Θα αντέξει η Ευρώπη το διπλό χτύπημα του προσφυγικού και του «Μπέξιτ»; Θα το δούμε αυτές τις μέρες. Εντωμεταξύ κάθε απαισιοδοξία δεκτή.
Δεν είναι μόνο το μέγεθος των προβλημάτων που τρομάζει: το καθένα από αυτά τα ζητήματα από μόνο του θα αρκούσε για να αποσταθεροποιήσει το πιο γερό οικοδόμημα –και η Ευρώπη κάθε άλλο παρά είναι τέτοιο- πόσο μάλλον ο συνδυασμός τους μέσα σε ασφυκτικά χρονικά πλαίσια. Το βασικό και αξεπέραστο εμπόδιο μοιάζει αυτή τη στιγμή να είναι ψυχολογικό και μεθοδολογικό.
Κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν, κανείς δεν βάζει το κοινό συμφέρον πάνω από το εθνικό, κανείς δεν πιστεύει, στο βάθος της ψυχής του, ότι τα προβλήματα είναι επιλύσιμα. Στο προσφυγικό, τα στρατόπεδα έχουν στηθεί τα μεν απέναντι στα δε και οι δίοδοι συνεννόησης είναι ελάχιστες. Η Γερμανία, ή μάλλον η Καγκελάριος της, ξεκίνησε με τις πιο ανοιχτές και φιλελεύθερες θέσεις (οι πρόσφυγες ως ευκαιρία οικονομικής αναζωογόνησης) και, όταν βίωσε, για πρώτη ίσως φορά στη θητεία της, τη διάσταση ανάμεσα σε σωστές και δημοφιλείς επιλογές, προσπαθεί με κάθε τρόπο να ρίξει το βάρος στους άλλους. Οι κήρυκες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Γαλλία) δεν εμπλέκονται άμεσα και προτιμούν να σιγήσουν, οι «ναι μεν αλλά» εμπλεκόμενες χώρες (Ιταλία) έχουν στήσει άλλα μπαϊράκια. Οι πρώην ανατολικές χώρες, συνασπισμένες, με σημαία το Βίζεγκραντ, γύρω από τον απομονωτισμό και τον βαθύ αντι-ευρωπαϊσμό τους, βρίσκουν την ευκαιρία, έτσι μακριά από το επίκεντρο του προβλήματος που είναι, να κάνουν επίδειξη «ιδιαιτερότητας» και αδιαλλαξίας.
Το δράμα της Ευρώπης είναι ότι το προσφυγικό συνδέεται, χάρις σε ένα παιχνίδι της συγκυρίας, με το θέμα της πιθανής εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ένωση. Δίνεται έτσι έμμεσα πάτημα στο μεν μεγάλο νησί να διεκδικεί πολύ περισσότερα από όσα δικαιούται (γιατί η Ευρώπη δεν μπορεί καν να σκεφτεί το ενδεχόμενο να προστεθεί το Μπρέξιτ στα προβλήματα της), στις δε «σκληρές» στο προσφυγικό χώρες να προωθούν τις επιδιώξεις τους σε αυτό το μέτωπο με αντάλλαγμα τη σιωπηρή συναίνεση τους στους βρετανικούς όρους (και ιδίως στο ζήτημα της αντιμετώπισης των εσωτερικών μεταναστών, στο οποίο αυτές κυρίως βλάπτονται). Από το “win-win” του Κάμερον οδηγούμαστε έτσι στο απόλυτο “lose-lose”: ακόμα και να μείνει η Βρετανία στην Ένωση –πράγμα διόλου σίγουρο με τα σημερινά δεδομένα- και το ρήγμα με τις υπόλοιπες χώρες θα έχει βαθύνει σε οριακό βαθμό και η εικόνα της Ευρώπης θα έχει πληγεί ανεπανόρθωτα και το προσφυγικό θα έχει μετατραπεί σε μετέωρο σκιάχτρο. Και, παράπλευρη για τους άλλους αλλά ζωτική για μας συνέπεια, η Ελλάδα θα έχει σπρωχτεί –μέσω της χρήσης της αξιολόγησης ως μοχλού για αποδοχή υπερβολών στο προσφυγικό και αντιστρόφως- στο χείλος του δικού της γκρεμού.
Θα μπορούσε να το γλιτώσει; Θα ήμασταν άδικοι αν δεν ξεκινούσαμε από την παραδοχή ότι το πρόβλημα, και ιδίως η σύνδεση των μεγάλων προβλημάτων, ξεπερνάει τις δυνατότητες μιας μικρομεσαίας χώρας, ακόμα και υπό τις καλύτερες συνθήκες, ακόμα και με την αποτελεσματικότερη κυβέρνηση. Από εκεί και πέρα, όμως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και τους πολλούς τρόπους με τους οποίους η ηγεσία της χώρας επιδείνωσε το πρόβλημα: παγίωση εικόνας κακού μαθητή, δηλώσεις για «τροφοδοσία» της Ένωσης με τζιχαντιστές, καθυστέρηση στη λήψη συμφωνημένων μέτρων, πλημμέλεια στις εκ του Σένγκεν υποχρεώσεις, διπλωματική απομόνωση, «διεθνοποίηση» του προβλήματος πέρα από τα ευρωπαϊκά όρια (ΝΑΤΟ) με προφανή διακινδύνευση κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Το ζήτημα είναι εξαιρετικά βαρύ για να αποτελέσει αντικείμενο κομματικής αντιπαράθεσης –και, προς τιμήν τους, τα περισσότερα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν επιχειρούν να το αναγάγουν σε τέτοιο. Για μια όμως ακόμα φορά, μετά την οικονομική κρίση που προφανώς δεν έγινε μάθημα, αποδεικνύεται πως στη σημερινή ανίκανη να προστατεύσει τα μέλη της Ευρώπη οι αδύναμοι κρίκοι πληρώνουν πρώτοι και πιο βαριά τα λάθη όλων. Πόσο μάλλον όταν τα λάθη και η αδυναμία προστασίας των συμφερόντων τους ξεκινούν από τους ίδιους τους φύσει και θέση αδύναμους.