Η ακραία πόλωση της κοινωνίας είναι μια κατάσταση που ευνοεί τον Τσίπρα. Οι υποστηρικτές του σχηματίζουν ένα μεγάλο αριθμητικό μπλοκ, οι οποίοι τον θεωρούν ως τον μοναδικό πολιτικό που κοντράρει με αξιώσεις το σύνολο του παλιού πολιτικού συστήματος.
Στόχος του Συριζα είναι η διατήρηση της εξουσίας και για τον σκοπό αυτό χτίζει μια ιδεολογία που βασίζεται στην εναντίωση στο παλιό καθεστώς της διαφθοράς και των σκανδάλων. Έτσι έχει καταφέρει να συσπειρώσει ψηφοφόρους τόσο από την κεντροαριστερά όσο και από την κεντροδεξιά. Είναι κάτι που προσπαθούν να το κάνουν οι αντίπαλοι του αλλά δυσκολεύονται.
Αυτή η δυσκολία μεγαλώνει καθώς οι τελευταίοι διαχωρίζονται σε διαφορετικά στρατόπεδα. Ακόμη και το μέτωπο του φιλοευρωπαϊκού τόξου , ο μόνος συνδετικός κρίκος, φαίνεται να έχει σπάσει,καθώς με την συμμετοχή ή την αποχή τους στα συλλαλητήρια, το μέτωπο της λογικής χωρίστηκε στα δυο. Είναι πλέον φανερό ότι η ΝΔ ανοίγεται προς τα δεξιά ενώ το Κίνημα Αλλαγής προς την κεντροαριστερά.
Δεν είναι, απλώς, μια διαφορετική αντιμετώπιση μιας κατάστασης, αλλά μια συγκρουσιακή φάση όπου οι μεν κατηγορούν τους δε. Η μεταξύ τους απόσταση ολοένα κ μεγαλώνει και ίσως κάποια στιγμή να γίνει μεγαλύτερη και από αυτή με τον Συριζα. Ο τελευταίος εφαρμόζει μια επιδέξια πολιτική, πολλές φορές με αδέξια τακτική, η οποία όμως συσπειρώνει ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού που νιώθει αριστερό και επιφυλακτικό προς την Ευρωπαική Ένωση. Είναι βαθιά χτυπημένο από την κρίση, δεν εμπιστεύεται τους θεσμούς δεν αντιλαμβάνεται το ρόλο παίζουν οι θεσμοί, η δημοκρατία και η αξιοκρατία, γιατί ποτέ δεν πίστεψε ότι αυτές είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την ευημερία του ίδιου του ατόμου αλλά και της κοινωνίας γενικότερα.
Υπάρχουν δυο μεγάλα κοινωνικά ρήγματα στη χώρα:
α) το χάσμα μεταξύ δεξιών-αριστερών (πηγάζει από τον εμφύλιο πόλεμο) και β) το ευρωπαϊκό-αντιευρωπαϊκό (παγιώθηκε με την είσοδο της χώρας στα μνημόνια). Ο Τσίπρας με την τακτική πόλωσης που ακολουθεί ποντάρει και στα δύο κερδίζοντας συνεχώς από την όξυνση του πολιτικού κλίματος. Παρά την παραμονή της χώρας στο ευρώ και τη σύναψη νέων δανείων με την ΕΕ όταν κρίνει απαραίτητο επιδίδεται στην επίπλαστη αντιευρωπαϊκή-αντισυστημική ρητορεία του.
‘Εχει μια απίστευτη ικανότητα διαχείρισης της ανικανότητάς του. Απευθύνεται σε ένα ετερόκλητο διαταξικό κοινό το οποίο αποτελεί τον κύριο κορμό της ελληνικής κοινωνίας και μέχρι στιγμής καταφέρνει και το πείθει.
Από την άλλη μεριά ΝΔ και Κίνημα Αλλαγής κινούνται σπασμωδικά, δεν αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και νιώθουν να είναι μονίμως με την πλάτη στον τοίχο. Διαφοροποιούνται συνεχώς μεταξύ τους στα εθνικά θέματα αλλά και στα θέματα δικαιωμάτων του ανθρώπου. Χαρακτηριστική είναι η διαφορετική στάση των κομμάτων στα θέματα του Μακεδονικού, του Συμφώνου Συμβίωσης, αλλά και της νομιμοποίησης της χρήσης κάνναβης.Είναι αυτό αποτέλεσμα κομματικής τακτικής με σκοπό την συσπείρωση των ξεχωριστών ακροατηρίων τους, ή μήπως τελικά, υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση ως προς τα φλέγοντα ζητήματα που απασχολούν τον τόπο;
Δυστυχώς, η σκανδαλολογία,οι προσωπικές κόντρες, οι ύβρεις και η καταρράκωση των θεσμών έχουν οδηγήσει τη χώρα σε μαρασμό. Επιπροσθέτως, εντείνουν το κλίμα απαξίωσης προς την πολιτική με αποτέλεσμα να ενισχύονται τα άκρα . Ένας άτυπος λεκτικός εμφύλιος στα όρια του συμβολικού,που καλά κρατεί στο διαδίκτυο, είναι ένα ακόμη στοιχείο που ευνοεί κυρίως τον Συριζα. Επενδύει στα σκάνδαλα (Νοβάρτις) ως εργαλείο απομείωσης της αξίας των βασικών αντιπάλων του αλλά και ενίσχυσης του δικού του προφίλ κάθε φορά που αυτό βάλλεται για διάφορους λόγους(Μακεδονικό).
Ο φιλόδοξος τρίτος παίκτης, το Κίνημα Αλλαγής, έχει πολύ δρόμο μπροστά του και θα πρέπει να μην ετεροπροσδιορίζεται από τις κινήσεις των κομμάτων που θέλουν να στήσουν ξανά το δικομματισμό. Πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες, να βγει μπροστά, να καταστήσει σαφές ότι δεν ανέχεται να βλέπει την κυβέρνηση να καταργεί το κράτος δικαίου, τη βουλή να γίνεται αρένα πόλωσης και ρεβανσισμού, την παραβατικότητα να χτυπάει κόκκινο, την Παιδεία και την Υγεία να διαλύονται.
Θα πρέπει επίσης να βρει λύσεις για την βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών, για τους εξευτελιστικούς μισθούς των 500 ευρώ, για τις υπερωρίες που δεν πληρώνονται, την υπέρογκη φορολογία αλλά και για την αποκατάσταση των κοινωνικών αδικιών. Σε αυτά πρέπει να απαντήσει το Κίνημα Αλλαγής και ώσπου να γίνει, ή να συμμετάσχει, σε μια κυβέρνηση θα πρέπει με τη στάση, τα λεγόμενα και την συμπεριφορά του να προσελκύσει τους πολίτες, οι οποίοι πολιτικοποιώντας τα παραπάνω προβλήματα στρέφονται σε άλλες λύσεις.