Τις εντονότερες πιέσεις αφότου ξέσπασε η ελληνική κρίση δέχεται τις τελευταίες ημέρες η Ελλάδα ενόψει των κρίσιμων συναντήσεων με τους επικεφαλής της τρόικας. Δεν πρόκειται τόσο για τις νεότερες επιθετικές δηλώσεις υπουργών όπως του Γερμανού κ. Ρέσλερ, της Αυστριακής κ. Φέχτερ ή άλλων γερμανών πολιτικών, οι οποίοι εδώ και μήνες δημόσια δυσπιστούν στις προσπάθειες ανάταξης της ελληνικής οικονομίας, αντιτίθενται στη στήριξή της και καλλιεργούν σενάρια για την αποπομπή της χώρας από την ευρωζώνη. Αλλωστε αποστάσεις από τις πρόσφατες αυτές δηλώσεις πήραν επίσημοι εκπρόσωποι ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, ενώ τους ασκήθηκε ευρύτερη πολιτική κριτική. Εκκωφαντική είναι όμως πλέον η απουσία αναφοράς σε βούληση να συνεχιστεί ομαλά η χρηματοδότηση της Ελλάδας ώστε να διασφαλιστεί η αποφυγή της χρεοκοπίας και η παραμονή της χώρας στο ευρώ. Οι πάντες σχεδόν παραπέμπουν στην έκθεση που θα υποβάλει η τρόικα.
Ανησυχητικές ακούστηκαν έτσι οι δηλώσεις ανώνυμων «αξιωματούχων της ΕΕ» στο Ρόιτερ προχθές το βράδυ, οι οποίοι ακριβώς προδίκαζαν ότι η τρόικα θα βρει «μη διατηρήσιμο» το ελληνικό χρέος, επειδή το πρόγραμμα «εκτροχιάστηκε» τους τελευταίους μήνες.
Και ότι, άρα, θα απαιτηθεί και νέα αναδιάρθρωση χρέους με περικοπή τώρα της αξίας και των ελληνικών ομολόγων που κατέχουν δημόσιοι φορείς της ΕΕ: η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τα κράτη-μέλη που από το 2010 μετέχουν στη διάσωση της Ελλάδας. Αυτό θα σήμαινε μέρος των χρημάτων που μας έχουν δανείσει έως τώρα να το χάσουν. Αλλά τέτοιο κόστος για τους φορολογουμένους τους αντιτίθενται αυστηρά να αναλάβουν έξι τουλάχιστον από τα κράτη-μέλη, έλεγαν οι ίδιοι αξιωματούχοι.
Πέρα εξάλλου από πολιτικές δηλώσεις και πληθώρα δημοσιευμάτων με δυσμενή σενάρια στον ευρωπαϊκό Τύπο, συγκεκριμένη πίεση άσκησε η ΕΚΤ με την αναστολή της αποδοχής ελληνικών ομολόγων ως ενέχυρο που ανακοίνωσε στις 22 Ιουλίου, εντείνοντας ακόμα περισσότερο τις δυσχέρειες και το κόστος χρηματοδότησης της οικονομίας.
Σε τέτοιες συνθήκες η κυβέρνηση δεν έχει τούτη τη στιγμή καμία άλλη επιλογή από το να προχωρήσει σε πρόσθετες περικοπές δημοσίων δαπανών και άλλα μέτρα, αφήνοντας στην άκρη τις «κόκκινες γραμμές». Πρωταρχική σημασία έχει οπωσδήποτε οι νέες περικοπές να αποφασιστούν με τρόπο που να προστατευθούν οι ασθενέστεροι, η κάλυψη των πιο βασικών κοινωνικών αναγκών, όσο και αν θα θιγούν ξανά μεσαία εισοδήματα που ήδη έχουν υποστεί σοβαρές απώλειες. Αλλά η απαίτηση αυτή, αν καταφέρουμε να περάσουμε τον σκόπελο του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου, δεν αρκεί.
Απόλυτα επείγει να καταρτισθεί ολοκληρωμένο σχέδιο για την ανακατανομή των διαθέσιμων πόρων, εκεί να ενταχθούν οι επιβαλλόμενες μεταρρυθμίσεις, ώστε να στηριχθούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, να ανακάμψουν όσο γίνεται ταχύτερα παραγωγή, απασχόληση, εισοδήματα. Από την παρατεινόμενη βαθιά ύφεση, μεγάλη νέα μείωση και φέτος του ΑΕΠ, προκύπτει κυρίως η καταδικαστική διάγνωση της τρόικας για τη διατηρησιμότητα του χρέους που επικρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας.
Αυτή η πτωτική τάση πρέπει να αντιστραφεί, όχι μόνο με την κινητοποίηση ευρωπαϊκών πόρων, όπως ορθά επιδιώκεται – και μακάρι να φέρει τα αποτελέσματα που αναγγέλλονται – αλλά επίσης με τη μέγιστη κινητοποίηση εσωτερικών πόρων και κοινωνικών δυνάμεων.
Εδώ έχουμε αποτύχει δυόμισι χρόνια τώρα κυβερνήσεις, πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της χώρας, καθώς δεν κατορθώσαμε να συνθέσουμε σε ένα εθνικό σχέδιο τα συγκρουόμενα επιμέρους συμφέροντα. Δεν προσπαθήσαμε καν να το διαπραγματευτούμε μεταξύ μας έως τώρα.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνον ελληνικό, αλλά ας μη μας παρηγορεί αυτό. Κατ’ αναλογία στη μεγάλη κλίμακα αποτελεί κεντρικό πρόβλημα της Ευρώπης, της ευρωζώνης.
Μια διάστασή του αναλύουν 17 από τους επιφανέστερους οικονομολόγους της Ευρώπης (ανάμεσά τους ο Πολ ντε Γκράουβε, ο Αντρέ Σαπίρ, ο Ζαν-Πολ Φιτουσί, δύο από τους εμπειρογνώμονες «σοφούς» της γερμανικής κυβέρνησης, ο Πέτερ Μπόφινγκερ και ο Λαρς Φελντ «Πώς θα σπάσουμε το αδιέξοδο – ένας δρόμος εξόδου από την κρίση» 23/7/2012,www.INETeconomics.org): τη φαινομενική αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στις χώρες – πιστωτές, Αυστρία, Γερμανία, Ολλανδία, Σλοβακία, Φινλανδία, και τις χώρες – οφειλέτες, Ισπανία και Ιταλία κυρίως, αλλά και Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρο. «Από τον Ιούλιο του 2012 η Ευρώπη υπνοβατεί προς μια καταστροφή ανυπολόγιστων διαστάσεων», διαπιστώνουν, δίνοντας προτεραιότητα στην άμβλυνση του ανθρώπινου πόνου που διαλύει τον κοινωνικό ιστό στις βυθισμένες σε ύφεση χώρες. Και εξηγούν πώς με μια συλλογική πολιτική για να αρθούν τα εγγενή ελαττώματα κατασκευής του ευρώ θα ωφεληθούν όλοι, πλεονασματικές και ελλειμματικές χώρες. Καθώς το ντόμινο απειλεί άμεσα την Ισπανία, θα αντιδράσει συλλογικά η Ευρώπη;