Και, στο μεταξύ, ενώ εμείς συζητούμε με πάθος τον φόρο στα μαντριά και τα χωράφια, στο Βερολίνο οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού συνεχίζονται.
Οι τελευταίες πληροφορίες που δημοσιεύονται στον γερμανικό Τύπο λένε πως το κεφάλαιο «ευρωπαϊκή πολιτική» συζητήθηκε επιτυχώς. Ολοι συμφώνησαν πως η καλή υγεία της ευρωζώνης είναι η βασική προϋπόθεση της γερμανικής ευημερίας, ότι η Γερμανία πρέπει να παίξει τον ρόλο της ως εγγυητής της ενότητας και σταθερότητας της ευρωζώνης, ότι πρέπει να αποκατασταθεί η κλονισμένη επιστοσύνη πολιτών και αγορών στο ευρωπαϊκό σχέδιο και τα λοιπά και τα λοιπά. Αλλά όταν η ρητορική προσγειώνεται στο έδαφος του συγκεκριμένου, δεν προκύπτουν πολλά καινούργια πράγματα.
Το Βερολίνο θα υποστηρίξει την επιτάχυνση της παγωμένης «τραπεζικής ένωσης», αλλά θα αρνηθεί τη διάθεση σοβαρών πόρων, ώστε να δημιουργηθεί ένα ταμείο που να έχει τη δύναμη να καθαρίσει τους σκελετούς από τα ντουλάπια του τραπεζικού συστήματος της ευρωζώνης. Αντ? αυτού θα προτείνει, ως πηγή χρηματοδότησης, την καθιέρωση ενός φόρου επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, που είναι σωστή και δίκαιη λύση αλλά που στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων των Βρυξελλών δεν έχει πολλούς οπαδούς και θα περάσουν πολλά ευρωπαϊκά τέρμινα πριν να ωριμάσει. Ώς τότε η οικονομική ανάκαμψη στην ευρωζώνη θα παραμένει όμηρος ενός τραπεζικού συστήματος ημιθανούς και αδύναμου να τη χρηματοδοτήσει, που ποτέ δεν εξυγιάνθηκε και δεν ανακεφαλαιοποιήθηκε επαρκώς μετά την κρίση του 2008. Και το κόστος δανεισμού για επενδύσεις και επιχειρήσεις θα παραμένει τρεις και τέσσερις φορές υψηλότερο στην περιφέρεια από ό,τι στο κέντρο της ευρωζώνης και θα συνεχίσει να πνίγει την περιφέρεια στην ύφεση και να ενισχύει τις αποκλίσεις και τις ανισορροπίες που γέννησαν τη μεγάλη κρίση.
Ολοι καταλαβαίνουν ότι μια τραπεζική ένωση στην ευρωζώνη είναι ένας άλλος τρόπος να φτάσεις σε μια μορφή αμοιβαιοποίησης του χρέους, στην έκδοση ευρωομολόγων, στον κεντρικό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και των εθνικών προϋπολογισμών σε επίπεδο ευρωζώνης. Αλλά τίποτε δεν δείχνει να σπρώχνει με την αναγκαία ταχύτητα και αποφασιστικότητα την Ευρώπη προς τα εκεί.
Κάτω από άλλες συνθήκες, θα μπορούσε κανείς να δει τον μακρύ ιστορικό χρόνο, να κάνει υπομονή, να ακούσει το γνωστό επιχείρημα ότι και οι ΗΠΑ έκαναν πάνω από έναν αιώνα για να αποκτήσουν ομοσπονδιακούς οικονομικούς θεσμούς. Αλλά, δυστυχώς, η εικόνα γύρω μας δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιες φιλοσοφικές προσεγγίσεις. Οι αριθμοί, για το σύνολο της ευρωζώνης, εξακολουθούν να κρύβουν εφιάλτες.
Η έμφαση εξακολουθεί να δίνεται παντού στη λιτότητα, στη μείωση των ελλειμμάτων και των χρεών, με αποτέλεσμα η δημοσιονομική εξυγίανση των μεν να εμποδίζεται από τη δημοσιονομική εξυγίανση των δε, τα εμπορικά πλεονάσματα των ισχυρών (και η Γερμανία δεν δείχνει διάθεση να μειώσει τα δικά της) να εξάγουν ανεργία και πτώχευση στους πιο αδύναμους, η αληθινή οικονομική ανάκαμψη να αναβάλλεται, η λιτότητα να αποσπά υπερβολικό τίμημα για μικρά αποτελέσματα και η ευρωζώνη στο σύνολό της να έχει χάσει, σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, το 12% του δυνητικού της ΑΕΠ. Του επιπέδου που θα είχε, δηλαδή, αν ξανάβρισκε τους προ της κρίσης ρυθμούς ανάπτυξης.
Ακόμη χειρότερα: η ανεργία έφθασε το 12,2% στην ευρωζώνη – 27,6% στην Ελλάδα. Η ανεργία ανάμεσα στους νέους το 24,1% σε όλη την ευρωζώνη, στις δικές μας γειτονιές, το 57,3%. Τριάμισι εκατομμύρια νέοι κάτω των 25 ετών, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, είναι άνεργοι στην Ευρώπη. Αλλοι τόσοι δουλεύουν σε ευκαιριακές, μερικής απασχόλησης δουλειές, τα περίφημα γερμανικά μίνι-τζομπ. Μια γενιά ολόκληρη, η πιο καλά εκπαιδευμένη στην ευρωπαϊκή Ιστορία, κινδυνεύει να γίνει κυριολεκτικά μια χαμένη γενιά.
Υπήρξαν κι άλλες χαμένες γενιές στην Ιστορία. Αλλά κάθε φορά η μοίρα τους συνδέθηκε με μεγάλα, συνήθως αιματηρά, ιστορικά δράματα. Αυτά ακριβώς που το σχέδιο της ενωμένης Ευρώπης υποσχόταν να ξεριζώσει για πάντα από την ήπειρο αυτή. Αυτή η υπόσχεση είναι που τίθεται, για πρώτη φορά εδώ και 50 χρόνια, υπό αμφισβήτηση. Και είναι ανάγκη επειγόντως να επαναβεβαιωθεί. Μόνο που ακόμη δεν βλέπουμε πώς…