Στην Αυλή του Σχολείου Ένας βάναυσος κόσμος

Ελισσαίος Βγενόπουλος 16 Οκτ 2022

Το άτομο και κυρίως το παιδί στον αγώνα του να βγει  από τα σκοτάδια της άγνοιας και στην προσπάθεια του να βρει  κάποιο νόημα στη ζωή και μιας ταυτότητας στην μικρή του κοινωνία, ασκεί βία, η οποία παίρνει διάφορες μορφές, πολλές φορές απροσδόκητες. ‘Ένα είναι βέβαιο, όσο πιο βαθιά είναι της άγνοιας τα σκοτάδια, τόσο μεγαλύτερη είναι η βία, είτε ψυχική, είτε σωματική, που θα ασκήσει το άτομο, γιατί η άγνοια με ακρίβεια μοναδική οδηγεί στον φόβο, ο φόβος είναι ο καλύτερος αγωγός για το μίσος κι από κει η βία απέχει μια άγρια ματιά, μια  χειρονομία ή μια άναρθρη βρισιά που μοιάζει με το βουητό της επερχόμενης ανεξέλεγκτης βίας. Όσο ωριμάζει ο άνθρωπος διαπιστώνει ότι η χρήση βίας είναι πολύ κακή λύση για οποιοδήποτε πρόβλημα. Γενικώς, «η βία χρησιμοποιείται μόνο από μικρά παιδιά και μεγάλα έθνη» όπως έγραψε Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας David Friedman. Κάθε μέρα που περνά, διαπιστώνουνε  και πιο καθαρά (η βάρβαρη επίθεση των Ρώσων στην γενναία Ουκρανία το αποδεικνύει)  ότι η αξία του  πολιτισμού συνίσταται  στην εξάλειψη της βίας, ως λύση στα προβλήματα που προκύπτουν.

«Στην Αυλή του Σχολείου» η μικρή Νορά αγκαλιάζει τον πατέρα της και κλαίει βουβά στον περίβολο του σχολείου της. Την περιμένει ακόμα μια σχολική μέρα χωρίς χαρά, χωρίς κατανόηση και με τον τρόμο του εκφοβισμού της βίας και του εξευτελισμού. Στην αρμαθιά των προβλημάτων της εφτάχρονης προστίθεται η προσαρμογή της στο καινούργιο περιβάλλον αλλά και η αφύσικη σχέση της με τον Αμπέλ τον μεγαλύτερο αδελφό της. Ο Αμπέλ πέφτει θύμα καθημερινά της αγριότητας των αγοριών της τάξης του. Ο εκφοβισμός και η βίαιη συμπεριφορά εναντίον του, έχει συστηματικό και κάθε φορά πιο βίαιο και εξευτελιστικό χαρακτήρα. Ενώ ως μεγαλύτερος αδελφός ο Αμπέλ θα έπρεπε να φροντίζει και να προστατεύει τη μικρότερη Νορά, σε ένα δύσκολο περιβάλλον και μια ακανθώδη συμβίωση το μικρό κορίτσι γίνεται μάρτυρας σκηνών εκφοβισμού του Αμπέλ  κακοποίησης, εξευτελισμού και βασανισμού του από τον μαθητικό του περίγυρο και τα άγρια αγόρια της τάξης του. Η Νορά με τις περιορισμένες δυνάμεις και δυνατότητές της προσπαθεί να επέμβει αλλά ο Αμπέλ της το απαγορεύει, μάλιστα την ορκίζει να μην αποκαλύψει το βασανιστήριο του στους μεγάλους, οι οποίοι ούτως ή άλλως βρίσκονται στον κόσμο τους. Οι δάσκαλοι είναι πολυάσχολοι όσο πρέπει, αδιάφοροι όσο τους επιτρέπεται, αναίσθητοι όσο δεν τους αφορά προσωπικά και ρουτινιέρηδες, όσο να φτάσει το Σαββατοκύριακο, η σχόλη ή ακόμα και η περιβόητη σύνταξη. Η μητέρα είναι εξαφανισμένη και ο πατέρας βυθισμένος στα προβλήματά του, πηγαινοφέρνει τα παιδιά στο σχολείο, αλλά κατά τ’ άλλα η επιβίωση τον τραβά από το μανίκι και τον απομακρύνει από τον βυθό των προβλημάτων των παιδιών του.

Η Βελγίδα Λορά Βαντέλ γράφει και σκηνοθετεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία με θέμα το bullying, ακολουθώντας κατά πόδας τον ρεαλιστικό, απέριττο, λιτό και περιεκτικό κινηματογράφο των ομοεθνών της αδελφών  Ζαν – Πιέρ και Λικ Νταρντέν. Παρακολουθεί από κοντά τη μικρή μαθήτρια, η οποία ενώ προσπαθεί να προσαρμοστεί στο καινούργιο σχολικό της περιβάλλον πληττόμενη από τους ανταγωνισμούς, την άγνοια και τον άγνωστο νέο κόσμο, την βαραίνει αφόρητα ο βασανισμός του μεγαλύτερου αδελφού της, ο οποίος υπό κανονικές προϋποθέσεις θα της διασφάλιζε κάποια ηρεμία, λίγη σιγουριά, μια στάλα αισιοδοξία και θα επούλωνε την τραυματισμένη της αυτοπεποίθηση μέχρι να γνωρίσει τον καινούργιο αυτόν κόσμο. «Τα παιδιά είναι εντελώς εγωκεντρικά. Αισθάνονται τις ανάγκες τους έντονα και αγωνίζονται ανηλεώς για να τις ικανοποιήσουν», έδινε κάποιες εξηγήσεις ο Ζίγκμουντ Φρόυντ για τον σκληρό κόσμο των παιδιών.

Η Λορά Γουαντέλ, γνωστή  από τη μικρού μήκους της, «Les corps étrangers» του 2014, δημιουργεί αυτήν την  ταινία για το bullying, βραβεύεται στο Ένα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Καννών, ταξιδεύει σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης και υποβάλλεται από το Βέλγιο για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας. Η βελγίδα σκηνοθέτις τοποθετεί την κάμερα κοντά σε πρώτο πλάνο της μικρής Νορά και μέσα από τις αντιδράσεις της, τις εκφράσεις του προσώπου της, το τρεμούλιασμα των χειλιών της και το ανοιγόκλειμα των βλεφάρων της ερμηνεύει όλον τον  κόσμο, θα ‘λεγε κανείς και όχι μόνο τον βάναυσο κόσμο του σχολείου της. Η εντυπωσιακή ερμηνεία της   Μάγια Βάντερμπεκ παγιδεύει το βλέμμα μας και όσο περνά η ώρα σφίγγει την ψυχή μας. Η μικρή μοιάζει με ένα συνεχώς διωκόμενο μικρό αγρίμι, αλαφιασμένο, το οποίο δεν ξέρει από πού  θα του έρθει. Από το οπτικό πεδίο της μικρής Νορά δεν διαφεύγει τίποτα, καταγράφει τα πάντα στο διάβα της αλλά όσο περνά ο χρόνος καταλαβαίνει, νιώθει και αντιλαμβάνεται ότι τα πιο άγρια, τα πιο δύσκολα και τα πιο βάναυσα συμβαίνουν εκτός του οπτικού της πεδίου και αυτή η αίσθηση κάνει το φορτίο πιο βαρύ, το μυστικό αφόρητο και τις ημέρες της βασανιστικές.

Η Λορά Βαντέλ μπαίνει στον σκληρό κόσμο των παιδιών  και με κινηματογραφική απλότητα, νατουραλίστικη προσέγγιση και ποιητική αύρα, τέμνει το οικογενειακό με το ψυχολογικό και το προσωπικό με το κοινωνικό και το αποτέλεσμα  λάμπει από  ειλικρίνεια και αμεσότητα. Η βελγίδα σκηνοθέτις  χρησιμοποιεί την κάμερα σαν κοφτερό λεπίδι, κόβει κομμάτια χαμένης αθωότητας, άγριας βαναυσότητας και σκουριασμένης κοινωνικής αδιαφορίας και τα τοποθετεί το ένα δίπλα στο άλλο  στο περβάζι της αλήθειας με φόντο τη σκληρή πραγματικότητα και πρώτο πλάνο το απελπισμένο και σπαραχτικό  βλέμμα της μικρής Νορά. Έτσι κι αλλιώς είναι πολύ δύσκολο να αναλύσουμε τον κόσμο των παιδιών και τι θέλουν πραγματικά, οι περισσότεροι τα θεωρούμε μια εγωιστική προέκτασή μας και τίποτε άλλο κι όπως έλεγε ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας Μαρσέλ Ασάρ για να υπογραμμίσει τον αφόρητο εγωκεντρισμό μας, «κάποιοι πιστεύουν πως η ιδιοφυΐα είναι κληρονομική. Οι υπόλοιποι δεν έχουν παιδιά».