Σταυρός στην Κύπρο

Κώστας Μποτόπουλος 12 Φεβ 2014

Τα πραγματικά μεγάλα γεγονότα ξεχωρίζουν από το ότι θέτουν όλα τα άλλα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Ενώ το εγχώριο πολιτικό σύστημα κατατρύχεται με τα του σταυρού στις ευρωεκλογές (που φυσικά αποτελεί συγχρόνως αιφνιδιασμό, δημοκρατική βελτίωση και δυνητική παγίδα), η Κύπρος κάνει άλλη μια -ύστατη;- προσπάθεια να γυρίσει γύρω από τον άξονά της.

.

Εδώ κι αν υπήρξε αιφνιδιασμός: από την απόλυτη νέκρα της μετα-Χριστόφια εποχής και τη μετατόπιση του –πάλι μονοθεματικού- ενδιαφέροντος του κυπριακού συστήματος και της κοινωνίας από το «εθνικό ζήτημα» στο «οικονομικό δράμα», οδηγηθήκαμε, μέσα σε ελάχιστες μέρες, σε διπλωματικό και πολιτικό πυρετό. Το πώς έγινε αυτή η μετάβαση, θα το πει κάποια στιγμή η Ιστορία –ιδίως αν η έκβαση είναι τόσο ιστορική, όσο απαιτούν οι περιστάσεις. Σίγουρα πάντως έπαιξε ρόλο και η ταυτόχρονη και για εντελώς διαφορετικούς λόγους αποδυνάμωση Κύπρου και Τουρκίας (η Ελλάδα έχει από καιρό πάψει να είναι κρίσιμος παίκτης) και η στροφή στην αμερικανική και διεθνή διπλωματία μετά τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.

.

Αυτό που κυρίως έχει σημασία, είναι οι νέες βάσεις του εγχειρήματος. Μεγαλύτερη νηφαλιότητα και μειωμένος εθνικισμός, ένθεν κακείθεν, λόγω κρίσης. Ρητή θέση ως κοινού στόχου της περίφημης «δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας», που ανέκαθεν (και επί Σχεδίου Ανάν) αποτελούσε το μοναδικό καταφύγιο της λογικής και της διπλωματίας. Και λιγότερο παρεμβατική, αλλά και πιο επιβοηθητική, ελπίζεται, συμμετοχή του «ξένου παράγοντα». Πολλά εύθραυστα και απρόβλεπτα γεγονότα και σχέσεις θα επηρεάσουν καθοριστικά το αποτέλεσμα: η προσωπική χημεία των διαπραγματευομένων προέδρων, η αντίσταση –των κοινωνιών ιδίως- στις ακραίες φωνές που αποκλείεται να λείψουν, η δυνατότητα ουσιαστικής επιρροής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι εσωτερικές εξελίξεις στην Ελλάδα και την Τουρκία. Το σημερινό, πάντως, πρώτο ανακοινωθέν της κυπριακής πλευράς, με το μετρημένο αλλά ανοιχτό λόγο του, προοιωνίζεται πραγματική αλλαγή κλίματος.

.

Το Κυπριακό, ως διπλωματική ήττα του ελληνισμού, αλλά κυρίως ως δράμα ενός λαού που έχει σηκώσει πολύ μεγαλύτερο φορτίο από όσο του αναλογεί, έχει μείνει ανοιχτό και χαίον σε βαθμό ύβρεως. Οι επόμενες εβδομάδες θα δείξουν αν ήρθε η ώρα να κλείσει –που θα πει να επιλυθεί με αμοιβαία αποδεκτό και βιώσιμο τρόπο και όχι να «λυθεί» με τρόπο που να ικανοποιεί κάποιον απολύτως. Το μόνο που μπορεί να ευχηθεί κανείς από την τόσο μακρινά κοντινή Ελλάδα, είναι να επικρατήσει η ψυχραιμία, η νηφαλιότητα και οι κοινός νους και να ακουστεί, και από τις δύο πλευρές, όχι μόνο το διάχυτο λαϊκό αίσθημα, αλλά και το κάλεσμα της Ιστορίας.