Αυτονόητο 1
Οι διεθνείς σχέσεις της χώρας, η εξωτερική πολιτική της δεν προσφέρονται για εσωτερική κατανάλωση. Δεν είναι ζητήματα που εύκολα μπορούν να συζητηθούν σε τηλεοπτικά παράθυρα, στον ραδιοφωνικό «αέρα» η να αναλυθούν μέσα από εκατό λεξούλες στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης.
Αυτονόητο 2
Ένα κράτος-δικαίου δεν παραδίδει πολίτες σε χώρα όπως η Τουρκία του Ερντογάν όπου έννοιες όπως Δικαιοσύνη και διάκριση εξουσιών αποτελούν άγνωστους τόπους.
Γιατί χρειάζεται να ξαναπούμε όλα τα παραπάνω αυτονόητα; Γιατί είθισται να «πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό» και ειδικευόμαστε να μετατρέπουμε σε μείζονες κρίσεις ζητήματα που η απλή και μόνο χρήση της λογικής θα αρκούσε;
Η υπόθεση των 8 Τούρκων αξιωματικών δεν είναι φυσικά «μια κουταλιά νερό» είναι ένα θέμα πολύ σοβαρό, περίπλοκο με πτυχές που υπερβαίνουν την πολιτική ή τη νομική διαχείριση του. Καθίσταται δυσκολότερο γιατί συνδέεται με την Τουρκία και τον αυταρχικό, απρόβλεπτο ηγεμόνα της που έχει καταλύσει στο εσωτερικό της χώρας του κάθε έννοια δημοκρατίας.
Ας ξεκαθαρίσουμε όμως κάτι:
Αυτόν τον συγκεκριμένο αυταρχικό ηγέτη, που διώκει και φυλακίζει δημόσιους υπαλλήλους, στρατιωτικούς, πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, δικαστές έχει επιλέξει η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία ανήκει η Ελλάδα και μάλιστα στον «σκληρό πυρήνα» της, ως «συνδιαχειριστή» του προσφυγικού. Και μέχρι στιγμής τουλάχιστον η συμφωνία αυτή ισχύει. Στις σχέσεις με την Τουρκία η Ελλάδα έχει μια σειρά ακόμα ιδιαιτερότητες, γνωστές σε ένα πλαίσιο που ορίζονται-κακώς- ως εθνικά θέματα ορισμένα από τα οποία παραμένουν ανοικτά σε βάθος δεκαετιών.
Η διαχείριση τους έχει τροφοδοτήσει κατά καιρούς κι εγχώριες πολιτικές, άκαιρες ως επί το πλείστον, πολιτικές συγκρούσεις, ενώ δεν έλειψαν κατά καιρούς και αδιέξοδοι λεονταρισμοί από την πλευρά ελληνικών κυβερνήσεων, που έθεσαν σε κίνδυνο την ασφάλεια της χώρας.
Στην υπόθεση των 8 Τούρκων αξιωματικών, η κυβέρνηση διακρίθηκε και για μια ακόμα φορά στο πεδίο των παλινωδιών, με χειρισμούς αδιανόητους που έπληξαν και το κύρος της χώρας κι έθεσαν εν αμφιβόλω τις προθέσεις της αλλά και την προσήλωση που οφείλει να έχει σε αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Ας αποσαφηνιστεί
όμως ότι η αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Ασύλου δεν σημαίνει έκδοση των 8 αξιωματικών.
Άλλωστε το σχετικό αίτημα της Τουρκίας απορρίφθηκε ομόφωνα πριν από ένα χρόνο από τον Άρειο Πάγο και
μάλιστα με τρεις διαφορετικές συνθέσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου, ενώ η Δευτεροβάθμια Επιτροπή Ασύλου με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σκεπτικό της απόφασης 58 σελίδων έκρινε ότι ο ένας εκ των 8, του οποίου και εξέτασε τηνσχετική αίτηση, πρέπει να μπει σε καθεστώς προσφυγικής προστασίας.
Για ποιο λόγο η κυβέρνηση κατέθεσε αίτηση ακύρωσης αυτής της απόφασης; Από τις μέχρι στιγμής κυβερνητικές ανακοινώσεις προκύπτουν σοβαρές ασάφειες που επιδέχονται ερμηνειών και τροφοδοτούν εύλογη καχυποψία και ανησυχία για την τύχη αυτών των ανθρώπων. Γιατί πως αλήθεια μπορεί να εξηγηθεί, παρά μόνο ως
υπόδειξη προς τους δικαστές, η αποστροφή σε non paper ότι «η Δικαιοσύνη πρέπει να αποφασίσει για το αν και κατά πόσο δικαιούται ο συγκεκριμένος να υπαχθεί σε καθεστώς προσφυγικής προστασίας, με δεδομένη την τεράστια πολιτική σημασία του ζητήματος το οποίο επηρεάζει άμεσα τις σχέσεις με την
γείτονα»;
Τέλος, ας σημειωθεί ότι κανένα δικαστήριο με εξαίρεση την Εισαγγελία Κωνσταντινούπολης δεν έχει αποδώσεις στους 8 Τούρκους αξιωματικούς κατηγορίες περί συμμετοχής τους στο πραξικόπημα κατά Ερντογάν. Άρα, η φράση με την οποία καταλήγουν οι κυβερνητικές ανακοινώσεις ότι «πραξικοπηματίες δεν είναι ευπρόσδεκτοι στην Ελλάδα» είτε υιοθετεί τους ισχυρισμούς της Άγκυρας, είτε περιγράφει την θέση της ελληνικής κυβέρνησης ότι οι 8 δεν είναι πραξικοπηματίες εφόσον εξακολουθούν να «φιλοξενούνται» στη χώρα μας.
Αυτό όμως είναι ένα ακόμα ανοιχτό θέμα το οποίο η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να αποσαφηνίσει άμεσα.