* Έχω συμμετάσχει σε πολλές συζητήσεις με θέμα την Κεντροαριστερά και το χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Σχεδόν πάντα, έφευγα με την αίσθηση ότι κάναμε σημειωτόν στην άμμο, ότι συντηρούσαμε μια μικρή φλόγα αναγκαία, αλλά όχι αρκετά δυνατή ώστε να φωτίσει τον δρόμο. Η τελευταία φορά που αισθάνθηκα ότι είναι δυνατόν να γίνει κάτι σημαντικό, ήταν όταν ο Κώστας Σημίτης στο Συνέδριο του ΣΥΝ το 1996 έκανε ένα άνοιγμα – πρόσκληση για συνεργασία που δεν θύμιζε τις μέχρι τότε εικονικές προτάσεις, με τις οποίες η προηγούμενη ηγεσία του ΠΑΣΟΚ διεμβόλιζε μια μονίμως αμυνόμενη Αριστερά. Η στιγμή ήταν καλή. Στην Ευρώπη οι προοδευτικές κυβερνήσεις είχαν το πάνω χέρι, στην Ελλάδα, στο μεν ΠΑΣΟΚ το πείραμα του προοδευτικού εκσυγχρονισμού ήταν σε εξέλιξη, ενώ ο ΣΥΝ επανερχόταν με δυναμισμό στη Βουλή. Κι όμως, η στιγμή, το momentum, χάθηκε, το μέλλον έφυγε μέσα από τα χέρια μας. Πολιτικές ηγεσίες κατώτερες των περιστάσεων, χωρίς θεωρητική συγκρότηση και δυνατότητα πρόβλεψης, μικρομεγαλισμοί, καχυποψίες, ηγεμονισμοί και κομματικοί πατριωτισμοί, αδυναμία σύγκρουσης με τις συντηρητικές δυνάμεις στο εσωτερικό των δύο κομμάτων, έκλεισαν την πόρτα στην πρόταση προς το μέλλον.
.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα εξάντλησε την προωθητική του δύναμη, έμεινε από εφεδρείες τις οποίες θα μπορούσε να του δώσει μαζί με νέα ορμή η ανανεωτική Αριστερά, αν αυτή δεν είχε αναδιπλωθεί και αποσυρθεί στα χαρακώματά της. Οι συντηρητικές δυνάμεις στο ΠΑΣΟΚ –αυτές που δραπετεύουν σήμερα προς τον ΣΥΡΙΖΑ– σήκωσαν κεφάλι και μαζί με τις δυνάμεις της Αριστεράς και της δεξιάς ανέτρεψαν τη μεταρρύθμιση Γιαννίτση στο ασφαλιστικό και κατέστησαν ανέφικτη κάθε άλλη μεταρρύθμιση. Έκτοτε, το ΠΑΣΟΚ μπήκε σε πορεία κρίσης, η νίκη του 2009 απεδείχθη Πύρρεια και σήμερα είναι σε φάση επαναπροσδιορισμού ταυτότητας και στρατηγικής. Ο ΣΥΝ, με τη σειρά του, πήρε τον ολισθηρό δρόμο που τον οδήγησε στον ΣΥΡΙΖΑ και χρειάστηκαν δέκα χρόνια για να προκύψει ένα κόμμα με αναφορά στις αρχές της ανανεωτικής Αριστεράς, η ΔΗΜΑΡ. Ξεκίνησα με αυτήν την συγκεκριμένη αναδρομή για να θυμόμαστε και να μην επαναλάβουμε λάθη τώρα που η συζήτηση ξαναρχίζει, σε πείσμα όσων νόμιζαν ότι η στενόχωρη συγκυρία την έχει εξοβελίσει. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Πράγματι, οι δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού ή της σοσιαλδημοκρατίας, βγαίνουν μέσα από μια ήττα, ενώ και σε θεωρητικό επίπεδο, το τελευταίο ολοκληρωμένο οπλοστάσιο του τρίτου δρόμου του Γκίντενς, είναι ολοφάνερα ξεπερασμένο. Αναζητήσεις κυρίως σε δύο χώρες οδηγούς για τη σκέψη της Αριστεράς, τη Γαλλία και την Ιταλία, γίνονται και συμβαδίζουν με την εκλογική ανάκαμψη που όμως δεν έχει τα στοιχεία μιας προελαύνουσας βεβαιότητας, είναι ασταθής και διστακτική. Η κρίση ρίχνει βαριά τη σκιά της και τροφοδοτεί τον αντιευρωπαϊσμό, τον ρατσισμό, αποσχιστικά κινήματα, αντικοινοβουλευτικές διαθέσεις, αντιδημοκρατικές συμπεριφορές. Στη χώρα μας, το μέγεθος της κρίσης έχει αφήσει βαθύ αποτύπωμα, τέτοιο που να θεωρούν ορισμένοι πολυτέλεια αναζητήσεις για το αύριο του χώρου μας, όταν είναι αμφίβολο το αύριο της χώρας. Και όμως, το αύριο της χώρας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το αύριο του χώρου μας και πρέπει να το προετοιμάσουμε από σήμερα. Η προτεραιότητα για το άμεσο μέλλον είναι η οικονομική ανάταξη και η πολιτική σταθερότητα που συνδέονται με την αγκύρωση της χώρας στην ευρωζώνη. Κατά τούτο, η προχθεσινή απόφαση του Eurogroup είναι αναμφίβολα θετική, ένα εφαλτήριο υπό την προϋπόθεση ότι θα συνοδεύεται από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Και η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της τρικομματικής κυβέρνησης, είναι πρώτη και αυτονόητη προτεραιότητα. Όμως κάποια στιγμή, όχι τόσο μακρινή όσο νομίζουν ορισμένοι, η χώρα θα γίνει πάλι φυσιολογική. Όσο εμπεδώνεται κλίμα οικονομικής ανάκαμψης και άρσης των κοινωνικών αδικιών, τόσο θα «φυσιολογικοποιείται» και η πολιτική ζωή, θα ξεφουσκώνουν τα άκρα που μέχρι χτες αφορολόγητα κερδοσκοπούσαν με εύπεπτες, αλλά ανεφάρμοστες προτάσεις. Αν αυτή η εξέλιξη βρει προγραμματικά ανέτοιμες και αριθμητικά καθηλωμένες τις δυνάμεις του μεταρρυθμιστικού χώρου, η χώρα μπορεί να βρεθεί πρακτικά σε συνθήκες μετεκλογικής ακυβερνησίας . Ένα σενάριο με τον ΣΥΡΙΖΑ πρώτο αλλά χιλιόμετρα μακριά από την αυτοδυναμία και με μόνο πιθανό σύμμαχο τους Ανεξάρτητους Έλληνες, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Μια επανάληψη της σημερινής τρικομματικής κυβέρνησης, με πάνω-κάτω τους ίδιους εσωτερικούς συσχετισμούς, μπορεί και πάλι να είναι συγκριτικά καλύτερη λύση, όμως δεν θα είναι ελκυστική και θα διαιωνίζει μια μη φυσιολογική κατάσταση. Η παρουσία ενός τρίτου ισχυρού πόλου, είναι εκ των ων ουκ άνευ για την δημοκρατία. Να γιατί η συζήτηση για την Κεντροαριστερά είναι πάλι επίκαιρη. Και επειδή δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές για τις κουζίνες του μέλλοντος, θα κινηθούμε σε νέο, αχαρτογράφητο έδαφος. Έχουμε ένα νέο κομματικό τοπίο. Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι πλέον η δεσπόζουσα αποκλειστική δύναμη στο χώρο. Παρά ταύτα, είναι παρούσα. Η ΔΗΜΑΡ αποτελεί μια πραγματικότητα που ήρθε για να μείνει. Καμία από τις δύο δυνάμεις δεν μπορεί να εκπροσωπήσει μόνη της το χώρο στο σύνολό του, καμία δεν μπορεί να γίνει – και δεν νομίζω ότι το θέλουμε – το νέο ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80. Γύρω υπάρχει ένας απίστευτος πλούτος κινήσεων, συσπειρώσεων, προσώπων που καταθέτουν την αγωνία τους και την διάθεση προσφοράς. Αριστεροί φιλελεύθεροι, αριστεροί οικολόγοι , νέοι άνθρωποι του χώρου χωρίς κομματική ταυτότητα, ένα πλούσιο χαρμάνι.
.
.
Ερώτημα πρώτο που μας βασανίζει όλους: Με παλιά υλικά θα φτιάξουμε το νέο; Απάντηση: Όχι, κυρίως με νέα, αλλά και παρθενογένεση μόνο στη Βίβλο υπάρχει, όχι στην πολιτική. Έχουμε πικρή εμπειρία από το «άλλαξέ τα όλα» στην Ελλάδα και από τον Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, που διαδέχθηκε το φαύλο πολιτικό σκηνικό για να οδηγήσει την χώρα στην αποθέωση της φαυλότητας. Να αλλάξουμε φθαρμένες πλευρές του πολιτικού συστήματος, αλλά να μην πετάξουμε με τα απόνερα και το παιδί που γεννήθηκε πριν από 38 χρόνια και εξασφάλισε την πιο μακρόχρονη περίοδο ηρεμίας στην χώρα. Τα «καθαρά» χέρια του Μιχαλολιάκου, μας προειδοποιούν.
.
Δεύτερο ερώτημα: Έχουμε τον έναν, τον ηγέτη, τον Μιττεράν, τον Μπερλιγκουέρ; Όχι, καμιά χώρα δεν τον έχει. Έχουμε όμως πολλούς και θα βρούμε κι άλλους. Ένα κομμάτι από τους παλιότερους μπορεί να μείνει λίγο πίσω. Πίσω, όχι έξω. Και να ανοίξουμε διάπλατα την πόρτα για τους νέους. Να φτιάξουμε ένα μείγμα όπου το νέο, να δίνει τον βηματισμό. Στην ενότητα , λοιπόν, η δύναμη, στην ανανέωση η ελπίδα.
.
.
Τελειώνω με μια πρόταση για το άμεσο μέλλον, που νομίζω ότι μπορεί να τιτλοφορηθεί « Γρήγορα αλλά όχι βιαστικά για την Κεντροαριστερά». Συνδυάζει τον σεβασμό στην υπάρχουσα κομματική πραγματικότητα, με την ανάγκη ωρίμανσης των όρων για υπερβάσεις που θα μας επιτρέψουν να κάνουμε ένα βήμα προς τα εμπρός. Να φτιάξουμε εμείς και όσοι άλλοι το επιθυμούν, ένα σταθερό Φόρουμ – ένα χώρο διαλόγου που θα ανοίξει όλα τα μεγάλα, κυρίως προγραμματικού χαρακτήρα, ζητήματα. Εκεί θα συζητάμε, θα εντοπίζουμε συμπτώσεις και διαφορές. Η συμμετοχή δεν αποτελεί δέσμευση για το μέλλον, ο καθένας μπορεί να ακολουθήσει τον δρόμο του, να κάνει, εκτιμώντας την πορεία, τις ιδιαίτερες επιλογές του. Όμως, θα δώσουμε στον χώρο μια σταθερή αφετηρία συντονισμένης συζήτησης και θα διερευνήσουμε σε βάθος τις δυνατότητες όσμωσης. Το Φόρουμ προτείνω να είναι σταθερό στην λειτουργία του και ανοιχτό σε συμμετοχές. Νομίζω ότι σε αυτή την φάση, αυτό πρέπει και αυτό μπορούμε να κάνουμε. Και θα είναι ένα μεγάλο βήμα ώστε να μην αφήσουμε και πάλι το μέλλον να ξεγλιστρήσει από τα χέρια μας.
.
.
.
* Ομιλία του Νίκου Μπίστη στην εκδήλωση των 6 Κινήσεων για την Κεντροαριστερά.
.