Η νέα θεσμική περίοδος που ανοίγει βρίσκει την Ευρωπαική Ένωση (ΕΕ) σε μεταβατική φάση αφού μεταξύ άλλων αλλαζει σύντομα η ηγεσία των Οργάνων ( Επιτροπής, Ευρωπαικού Συμβουλίο, κα). Αλλά κυρίως βρίσκει την ΕΕ σε εμφανή αδυναμία να διαχειρισθεί τις τεράστιες παγκόσμιες προκλήσεις και προβληματα. Ο Καρλ Βιλτ, πρώην πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών της Σουηδίας αλλά και προσωπικότητα με ενεργό και επιδραστικό ρόλο στις διεθνείς υποθέσεις, σ’ ένα πρόσφατο άρθρο του (Financial Times – 19 Ιουλίου 2019) προειδοποίησε ότι η Ευρώπη / Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) περιέρχεται ραγδαία στο διεθνές γεωπολιτικό περιθώριο. Καθίσταται ασήμαντη (irrelevant) καθώς αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων της ανερχόμενης Κίνας, της εθνικιστικής Ρωσίας, της αβέβαιης και αναθεωρητικής Αμερικής – ΗΠΑ για ηγεμονική κυριαρχία . Ο Κ. Μπιλτ αναφέρει σειρά περιπτώσεων που πιστοποιούν, κατά την άποψή του, την περιθωριοποίηση της Ένωσης όπως από την αδυναμία της να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη Ρωσία, να προστατεύσει τη συμφωνία για τα πυρηνικά (JCPOA) με το Ιράν, την αποτυχία της να διαχειρισθεί τις σχέσεις της με την Τουρκία. Ουσιαστικά η ΕΕ “έχασε” την Τουρκία και για την “απώλεια” αυτή υπεύθυνη είναι πρωτίστως η Ένωση και η μάλλον κοντοφθαλμη στρατηγική που εφαρμοσε ιδιαίταιρα στην περίοδο 2005-2010.
Αν και θεωρώ την άποψη ότι η Ένωση καθίσταται ασήμαντη – irrelevant στο διεθνές περιβάλλον μάλλον υπερβολική, είναι γεγονός ότι η επιρροή της Ένωσης στις διεθνείς υποθέσεις έχει καμφθεί τελευατία αν και βεβαίως ουδέποτε ήταν ιδιαίτερα υψηλή. Η Ένωση σταθερά περιγράφεται ως “ο οικονομικός γίγαντας και πολιτικός νάνος” στην παγκόσμια σκηνή. Το ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι, όπως υπογραμμίζει και ο Κ. Μπιλτ, η επιρροή αυτή θα συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο εάν δεν μεσολαβήσουν κάποιες συγκεκριμένες τροποποιήσεις στη λειτουργία και συμπεριφορά της ΕΕ. Πρώτα απ’ όλα η αποχώρηση του Ην. Βασιλείου από την Ένωση (Brexit) θα πλήξει το διεθνή της ρόλο πέρα απ’όλα τα άλλα.( Εάν βέβαια το Brexit τελικά συμβεί). Η Βρετανία είναι το κράτος μέλος με την ισχυρότερη διεθνή παρουσία κυρίως στο πολιτικό πεδίο. Μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ην. Εθνών (ΟΗΕ), με το πλέον εκτεταμένο διπλωματικό δίκτυο σε παγκόσμια κλίμακα, πυρηνική δύναμη με ισχυρή παράδοση διεθνούς δραστηριότητας αντίθετα με τη Γαλλία και κυρίως τη Γερμανία που είναι συνήθως απρόθυμες στην ανάληψη διεθνούς δράσης. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι που ορισμένοι σχετίζονται και με τα πρόσωπα που διαχειρίστηκαν την εξωτερική πολιτική της Ένωσης τα τελευταία χρόνια.
Αλλά πέραν από τους συγκυριακούς λόγους, υπάρχουν ορισμένοι θεμελιακοί διαρθρωτικοί παράγοντες που δεν επιτρέπουν στην Ένωση να μετατρέψει την οικονομική της ισχύ σε αποτελεσματική πολιτική επιρροή διεθνώς. Γιατί η Ένωση με βάση μια σειρά από οικονομικούς δείκτες (μέγεθος ΑΕΠ, συμμετοχή στο παγκόσμιο εμπόριο, χορήγηση εξωτερικής αναπτυξιακής βοήθειας, κ.α.) είναι μια υπερδύναμη. Αλλά ως υπερδύναμη έχει δύο τουλάχιστον θεμελιακά ελλείμματα που καμιά άλλη υπερδύναμη στην ιστορία δεν είχε. Πρώτον, είναι μια υπερδύναμη χωρίς κεντρική κυβέρνηση. Το σύστημα διακυβέρνησης της Ένωσης είναι κατακερματισμένο σε επιμέρους θεσμούς/ όργανα που έχουν επικαλυπτόμενες ή συγκρουόμενες εξουσίες (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Συμβούλιο Υπουργών, κ.α.). Αυτή τη στιγμή υπάρχουν πέντε διαφορετικοί Πρόεδροι που εκφράζουν την Ένωση “προς τα έξω”, στο διεθνές σύστημα. Έτσι ενώ παλαιότερα δεν υπήρχε ένας τηλεφωνικός αριθμός, όπως έλεγε ο Χ. Κίσσινγκερ, που να απαντά εξ ονόματος της Ένωσης σε περίπτωση κρίσης, αυτή τη στιγμή υπάρχουν τουλάχιστον πέντε διαφορετικοί αριθμοί με αποτέλεσμα να προκύπτουν βραχυκυκλώματα. Και πάνω απ’ όλα για να αποφασίσουν οι θεσμοί, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και Συμβούλιο Υπουργών, απαιτείται ομοφωνία, η συγκατάθεση δηλαδή όλων των κρατών μελών. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται με μεγάλη χρονική καθυστέρηση και όταν ληφθούν εκφράζουν “το χαμηλότερο δυνατό παρονομαστή”. Είναι δηλαδή κακές αποφάσεις. Η προικοδότηση της Ένωσης με συνεκτική και αποτελεσματική κυβέρνηση είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση και απαιτεί τροποποίηση των Συνθηκών, πράγμα ακόμη δυσκολότερο. Μπορεί ωστόσο να γίνει κάτι από τη νέα θεσμική ηγεσία της Ένωσης που θα αναλάβει το φθινόπωρο που δεν απαιτεί τροποποίηση των Συνθηκών: η υιοθέτηση της ειδικής ενισχυμένης πλειοψηφίας (QMV) για τη λήψη αποφάσεων στο πεδίο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ). Θα ήταν μια σημαντική μεταρρύθμιση που θα επιτρέπει καλύτερες και γρηγορότερες αποφάσεις για τις διεθνείς υποθέσεις . Όπως επισης και η σύσταση ενός Ευρωπαικού Συμβουλίου Ασφάλειας( ΕΣΑ)
Το δεύτερο σημαντικό έλλειμμα συνδέεται με το γεγονός ότι η Ένωση ως υπερδύναμη δεν κατέχει στρατιωτική δύναμη. Μια άλλη μοναδικότητα στην ιστορία των υπερδυνάμεων. Η Ένωση διαθέτει σήμερα ορισμένες “στρατιωτικές ικανότητες” και δομές για τη διεξαγωγή ορισμένων αποστολών αλλά κατά βάση παραμένει μια πολιτική (civilian) δύναμη. Βεβαίως οι Συνθήκες (από το Μάαστριχτ και μετά – 1993) επιτρέπουν στην Ένωση να αναπτύξει κοινή αμυντική πολιτική και τελικά κοινή άμυνα και προς την κατεύθυνση αυτή έγιναν προσπάθειες (ιδιαίτερα με τη Δήλωση του St. Mallo – 1998) αλλά με περιορισμένη αποτελεσματικότητα. Είναι σημαντικό όμως ότι η απερχόμενη Επιτροπή Junker έχει προτείναι τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης μέχρι το 2025, στόχο που ελπίζεται ότι θα επιδιώξει και η νέα ηγεσία υπό την προεδρία της Ουρσουλα Φον ντερ Λάιεν. Γιατί τελικά υπερδύναμη χωρίς κεντρική κυβέρνηση και κάποια στρατιωτική ισχύ δεν μπορεί να υπάρξει για σημαντικό χρονικό διάστημα.
Και τέλος ένα πράγμα θα πρέπει να είναι σαφές: ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην προάσπιση της παγκόσμιας σταθερότητας στη βάση των φιλελεύθερων αξιών εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο αναγκαίος σήμερα. Αλλά γα να ασκήσει αποτελσματικά ‘ αυτό το ρόλο , η Ένωση οφείλει να αποκτήσει τα αναγκαία μέσα, θεσμούς και διαδικασίες.