησαν. Με τον τωρινό του λόγο και τις θέσεις του, ως προς καίρια ζητήματα της χώρας και της οικονομίας, ενισχύει περαιτέρω τη δύσθυμη διάθεση της πλειονότητας των πολιτών. Αλλά και ενεργοποιεί τα αρνητικά αντανακλαστικά της.
Η υποχώρηση της επιρροής του το επιβεβαιώνει. Μολονότι από την πρώτη στιγμή της ήττας ο πρώην πρωθυπουργός εξήγγειλε τη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, υπονοώντας τη μετακίνησή του στον λεγόμενο κεντροαριστερό χώρο, εντούτοις η πορεία του είναι εντελώς αντίθετη. Η διάστασή του με το κλίμα που επικρατεί στην ευρύτερη κοινή γνώμη τού στερεί τη δυνατότητα επικοινωνίας με αυτήν. Η αδυναμία του να θεμελιώσει και να υπηρετήσει με αξιοπιστία μια σύγχρονη εναλλακτική πρόταση απέναντι στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι πασιφανής.
Τα αντιπολιτευτικά του όπλα παραπέμπουν σε άλλες εποχές. Η καταγγελτική ρητορική του στηρίζεται σε παρωχημένα κλισέ και στερεότυπα. Ούτε γίνεται πειστική όταν συνοδεύεται με φορτισμένες κατηγορίες περί «νεοφιλελευθερισμού», «εξυπηρέτησης των ολίγων», «κατεδάφισης κοινωνικών κεκτημένων» κ.λπ. Ουσιαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει καθηλωμένος σε προγενέστερο χρόνο.
Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και με το ΚΙΝΑΛ. Η αρχηγός του αντιπολιτεύεται με παρόμοια επιχειρηματολογία. Η αναντιστοιχία της με τον προοδευτικό πολιτικοϊδεολογικό εξοπλισμό, τον οποίο διέθετε άλλοτε το ΠΑΣΟΚ είναι πρόδηλη. Έτσι αναπόφευκτα γίνεται η ταύτισή της με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Και τα δύο κόμματα χάνουν στο πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού, διότι πολιτεύονται εκτός κοινωνικής, οικονομικής, και πολιτικής πραγματικότητας. Η αντιπολίτευση που ασκούν αποδεικνύεται ανεπίκαιρη και κατ? επέκταση ατελέσφορη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι δεν εισπράττουν το παραμικρό, ακόμη κι από την υπαρκτή κυβερνητική φθορά. Απεναντίας, σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων τους δείχνει να δυσπιστεί ή να αμφιταλαντεύεται ως προς τις θέσεις και τις απόψεις που διατυπώνουν.
Πρόσφατο παράδειγμα η κριτική που άσκησαν στην κυβερνητική πρόταση για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και το νέο επικουρικό. Οι θεσμικές αυτές πρωτοβουλίες που ακολουθούν το εργασιακό ενέχουν το στοιχείο των διαφορετικών από το παρελθόν προσεγγίσεων. Κατά συνέπεια, η αξιωματική και η ελάσσων αντιπολίτευση καταγράφεται να υπερασπίζεται ένα βαλτωμένο και αποστεωμένο σύστημα και να ταυτίζεται με τις γνωστές παθογένειες. Αποτέλεσμα, τα πυρά του αντιπολιτευτικού ανταρτοπόλεμου να είναι άσφαιρα. Η συγκεκριμένη μέθοδος εκτός από αναποτελεσματική, εκθέτει και τους εμπνευστές της.
Αντί, λοιπόν, στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΚΙΝΑΛ να «ψάχνονται» γιατί στο μέσον της θητείας του ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατηρεί ισχυρή κυριαρχία, μάλλον χρήσιμο θα ήταν να καταφύγουν στο ντιβάνι του πολιτικού ψυχαναλυτή.