Δυστυχώς, ο εσωτερικός δημόσιος διάλογος σχετικά με την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές γίνεται στο ίδιο πλαίσιο και με την ίδια νοοτροπία που γινόταν έως τώρα, και συνεχίζει, ο δημόσιος διάλογος για την οικονομική κατάρρευση της χώρας. Οπως εμπεδώθηκε η άποψη, με τη συνεργασία αντιπολίτευσης, κυβέρνησης και μίντια, ότι την κρίση προκάλεσαν οι ανελέητοι Γερμανοί, η αιμοδιψής τρόικα και το τρισκατάρατο Μνημόνιο, έτσι τώρα το αντικείμενο της συζήτησης είναι αν ή όχι ο «δοκιμαστικός» (γιατί περί αυτού πρόκειται) δανεισμός από τις αγορές φέρνει την πολυπόθητη απαλλαγή από τους… δυνάστες μας. Δηλαδή από τους δανειστές και τον έλεγχό τους. Ολα τα υπόλοιπα, ποιοι πραγματικοί, συμβολικοί και τεχνικοί λόγοι συνηγορούν υπέρ της κίνησης που έκανε η κυβέρνηση, οργανωμένα και με επιτυχία είναι η αλήθεια, αλλά και οι αντίθετοι, βασισμένοι σε λογική και σε επιχειρήματα, μικρή σημασία έχουν στις αντιπαραθέσεις που απολαμβάνουμε στους ραδιοφωνικούς, τηλεοπτικούς και αληθινούς καφενέδες της επικράτειας.
Τρανή απόδειξη της νοοτροπίας που επικρατεί είναι η εχθρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε η προχθεσινή σύντομη επίσκεψη της Αγκελα Μέρκελ στην Αθήνα, όχι μόνο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης («ήλθε να επιθεωρήσει την καταστροφή που προκάλεσε», ήταν το σχόλιο του Δημ. Βίτσα, του γενικού γραμματέα της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ), αλλά και από δημοσιογράφους σε μίντια που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν «αντίπαλα» της κυβέρνησης. Φυσικό επακόλουθο, αφού οι ευθύνες για όλα τα δεινά που υφίστανται οι πολίτες αποδίδονται από τους αντιπολιτευόμενους στην πολιτική του Μνημονίου που επιβάλλουν οι ξένοι και ακολουθεί η κυβέρνηση, ενώ οι συμπολιτευόμενοι ουσιαστικά συμβαδίζουν, δείχνοντας με το δάχτυλο την τρόικα που θέλει μέτρα και μεταρρυθμίσεις, χωρίς να δείχνει την απαιτούμενη κατανόηση στη γνωστή «ελληνική πραγματικότητα». Εξ ου και οι… σκληρές διαπραγματεύσεις για να μην υλοποιηθούν όλα όσα έχει υπογράψει η Αθήνα.
Για να επανέλθουμε στην έξοδο στις αγορές, οι απερίγραπτες «αρλούμπες» που αραδιάζουν τα υψηλόβαθμα και χαμηλόβαθμα στελέχη της αντιπολίτευσης και ειδικά του ΣΥΡΙΖΑ δεν συνιστούν επιχειρήματα ούτε συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας σωστής γνώμης για το «timing» του εγχειρήματος. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να βγει η χώρα στις αγορές. Αυτό ήταν και το ζητούμενο. Αλλωστε, η κατάρρευση επήλθε όταν οι αγορές έπαυσαν να δανείζουν και γι’ αυτόν το λόγο καταφύγαμε στον μηχανισμό στήριξης (ευτυχώς που υπήρχε) και στα Μνημόνια. Από την άλλη πλευρά, η δοκιμαστική και δειλή έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει απαλλαγή από μεταρρυθμίσεις και έλεγχο. Ακριβώς επειδή δεν σημαίνει κάτι τέτοιο και η Ελλάδα έχει δεσμευθεί να προχωρήσει στον δρόμο που χάραξαν ΔΝΤ, ΕΚΤ και Κομισιόν, υπήρχε τόση προσφορά για την αγορά των πενταετών κρατικών ομολόγων. Κάπως έτσι εκδηλώθηκε η εμπιστοσύνη των επενδυτών, μαζί βέβαια με την πεποίθηση πως οι εταίροι θα συνεχίσουν να μας συνδράμουν όσο χρειάζεται.
Είναι πολλοί εκείνοι που καταγγέλλουν το γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται υπό έλεγχο και εποπτεία, άλλοι τόσοι εκείνοι που ευαγγελίζονται την «απελευθέρωσή» της και όλοι μαζί διαλαλούν ότι χωρίς μνημόνια, όρους, παρεμβάσεις και πιέσεις μπορεί αυτός ο τόπος να μεγαλουργήσει. Πρόκειται για παραγωγή και αναπαραγωγή φαντασιακών επιθυμιών, καθώς το παρελθόν δεν έχει να επιδείξει τέτοιες ειδυλλιακές εποχές. Η Ελλάδα έχει επανειλημμένως καταρρεύσει, έχει βρεθεί συχνά υπό τον έλεγχο και την εποπτεία δανειστών ή δωρητών (σχέδιο Μάρσαλ), αρκετές φορές δεν αποπλήρωσε δάνεια στο ακέραιο και ποτέ δεν διακρίθηκε για τον ορθολογισμό και την ικανότητά της στην οργάνωση και τη διοίκηση. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια και αποδεικνύεται πλήρως από τις άπειρες στρεβλώσεις που καθόριζαν και ακόμη καθορίζουν τη λειτουργία του κράτους και της κοινωνίας. Αλλωστε, το πλέγμα των στρεβλώσεων σε συνδυασμό με ακατανόητη νοοτροπία έφερε την καταστροφή αυτήν τη φορά.
Αρα ο έλεγχος θα συνεχίσει να υπάρχει, ίσως όχι με τη μορφή Μνημονίων, αλλά με διάφορους άλλους τρόπους. Υπενθυμίζεται πως η χώρα είναι μέλος μιας ευρύτερης κοινότητας κρατών και που όλα με δική τους βούληση έχουν εκχωρήσει κυριαρχικά δικαιώματα για να επιτευχθεί ο στόχος της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης. Πέρα όμως από αυτό, υπάρχουν και οι Ελληνες που πιστεύουν ακράδαντα ότι χωρίς έλεγχο και εποπτεία ο τόπος αυτός θα σέρνεται συνεχώς, υπερήφανος για την «ιδιαιτερότητά» του.