Υπάρχει ένα «κλειδί», που οι σύγχρονοι γκουρού της πολιτικής επικοινωνίας εξακολουθούν να θεωρούν ότι ανοίγει τις πόρτες της ακατανίκητης επιτυχίας μιας πολιτικής και των εκφραστών της και αυτό είναι η αντικατάσταση της διαβουλευτικής συνέλευσης των πολιτών από ένα σαγηνευμένο ακροατήριο, το οποίο πιθηκίζει την κοινωνικότητα, αν και δεν έχει τίποτε κοινό πλέον πέρα από την τηλεόραση που βλέπει.
Δυστυχώς, η αντίληψη αυτή επικρατεί ακόμη σε αυτόν τον τόπο, που η τηλεόρασή του αποτελεί την «κιβωτό» της συντήρησης ενός κόσμου που δεν υπάρχει. Γιατί επισήμως έχει καταρρεύσει. Κάτι σαν ένα matrix πέραν κάθε ανάγκης και λογικής, όπου όλα παραμένουν ίδια με χθες, υλικά αδρανή, τα οποία διασταυρώνονται, αλλά ουδεμία ώσμωση προκαλούν.
Μέσα σε αυτήν τη συνθήκη μοιάζει σχεδόν ουτοπικό να διεξαχθεί πολιτικός διάλογος, με αντιπαραθέσεις και συνθέσεις, οι οποίες θα αντανακλούν, όσο είναι δυνατόν, τις αλλαγές, ραγδαίες και συγκλονιστικές της εποχής, στο πλαίσιο του συνεδρίου ενός κόμματος, όπως η ΔΗΜΑΡ, νεοσύστατου μεν, αφού δημιουργήθηκε το 2010, αλλά με μακρά ιστορία εκείνων που το συνέθεσαν στον στενότερο και ευρύτερο χώρο της αριστεράς και του σοσιαλισμού. Και για να είμαστε ειλικρινείς, μέχρι την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων για την εκλογή της νέας Κεντρικής Επιτροπής, η αίσθηση ενός επιμελούς παρατηρητή των επίπονων εργασιών, ακόμη και με τη συναισθηματική εμπλοκή του μέλους, ήταν ότι η πραγματική πολιτική διαφεύγει από τους ομιλητές και μαζί της η αληθινή κατάσταση του κόσμου έξω από την Κεραμεικού 58.
Οταν ο λόγος με όλες του τις μορφές και τα περιεχόμενα ανάγεται σε ένα και μοναδικό σχήμα προσδιορισμένο από κανόνες, οι οποίοι περιορίζουν τις δυνατότητές του, ελέγχουν τις απρόοπτες εκδηλώσεις του και επιλέγουν μεταξύ των ομιλούντων υποκειμένων εκείνα, προς ισχυροποίηση των οποίων εντός των κομματικών μηχανισμών όπου συγκροτήθηκαν οι εν λόγω κανόνες, όσο πολιτικό και αν είναι το αποτέλεσμα, αφήνει έντονη την απορία για τον πραγματικό του στόχο. Αν δηλαδή αφορά την πραγματικότητα και τα αληθινά της μηνύματα ή ένα σχεδιασμό συντήρησης κατόπιν των καθιερωμένων υπολογισμών επί χάρτου, των ψηφαλακίων.
Μια τακτική που τη βρίσκουμε να έχει εξελιχθεί στα μη περαιτέρω όριά της από τα τηλεοπτικά επιτελεία, με την κυνική καταμέτρηση της τηλεθέασης να εξαιρεί κάθε ποιοτική επεξεργασία με στόχο τη συντήρηση και την αναπαραγωγή των ίδιων προσώπων, όλο και πιο έμπειρων στις τελετουργικά επαναλαμβανόμενες μιντιακές τεχνικές. Τεχνικές, οι οποίες υποκαθιστούν τις πολιτικές διεργασίες, όπως και τις εποχές της ευημερίας-με-δανεικά, παράγοντας την ψευδαίσθηση πως η τηλεόραση επιβάλλει ακόμη λύσεις.
Τεχνικές όμως που στη συνείδηση του κόσμου απαξιώνονται, όπως και τα πρόσωπα που τις υπηρετούν. Συνέπεια αυτού είναι αυτός ο κόσμος να στρέφεται είτε στον ακραίο συντηρητισμό είτε και στη μοναχική και θυμωμένη προσπάθεια μιας τυφλής επιβίωσης όπως όπως, αναμένοντας το «καινούργιο» περίπου όπως την έλευση ενός μεσσία. Αν αυτό δεν σημαίνει συντήρηση της κρίσης, τότε τι άλλο είναι;
Τι σχέση μπορεί να έχει ένα κομματικό συνέδριο με όλα αυτά; Κατ’ αρχήν παραμένει κορυφαία επικοινωνιακή του στιγμή. Και, ως εκ τούτου, μόνον αυτό θα μπορούσε να απευθύνει πολιτικές διεξόδου από το κλειστοφοβικό μιντιακό κλίμα. Να υπερβεί την αίσθηση της πολιτικής «δυσλεξίας», που δημιουργεί η κλειστοφοβική άρνηση διαλόγου με φυσικούς συμμάχους του χώρου της Δημοκρατικής Αριστεράς, όπως είναι οι «58» –στην πλειονότητά τους από τα σπλάχνα του βγαλμένοι–, οι οποίοι προτείνουν μια νέα για τον τόπο συνθήκη συνεργασιών. Ενός διαλόγου που να αφορά συγκεκριμένα τη συγκρότηση εθνικών προτάσεων στους κρίσιμους τομείς. Σε αυτούς όπου η πραγματικότητα έχει αποδείξει ότι παλαιοκομματικές συμπεριφορές για τη συντήρηση οφίτσιων και «πελατείας» έχουν διαλυτικά αποτελέσματα (π.χ. παιδεία). Και ακόμη να θέσει προς επεξεργασία και να αξιοποιήσει την εμπειρία δημάρχων, οι οποίοι προέρχονται από τον ευρύτερο πολιτικό του χώρο και οι οποίοι προτείνουν όχι μαγικές λύσεις, αλλά ένα διαφορετικό ήθος πολιτικής, αποτελεσματικής σε συγκεκριμένα προβλήματα, με λιγότερο επικοινωνιακό και περισσότερο ουσιαστικό περιεχόμενο.
Μπορεί τίποτε από αυτά να μην έγινε, δείχνοντας ότι ήταν ένα συνέδριο που στρεφόταν στην εσωκομματική τακτοποίηση εκκρεμοτήτων.
Κάπως έτσι είναι τα κομματικά συνέδρια; Δεν μπορούν τέτοιες εποχές παρά να αποτυπώνουν τις ελλείψεις που παράγει μια πολιτική, η οποία καλύπτει τις δυσκολίες έκφρασης πίσω από τεχνικές εξουσίας, αντί να αναζητούν νέες μορφές άσκησης πολιτικής και εν τέλει επικοινωνίας; Μπορεί. Πάντως, το αποτέλεσμα των ψηφοφοριών απέδειξε ότι επιμένει ένα ισχυρό κομμάτι του χώρου αυτού, στην ελπίδα μιας σύνθεσης με βάση πολιτικές προτάσεις.