Βλέποντας τον κ. Τσίπρα να στέκει προσοχή ακούγοντας την εξαιρετική εκτέλεση του Εθνικού μας Υμνου από τη γερμανική ορχήστρα, παρακολουθώντας ένα ένα τα βήματά του στο κόκκινο χαλί, μπροστά από το τιμητικό άγημα, δεν μπόρεσα να μη σκεφθώ ποια αισθήματα κατέκλυζαν την ψυχή του πνευματικού του δασκάλου. Φαντάστηκα τη συγκίνηση του Αλέκου Φλαμπουράρη, ο οποίος, στην ησυχία του καθιστικού, ρουφώντας με μικρές γουλιές το ουίσκι του, σκεφτόταν πού βρισκόταν αυτό το παιδί όταν το πήρε στα χέρια του για να του μάθει την πολιτική και πού έφτασε. Οι κόποι μιας ολόκληρης ζωής δεν πήγαν χαμένοι. Μία ακόμη γουλιά για να πνίξει τη συγκίνησή του, μια κλεφτή ματιά στα βαφτιστήρια του κι ύστερα και πάλι το βλέμμα καρφωμένο στην οθόνη για να απολαύσει τον θρίαμβο του μεγαλείου. Τον θρίαμβο και το μεγαλείο που αισθάνεται κάθε δάσκαλος όταν βλέπει τον μαθητή του όχι μόνο να πρωτεύει, αλλά και να αριστεύει. «Ποιος θα το έλεγε, βρε Αλέξη, όταν αγόρευες στο δεκαπενταμελές πως μια μέρα θα σε υποδέχονταν στο Βερολίνο ηγέτη φτιαγμένο». Λίγο αμήχανος, παρακολουθώντας τα βήματα της Μέρκελ για να μην κάνει κάνα λάθος, έδειχνε και ο ίδιος ο μαθητής συγκινημένος. Υποθέτω πως κι αυτού η σκέψη ταξίδευε πίσω στην Αθήνα, και νοερά συναντούσε τη σκέψη του δασκάλου του και αναρωτιόταν τι να σκέφτεται άραγε εκείνος που του έδειξε τα πρώτα βήματα στην τέχνη του Περικλή και του Λένιν όταν ακόμη, άγουρο παλικάρι, πάλευε να λύσει δευτεροβάθμιες εξισώσεις.
Η αλήθεια είναι ότι το όλο θέαμα δεν άφησε κανέναν ασυγκίνητο. Η προσπάθεια των Γερμανών να εξημερώσουν το ατίθασο παιδί της Ευρώπης για να γλιτώσουν από την κατάσχεση το Ινστιτούτο Γκαίτε, ήταν επιτυχής. Κανείς, ούτε ο κ. Λαφαζάνης όπως αποδείχθηκε μερικές ημέρες αργότερα, δεν μένει ασυγκίνητος στον βαθύ ήχο της γκρανκάσας, ειδικά όταν τον βγάζει μπάντα ενστόλων. Αν δεν τον είδατε να κουνάει ρυθμικά το αγωνιστικό του κεφάλι στην παρέλαση της Κοζάνης, δεν είδατε τίποτε.
Ομως η ευτυχία του κ. Φλαμπουράρη δεν έσβησε μαζί με τους προβολείς στο κόκκινο χαλί του Βερολίνου. Αναζωπυρώθηκε μερικές ημέρες αργότερα, στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, όταν το πνευματικό του παιδί εκφώνησε λόγο για τη σημασία της Επανάστασης του ’21. «Πότε πρόλαβε και τα έμαθε όλ’ αυτά;» θα αναρωτιόταν ο νονός των παιδιών του κ. Τσίπρα. Πώς μπορεί και παραθέτει με τέτοια άνεση ρητά του Αντώνη του Λιάκου, του Αριστείδη του Μπαλτά και άλλων σοφών; Και τι ωραίο το κλείσιμο, εκεί που λέει ότι η Ελλάδα βρέθηκε στην πρωτοπορία της Ευρώπης το 1821, ξανά στην περίοδο ’41 με ’44, και σήμερα και πάλι είναι πρωτοπόρα.
Η αίθουσα ήταν και πάλι γεμάτη ενστόλους: οι τήβεννοι των πρυτάνεων και της Συγκλήτου έδεναν με τις ιερατικές στολές του Αρχιεπισκόπου και των λοιπών ιερέων και τα ριζοσπαστικά ξεγραβάτωτα πουκάμισα των υπουργών της κυβέρνησης. Υποθέτω δε πως όσοι εμπνεύσθηκαν την ομιλία Τσίπρα στο Πανεπιστήμιο έλαβαν υπ’ όψιν τους το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός είναι και εγνωσμένου κύρους ιστορικός, αλλά και τις προσπάθειες που γίνονται από πολλές πλευρές για να εξημερωθεί το ατίθασον του ριζοσπάστου. Παραγνωρίζουν τα αισθήματα του κ. Φλαμπουράρη. Διότι ο δάσκαλος μπορεί να είναι υπερήφανος για τα κόκκινα χαλιά, τις τηβέννους και άλλα τέτοια μεγαλεία που απολαμβάνει ο μαθητής του, όμως δεν ξεχνάει και τις αρχές του. Γι’ αυτό μάλλον πέταξε το ποτήρι στην οθόνη και την έσπασε για να μη βλέπει άλλες τηβέννους, μονολογώντας: Τουλάχιστον θα μπορούσες να με πάρεις μαζί σου στο Βερολίνο.