Σταύρος Κουγιουμτζής (1932-2005)

dimart 13 Μαρ 2017

«Δεν ήταν δυνατόν όταν αγαπούσα τον Τσιτσάνη να μην αγαπήσω και τον Μπαχ».

—του Γιώργου Πιέρρου—

Πέρασαν δώδεκα χρόνια από εκείνο το Σάββατο στις 12 του Μάρτη 2005 που έφυγε ο Σταύρος Κουγιουμτζής. Αλλά όπως λένε οι απλοί άνθρωποι, στους οποίους αναφερόταν συνεχώς, «οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνο όταν τους ξεχνούν»· τα τραγούδια του είναι ακόμα εδώ και, μέσα από αυτά, και ο ίδιος.

Γεννήθηκε το 1932 σε έναν προσφυγικό καταυλισμό της Θεσσαλονίκης κι έτσι τα πρώτα του ακούσματα ήταν τα τραγούδια που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες. Ήταν μόλις 5 ετών όταν η καπνεργάτρια μητέρα του αποφάσισε να του πάρει ένα γραμμόφωνο· ένστικτο ή απλώς ένα τυχαίο δώρο; Λίγη σημασία έχει, γιατί αυτό το γραμμόφωνο τελικά ήταν καθοριστικό για την πορεία του. Οι πλάκες με τα τραγούδια του Βαμβακάρη και του Τσιτσάνη δεν σταματούσαν να παίζουν κι όμως τα μονοπάτια του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού δεν ήταν αρκετά για τις μουσικές του αναζητήσεις.

Γοητευμένος από την κλασική μουσική, στα 16 του αποφασίζει να μάθει πιάνο. Πήρε έτσι το πτυχίο αρμονίας και αντίστιξης ενώ για βιοποριστικούς λόγους άρχισε παράλληλα να εργάζεται ως πιανίστας σε διάφορα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Μεγαλώνοντας δεν ξεχνά να αναφερθεί σε αυτήν του την αναζήτηση, λέγοντας χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξη του: «Δεν ήταν δυνατόν όταν αγαπούσα τον Τσιτσάνη να μην αγαπήσω και τον Μπαχ» — προτού καλά καλά τελειώσει την φράση του όμως φρόντισε να σημειώσει πως ούτε το αντίστροφο θα μπορούσε να συμβεί.

Στα ωδεία ακόμη η λαϊκή μουσική θεωρούνταν περιθωριακό και υποδεέστερο είδος. Ο Κουγιουμτζής δεν σταμάτησε όμως να ακούει ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια, παρά το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο το πιάνο πρωταγωνιστούσε στην ζωή του. Το 1960 γράφει το πρώτο του τραγούδι, «Το Περιστεράκι». Όταν το άκουσε ο Αλέκος Πατσιφάς έμεινε ικανοποιημένος αλλά τον προέτρεψε να γράψει λαϊκά τραγούδια. Ο Κουγιουμτζής δέχθηκε την πρόκληση και έτσι έγραψε σε σύντομο χρονικό διάστημα δύο τραγούδια που αποδείχθηκαν ικανά να του ανοίξουν τον δρόμο προς την αναγνώριση. Ήταν το «Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά», που το τραγούδησε ο Μανώλης Καναρίδης, και το «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», που ερμήνευσε ο Γιάννης Πουλόπουλος.

Ωστόσο χρειάστηκαν 7 χρόνια ακόμα για να πάρει την απόφαση να δοκιμάσει την τύχη του στην Αθήνα και να συνεργαστεί με τη «Minos». Το «Να ‘τανε το 21», που ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας, έγινε πολύ σύντομα μεγάλη επιτυχία και παράλληλα αφορμή για μια συνεργασία μεταξύ τους που κράτησε ως το τέλος της ζωής του μεγάλου συνθέτη. Ο Γιώργος Νταλάρας τραγούδησε τα περισσότερα τραγούδια του, ωστόσο ο Σταύρος Κουγιουμτζής συνεργάστηκε και με πολλούς άλλους καλλιτέχνες όπως ο Αντώνης Καλογιάνης, ο Γιάννης Πάριος, η Χαρούλα Αλεξίου, η Βίκυ Μοσχολιού, η Άννα Βίσση, ο Γιάννης Καλαντζής, η Ελευθερία Αρβανιτάκη και άλλοι. Μετά την συνεργασία του με την «Minos» οι επιτυχίες διαδέχονταν η μια την άλλη ως το τελευταίο του έργο με τίτλο «Έβρεχε ο κόσμος» το 2001.

Αξίζει όμως να σταθεί κανείς και στην ανθρώπινη πλευρά του Σταύρου Κουγιουμτζή: όπως λένε όλοι όσοι τον γνώρισαν, ήταν ένας ιδιαίτερα σεμνός και χαμηλών τόνων άνθρωπος. Αυτό άλλωστε απέδειξε και με τις επιλογές του, καθώς ήδη από το 1988 επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη προκειμένου να έχει μια ήρεμη ζωή, γεμάτη από τους ανθρώπους που αγαπούσε και, βέβαια, τη μουσική. Συνήθιζε να αναφέρεται στο παρελθόν, δείχνοντας ότι δεν είχε ξεχάσει το σημείο από όπου ξεκίνησε, κι έλεγε χαρακτηριστικά «Στην εποχή μου δεν υπήρχαν μόνο φτωχοί, υπήρχαν και «υπόφτωχοι». Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκα».

Διακατεχόταν από ένα βαθύ αίσθημα ευθύνης απέναντι στην κοινωνία για αυτό και αγωνιούσε προκειμένου να προσφέρει ουσιαστικά σε αυτήν. Προσπαθώντας να περιγράψει την στάση ζωής του είχε πει «Με τους απλούς ανθρώπους μεγάλωσα, απ’ αυτούς έμαθα να ονειρεύομαι… απ’ αυτούς έμαθα να ζω αληθινά… Αργότερα γνώρισα τον Παπαδιαμάντη, τον Μακρυγιάννη, τον Σεφέρη κ.ά. Αυτοί μου ζέσταναν την ψυχή τα παγωμένα χρόνια της χούντας και τα κατοπινά της μεταπολίτευσης. Έτσι κρατήθηκα μακριά από κάθε ιδεολογία που ήθελε να καλυτερεύσει τον κόσμο, κι έβαλα σκοπό να καλυτερεύσω τον εαυτό μου. Να ‘χω και εγώ να δώσω κάτι. Έστω και μια μικρή προσφορά από πέντε-έξι τραγούδια  κι όχι μόνο να παίρνω».

Αυτό αξίζει να μείνει από αυτόν τον πραγματικά σπουδαίο συνθέτη και άνθρωπο, αν και, όπως αποδείχθηκε, διαψεύστηκε: τα τραγούδια που προσέφερε δεν ήταν πέντε-έξι αλλά δεκάδες — και τραγουδιούνται μέχρι σήμερα.