Τα τελευταία τρία χρόνια, κάθε φορά όπου νέα μέτρα, με κολοσσιαίες αντιδράσεις, μας προσφέρουν λίγο ακόμα κερδισμένο χρόνο εντός ευρωζώνης, η κυβερνητική πολιτική, με την ανυπαρξία σχεδίου, τον μετατρέπει σε χαμένο χρόνο. Κάθε φορά όπου συμπιέζεται η ελληνική
κοινωνία από άδικα μέτρα με την προδιαγεγραμμένη αποτυχία, η άμμος στην κλεψύδρα των επιλογών και των αντοχών γίνεται λιγότερη. Και κάθε φορά, μέχρι να υιοθετηθεί μια πρόταση από την κυβέρνηση, είναι ήδη πολύ αργά για την εφαρμογή της.
– Διαχείριση του χρέους: Τον Μάρτιο του 2010, με πρωτοβουλία των Πράσινων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρότεινε την έκδοση ευρω-ομολόγου για τη χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους. Η πρόταση εκείνη, που τότε δεν έγινε δεκτή από την ελληνική κυβέρνηση, είχε διατυπωθεί ως εναλλακτική του μνημονίου και της τρόικας. Όταν τελικά υιοθετήθηκε με την γνωστή κωμωδία για την πατρότητα της ιδέας, είχε ήδη δημιουργηθεί ο προσωρινός μηχανισμός στήριξης της Ελλάδας. Αντιστοίχως, το κούρεμα του ελληνικού χρέους ήταν αίτημα των Πράσινων από την αρχή της κρίσης, πρόταση που στην Ελλάδα, κρινόταν απαράδεκτη, με τις Σειρήνες της οικονομικής ορθότητας να καταστροφολογούν για χρηματοπιστωτικό γεγονός. Όταν έγινε το κούρεμα (και με τον τρόπο, με τον οποίο έγινε), ήταν αργά, για να συνεισφέρει στην βιωσιμότητα του χρέους και ουσιαστικά «πέτυχε» μόνο την κατάρρευση των ασφαλιστικών ταμείων και την εξασφάλιση των συμφερόντων των δανειστών, ενώ το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αυξάνει ανεξέλεγκτο.
– Διοικητική μεταρρύθμιση: Έχει περάσει πάνω από χρόνος από την συνέντευξη τύπου των Οικολόγων Πράσινων στη Δ.Ε.Θ. το Σεπτέμβρη του 2011, όπου με την ιδιότητα της εκπροσώπου τύπου, πρότεινα να γίνει προτεραιότητα της Πολιτείας η επίσπευση των διαδικασιών για την
κάθαρση του δημόσιου τομέα από τους επίορκους υπαλλήλους που προστάτευε το πελατειακό πολιτικό σύστημα. Το μέτρο αυτό -μαζί με την ατομική αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, ανάλογα με τα προσόντα τους και το έργο τους- το είχαμε ζητήσει ως αντιστάθμισμα στο οριζόντιομέτρο της εφεδρείας των δημοσίων υπαλλήλων που είχε προβλεφθεί στο μεσοπρόθεσμο και το επανέφερα με ανοιχτή επιστολή μου στον υπουργό διοικητικής μεταρρύθμισης, Αντώνη Μανιτάκη, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Όταν, όμως, πλέον φτάσαμε στο δια ταύτα, στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, δεν μπορούσε να γίνει επαρκώς επίκληση αυτής της εναλλακτικής, καθώς απλά είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος στην αδράνεια της κυβέρνησης να αξιοποιήσει, έστω, τα στοιχεία των επιθεωρητών δημόσιας διοίκησης.
– Πάταξη φοροδιαφυγής: Στην μακρά συζήτηση που ξεκίνησε ήδη πριν τις εκλογές για τα ισοδύναμα μέτρα που θα μείωναν τον άχθο του Μνημονίου ΙΙΙ, άπαντες τόνιζαν τη σημασία της πάταξης της φοροδιαφυγής. Τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα της δημοσιονομικής κρίσης, η κατάσταση στον τομέα αυτό παραμένει στάσιμη. Η συγκράτηση των φορολογικών εσόδων
επαφίεται στην οριζόντια αύξηση των φόρων, άμεσων κι έμμεσων, στραγγαλίζοντας τους μη έχοντες και τους ειλικρινείς φορολογούμενους, αφήνοντας την παραοικονομία να οργιάζει και διατηρώντας τη φορολογική ασυλία του 1% των πλουσιοτέρων Ελλήνων. Τα δυο χαμένα χρόνια της λίστας Λαγκάρντ (με την όποια προσφορά μπορούσε να έχει) και οι πρακτικές κυβερνητικών παραγόντων δείχνουν απλά πόσο δεν εννοούν όσα διακηρύσσουν.
– Το παραγωγικό μοντέλο: Το οικολογικό κίνημα εδώ και τριάντα χρόνια διαρκώς προειδοποιούσε για το μοντέλο ανάπτυξης που στηρίχθηκε στον καταναλωτισμό, στην μεταπώληση εισαγόμενων προϊόντων, στη αδιαφανή διαχείριση ευρωπαϊκών πόρων με πενιχρά αποτελέσματα και με μοχλό τις μεγάλες ιδέες (χρηματιστήριο, ΟΝΕ, Ολυμπιακοί) που, από εθνικοί στόχοι, στοχοποίησαν τη βιωσιμότητα της οικονομίας, του περιβάλλοντος και της κοινωνίας. Η συζήτηση για όλα αυτά δεν άνοιξε και μάλλον θα αργήσει. Στην θέση της, παρουσιάζεται ως αυτονόητος ο νέος «εθνικός στόχος», οι φαραωνικές επενδύσεις σε βάρος της κοινωνίας, του περιβάλλοντος και των επόμενων γενεών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: ενώ οι μετακινήσεις με αυτοκίνητο έχουν περιοριστεί στο μισό και οι πωλήσεις νέων αυτοκινήτων στο 25%, προωθείται η υλοποίηση των σχεδίων για το πιο εκτεταμένο σύστημα αυτοκινητοδρόμων σε όλη την Ευρώπη. Δρόμοι που οδηγούν τον κανένα στο πουθενά. Αντίθετα τα σιδηροδρομικά έργα παραμένουν στάσιμα, ημιτελή και όχημα διασπάθισης δημοσίου χρήματος από τους γνωστούς εργολάβους, την ίδια στιγμή που οι σιδηροδρομικές μετακινήσεις έχουν αυξηθεί κατά 30%.
Χωρίς άλλες διεξόδους για απασχόληση, σε μια χώρα, όπου η ανεργία καλπάζει και η ύφεση δεν έχει μεταπολεμικό προηγούμενο, η έλλειψη αναζήτησης για νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας κάνει τον επερχόμενο εκβιασμό του μισθού των 300 ευρώ προφανή. Η πρόσδεση της ελληνικής κυβέρνησης στο «άρμα» της Γερμανίας που επιμένει σθεναρά να αναβάλει οποιαδήποτε οριστική λύση για το ελληνικό ζήτημα στην παρούσα φάση δείχνει ότι και ο τελευταίος γύρος αιματηρών οικονομιών και ισοπεδωτικών μέτρων το μόνο που μπορεί να προσφέρει είναι λίγος ακόμα χρόνος εντός ευρωζώνης. Ας χρησιμοποιήσουμε το χρόνο αυτό, ώστε αυτή τη φορά, με τη συμμετοχή της κοινωνίας, αντί να περιμένουμε τις εξελίξεις, να υλοποιήσουμε την στροφή στην βιώσιμη, πραγματική οικονομία με επένδυση στα συλλογικά αγαθά, που μόνο αυτή
μπορεί να επουλώσει τον διαρραγέντα κοινωνικό ιστό.
* Η Ελεάννα Ιωαννίδου είναι μέλος του Πανελλαδικού Συμβουλίου των Οικολόγων Πράσινων