Ντέζα βου. Μόνο έτσι μπορεί να περιγραφεί αυτό που (ξαναματα)ζούμε. Πολιτική διαπραγμάτευση πήγε να κάνει ο ΓΑΠ. Απέτυχε. Πολιτική διαπραγμάτευση πήγε να κάνει ο Βενιζέλος. Απέτυχε. Πολιτική διαπραγμάτευση πήγε να κάνει ο Σαμαράς. Απέτυχε. Πολιτική διαπραγμάτευση πήγε να κάνει κι ο Τσίπρας. Και αναπόφευκτα απέτυχε. Με μια διαφορά όμως. Αυτός δεν έμαθε και γι αυτό το ξαναδοκιμάζει φέτος, φυσικά πάνω στις μελανιασμένες πλάτες μας. Προσπαθεί και πάλι να διασπάσει τους εταίρους, ανάγει και πάλι το ήσσονος σημασίας θέμα του χρέους σε μείζον, απειλεί και πάλι με γεωπολιτική αστάθεια, δηλώνει και πάλι-φυσικά ανεπισήμως-πως κινείται μόνο εντός των συμφωνηθέντων, διακηρύσσει υπερήφανα και πάλι ότι αυτός είναι ο μόνος αρμόδιος για να αποφασίσει πώς θα κατανεμηθούν τα βάρη. Μα και βέβαια είναι, όπως και πέρυσι και όπως ήταν και οι προκάτοχοι του. Και φυσικά μπορεί και να το πράξει , εφόσον δε θέλει τα νέα δανεικά λεφτά. Δε τον εμποδίζει κανείς ξένος. Το τολμά?
Όλα φάνηκαν να ξεκαθαρίζουν μετά το καλοκαίρι. Το δημοψήφισμα ξεπεράστηκε με μια επιδεικτική κωλοτούμπα, η συμφωνία με τους δανειστές έκλεισε και κυρώθηκε από την Βουλή, οι «Λαφαζανικοί» μας άφησαν χρόνους κι ο Τσίπρας επανεξελέγει με σαφή εντολή υλοποίησης των απολύτως γνωστών συμφωνηθέντων. Το φθινόπωρο θα έκλεινε η αξιολόγηση, και μετά θα άρχιζε η συζήτηση για το χρέος, όλα καλά δηλαδή. Κι όμως δεν ακολουθήθηκε αυτή η πορεία, και συνεπώς βρισκόμαστε μετά 16 μήνες κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ σχεδόν στο ίδιο σημείο. Οι διαφορές είναι λίγες, με μόνη θετική την-αναβληθείσα επί μακρόν-ιδιωτικοποίηση των αεροδρομίων και του ΟΛΠ.
Οι αρνητικές διαφορές εντοπίζονται στους χιλιάδες ασχέτους φανατικούς που έχει διορίσει η κυβερνητική παρέα, στην νέα ύφεση, στα capital controls και φυσικά στο μεταναστευτικό, το οποίο κοντεύει να υπονομεύσει τα θεμέλια της κοινωνίας μας. Η αλλαγή πολιτικού σκηνικού στη Νότια Ευρώπη δε συνέβη, ο Ολάντ παραμένει δίπλα στη Μέρκελ, οι Αμερικανοί τα έχουν βρει με τους Ρώσους και δε κόπτονται για επέμβαση στη Συρία, και τέλος, τυχόν υποχώρηση του Κουαρτέτου έναντι των παράλογων απαιτήσεων της Ελλάδας θα καταστήσει το Brexit μάλλον περισσότερο πιθανό απ’ ότι είναι σήμερα. Οι ξένοι δεν έχουν δηλαδή τίποτε να χάσουν όσο τραβάει η διαπραγματευση, μόνο εμείς ζημιωνόμαστε, όπως αποδεικνύουν και τα συνεχιζόμενα λουκέτα, με πιο ηχηρό αυτό της Ηλεκτρονικής Αθηνών (Το οποίο αντιμετωπίστηκε γλαφυρά από τους συντάκτες της Αυγής. Οι 550 άνεργοι είναι ασήμαντοι όταν δε προέρχονται από το Δημόσιο).
Ο Τσίπρας πως γίνεται να μην τα βλέπει όλα αυτά? Ποιός ξέρει. Ίσως όντως να στερείται ευφυΐας, ίσως ο συνδυασμός εύκολης ζωής και βαθιά ριζωμένου βολονταρισμού να είχαν σαν αποτέλεσμα ένα χαμηλό IQ. Μετά είναι και θέμα συμβούλων. Ένας νάρκισσος όπως αυτός δε συνηθίζει να περιστοιχίζεται από πρόσωπα που θεωρεί ικανότερα του, μια Περιστέρα κι ένας κυρ Αλέκος αρκούν. Έτσι κι αλλιώς όμως η δεξαμενή από την οποία θα πρέπει να διαλέξει είναι πολύ μικρή. Ο νεοκομμουνιστες που αποτελούν τους βασικούς συντρόφους του είναι οι πιο περιθωριακοί της εγχώριας Αριστεράς, οι πλέον απροσάρμοστοι και οι λιγότερο άξιοι. Είναι αυτοί οι κρατικοδίαιτοι που αρνούνται να αποδεχθούν την ήττα της ιδεολογίας τους και που πιστεύουν πως αρκεί το φανατικό πείσμα τους για την οριστική επίτευξη του στόχου.
Οι δε πασοκογενείς είναι ανάλογη περίπτωση, είναι εκείνοι οι παλιοί αφισοκολλητές που δεν είχαν τα φόντα για να ανελιχθούν και έμειναν ριγμένοι και ψιλονηστικοί, πάντα σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια. Αυτή η δεξαμενή στελεχών έιναι που αποτρέπει τον Τσίπρα να πάει σε εκλογές, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα κυριαρχίας. Τόσα χρόνια λαχταρούσαν την εξουσία, τόσα απωθημένα είχαν συσσωρεύσει, τόση καλοπέραση είχαν ονειρευτεί, είναι δυνατόν να τ’ αφήσουν όλα αυτά έτσι απλά? Κάποιος τρόπος θα υπάρχει, δε μπορεί, πρέπει οι κουτόφραγκοι να τους αφήσουν κι αυτούς να δοκιμάσουν, πρέπει κι αυτοί να γλείψουν τον πάτο της κατσαρόλας.
Είναι πολλοί, πάρα πολλοί οι εξουσιομανείς γύρω από τον Τσίπρα, και συντηρούν όπως μπορούν την ψευδαίσθηση της Τελικής Νίκης, όπως σε ένα καταφύγιο του Βερολίνου το 1945. Οι περισσότεροι δεν έχουν ηθικούς φραγμούς, δε χαρακτηρίζονται από σοβαρή προσήλωση στον υγιή κοινοβουλευτισμό. Σε άλλα πολιτεύματα πίστεψαν, και σ’ αυτά περιμένουν να βρίσκεται το κοινό μας μέλλον. ‘Άσε που ως αντιπολίτευση το κόμμα τους νομοτελειακά θα κινηθεί προς το κέντρο, και ποιός να μαθαίνει καινούργια πράγματα σε τέτοια ηλικία. Είναι απολύτως ικανοί να οδηγήσουν τη χώρα στη ρήξη, αρκεί να παραμείνουν στην κυβέρνηση και να γίνουν καθεστώς. Και η ρήξη θα έρθει με αφορμή μια αποτυχία στις διαπραγματεύσεις, την οποία θα αξιοποιήσει ο χειραγωγούμενος Τσίπρας για να κηρύξει ακόμη ένα δημοψήφισμα, με θέμα το νόμισμα αυτή τη φορά. Και η ανωμαλία που θα το ακολουθήσει θα είναι αληθινά πρωτοφανής.
Θα εκτραχυνθεί άραγε τόσο η κατάσταση? Θα επιδείξουν τέτοια αυτοκαταστροφική επιπολαιότητα ώστε να μας ρίξουν όλους στο γκρεμό? Δε το γνωρίζω, και η λογική μου λέει πως είναι απίθανο. Όσο αδίστακτοι κι αν είναι, μια πολιτειακή εκτροπή απαιτεί κότσια και καλή οργάνωση, κι αυτοί μας έχουν αποδείξει περίτρανα πως δεν διαθέτουν τέτοια προσόντα. Η δε κατάσταση με την Τουρκία είναι τόσο ρευστή, που τυχόν απομάκρυνση μας από τους διεθνείς θεσμούς θα μας έβαζε σχεδόν σίγουρα σε μη διαχειρίσιμο εθνικό κίνδυνο. Όμως, όταν η βδομάδα μου γεμίζει από τους θεατρινισμούς του Καμμένου, το θράσος της Γεροβασίλη, τις αοριστίες του Tsaekaelotos, τις κούφιες υποσχέσεις του Σταθάκη, τις εκπαιδευτικές …τομές του Φίλη και την γεροντοεφηβική ξιπασιά του ίδιου του Τσίπρα, ε, όσο να’ ναι, τρέμει το φυλλοκάρδι μου…